Ο Σωτήρης Γκορίτσας πατάει το γκάζι σε μια ιδιότυπη, δραματική κωμωδία, εντελώς ελληνικού DNA, που αντίθετα με την τάση της εξερεύνησης της οικογένειας (που λέγαμε με την ευκαιρία του Wasted Youth), ασχολείται με την ελληνική νοοτροπία, γέρνοντας προς το σύμπαν των ταινιών του Νίκου Περάκη και της Ακαδημίας Πλάτωνος. Το «E.R.» σε μετωπική σύγκρουση με τα ελληνικά νοσοκομεία είναι κοντολογίς αυτή η ταινία που έχει ρυθμό, πλοκή, κυνισμό, καταστάσεις που ανακατεύουν αστειότητα και τραγωδία, πρόσωπα λούμπεν και καθημερινά, μίζα και μιζέρια, λίγη λογική και περισσότερη ευαισθησία, ηθική και υπεροψία σε ένα σύστημα που δείχνει πως η μονάδα προσπαθεί να σώσει την τιμή μιας κρίσιμης μονάδας υγείας. Ο Αργύρης Ξάφης υποδύεται τον ιδεαλιστή γιατρό που από ρομαντική βλακεία πιστεύει πως με τον σταυρό στο χέρι θα υπηρετήσει το λειτούργημά του στην καρδιά του κτήνους, δηλαδή σε ένα δημόσιο νοσοκομείο.

Πέφτει θύμα ενός σκληρότατου, ανθρωποφάγου και καλά ριζωμένου σουρεαλισμού τον οποίο αποδίδει γλαφυρά ο Γκορίτσας σε μια ευχάριστη αλλαγή πλεύσης μετά τις Παρέες, αναπαράγοντας την εικαστική πεζότητα του χώρου, χωρίς ευτυχώς να προσπαθεί να την ωραιοποιεί για να «κάνει σινεμά». Ο Έλληνας σκηνοθέτης εμπνεύστηκε το Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα από το μυθιστόρημα του ορθοπεδικού Γιώργου Δενδρινού, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα που είχε. Έχοντας, προφανώς, νιώσει τι σημαίνει να κάνεις εισαγωγή σε ένα τυπικό δημόσιο νοσοκομείο για να γίνεις καλά, ταυτίστηκε και διατήρησε την ψυχραιμία και το χαμόγελό του, γυρίζοντας μια ταινία που παίζει με τη διπλή σημασία της έννοιας «αρρώστια». Καταφέρνει να δώσει ένα πρόσωπο στη συνεχιζόμενη γελοιότητα της τριτοκοσμικής σήψης που όλοι αναγνωρίζουμε και να γεμίσει με feelgood ενέσεις αξιοπρέπειας μια σειρά από παπατζίδικες καταστάσεις, καθώς οι ελάχιστοι που προσπαθούν πραγματικά ταλαιπωρούνται στα σίγουρα, αλλά τουλάχιστον κατά βάθος δεν ματαιοπονούν.

Ο Γκορίτσας υπογράφει την πιο οργανωμένη και στιβαρή ταινία του, ένα δύσκολο εγχείρημα με πολλούς χαρακτήρες και μια υφολογική διελκυστίνδα ανάμεσα στη σάτιρα και το δράμα. Εκτός από τις πολλές και νόστιμες λεπτομέρειες (όπως, για παράδειγμα, το τραγούδι των τίτλων, που παντρεύει τον Εθνικό Ύμνο με το ιστορικά πρώτο disco κομμάτι με νόημα, το «I will survive» της Γκλόρια Γκέινορ), το κλειδί της επιτυχίας ίσως είναι πως δεν επιλέγει να καταγγείλει ενοχλητικά αλλά να διαμαρτυρηθεί δημιουργικά, κρατώντας όσο μπορεί το τιμόνι της πλοκής, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει κάποια άτσαλα χρονικά και σκηνικά περάσματα. Εκτός από τον Ξάφη, ο οποίος εδώ παίζει διαφορετικά, οι δεύτεροι ρόλοι είναι απολαυστικοί: ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι ο φύλακας άγγελος του νέου ελληνικού κινηματογράφου και ο Δημήτρης Ήμελλος είναι καταπληκτικός ως υποψιασμένος Κύπριος γιατρός που δεν θέλει και πολύ να τα βροντήξει και να δραπετεύσει προς τον ιδιωτικό τομέα, αφού πρώτα εξαντλήσει τα περιθώρια.