Το φορμάτ που χρησιμοποίησε στην Ίντα ο Πάβελ Παβλικόφσκι, το ασπρόμαυρο ένα επί ένα, φυλακίζει τους αθεράπευτα και αδιέξοδα ρομαντικούς εραστές στον Ψυχρό Πόλεμο, ένα ακόμα εξαιρετικό έργο, αισθητικά συγγενές με το προηγούμενο, αλλά δραματικά αυτόνομο, που προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες και βάζει αυτόματα υποψηφιότητα για βραβείο.

 

Τοποθετημένος στην «κατεχόμενη» από τους Σοβιετικούς μεταπολεμική Πολωνία, ο Ψυχρός Πόλεμος ξεκινά το 1949, όταν ο συνθέτης και πιανίστας Βίκτορ, μαζί με την κυνική συνεργάτιδά του, κάνει ακροάσεις σε νέους και νέες για να δημιουργήσουν έναν θίασο με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς. Μέσα από αυτή την κρατική ανάθεση ο Βίκτορ ξεχωρίζει αμέσως τη Ζούλα, μια όμορφη τραγουδίστρια με καλή φωνή, φλογερό ταμπεραμέντο, κοφτερή γλώσσα και σκοτεινό παρελθόν.

 

«Με μια μαχαιριά υπενθύμισα στον πατέρα μου ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ' εμένα και τη μητέρα μου, μην ανησυχείτε όμως, δεν τον σκότωσα» λέει, χωρίς να κομπιάζει, όταν ο Βίκτορ τη ρωτά για τις εκκρεμότητές της με τον νόμο. Το ειδύλλιο αργεί, αλλά η επιθυμία βράζει από την πρώτη ματιά.

 

Όπως η αυτολογοκρισία πολλές φορές είναι χειρότερη (και πιο επώδυνη) από τη διατεταγμένη απαγόρευση κινήσεων, έτσι και το ζευγάρι βυθίζεται σε έναν φαύλο κύκλο προσωπικής ανελευθερίας, κρίνοντας αυτόματα μάταιο το μέλλον μακριά από τις ρίζες του

Οι συνθήκες γίνονται δυσχερείς γιατί ο Βίκτορ εκμεταλλεύεται την επιτυχία της μουσικοχορευτικής ομάδας και αποφασίζει να αυτομολήσει στη Δύση αμέσως μετά από μια παράσταση στο Βερολίνο. Δεν έχει τίποτε άλλο να υποσχεθεί στη Ζούλα παρά την αγάπη του, μια διαβεβαίωση ισόβιας δέσμευσης που ωστόσο δεν την πείθει ‒ ή δεν καλύπτεται η γυναικεία προοπτική της αυτοσυντήρησης.

 

Ο Βίκτορ εργάζεται στο Παρίσι, εξαργυρώνοντας τις κλασικές σπουδές του στην τζαζ, παίζοντας σε ένα κλαμπ και κάνοντας παρέα με τον χιπ μουσικό μικρόκοσμο της δεκαετίας του '50. Ώσπου η Ζούλα, που φάνηκε να τον πρόδωσε με την απροθυμία της να ακολουθήσει το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, εμφανίζεται ξαφνικά και ανανεώνει έναν όρκο που δεν έδωσαν ποτέ ή δεν πρόλαβαν να σφραγίσουν. Δεν είναι καθόλου παράταιρος ο συγκεκριμένος τίτλος σε αυτή την καθαρόαιμη ιστορία αιώνιας αγάπης και συναισθηματικής ταλαιπωρίας.

 

Οι πολλές γεωγραφικές μετατοπίσεις της ταινίας από την αγροτική Πολωνία στο αστικό Παρίσι (η μπουρζουάδικη νοοτροπία του οποίου ξενίζει και αποδιοργανώνει τη Ζούλα, ακόμα κι όταν της δίνεται η ευκαιρία να ηχογραφήσει την ντελικάτη φωνή της σε βινύλιο και να αποκτήσει την καριέρα που ποτέ δεν θα είχε στην πατρίδα της), στη Γιουγκοσλαβία και πίσω στη Γαλλία και στην Πολωνία δένονται ανεξίτηλα από μια καρδιά που κρατιέται ζωντανή, ακόμα κι αν οι περιστάσεις συνεχώς την απειλούν με οριστική ματαίωση.

 

Ο Πολωνός σκηνοθέτης δεν σπέρνει πράκτορες και συνωμοσίες, κυνηγητά και κρυψώνες σε φυσική μορφή αναμενόμενου κατασκοπικού θρίλερ. Αντ' αυτού, διαβρώνει τους χαρακτήρες, ειδικά τη ραγισμένη Ζούλα (καταπληκτική η γήινα μοιραία Τζοάνα Κούλιγκ), με μια τεράστια εσωτερική απογοήτευση.

 

Όπως η αυτολογοκρισία πολλές φορές είναι χειρότερη (και πιο επώδυνη) από τη διατεταγμένη απαγόρευση κινήσεων, έτσι και το ζευγάρι βυθίζεται σε έναν φαύλο κύκλο προσωπικής ανελευθερίας, κρίνοντας αυτόματα μάταιο το μέλλον μακριά από τις ρίζες του, τις οποίες ο Παβλικόφσκι στρατηγικά τοποθέτησε στην αρχή της ταινίας, με τη δημοτική μουσική να παραμορφώνεται από τη σταλινική προπαγάνδα και την κατηγοριοποίησή της σε ένα διεθνιστικό πανηγυράκι γραφειοκρατικών προδιαγραφών.

 

Απροκάλυπτα μελαγχολικός, ελλειπτικά μονταρισμένος και αιθέριος στα 88 λεπτά της διάρκειάς του, ο μεταξένιος Ψυχρός Πόλεμος βγάζει συνεχώς στην επιφάνεια τον τραχύ πυρήνα του, μιλώντας για τα σύνορα του έρωτα σε μια νοσηρή ιστορική περίοδο.