Στα πρόθυρα της γιορτής για την επέτειο των 45 χρόνων γάμου του Τζεφ και της Κέιτ, ο σύζυγος μαθαίνει πως το πτώμα της παλιάς αγαπημένης του αποκαλύφθηκε έπειτα από δεκαετίες, κάτω από τους πάγους των Σουηδικών Άλπεων. Αν και ο νεανικός του έρωτας φαινόταν παντοτινά θαμμένος στον χρόνο, η είδηση τον κλονίζει δυσανάλογα και τον βάζει στην προσωρινή τουλάχιστον διαδικασία να αναθεωρήσει τη ζωή του – κάτι που αντιλαμβανόμαστε από την . Η Κέιτ προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πως ένας ευχάριστος σταθμός σε μια ισορροπημένη πορεία μπαίνει σε περιπέτειες. Ωστόσο, η περιπέτεια του απρόοπτου αποδίδεται με τον μελαγχολικό τόνο που αρμόζει σε ένα ζευγάρι Βρετανών που έχουν αποτραβηχτεί εδώ και χρόνια στην εξοχή, έχουν εναρμονιστεί σε χαλαρούς ρυθμούς και αναγκαστικά έχουν κατεβάσει τις ταχύτητες της νιότης, χωρίς να έχουν πάρει ενσυνείδητη απόφαση να αλλάξουν το παρελθόν τους. Η ηλικία τους είναι ο τρίτος, οργανικός πρωταγωνιστής, μαζί με τον Τζεφ και την Κέϊτ. Η ηρεμία που τους διακρίνει δεν περιγράφεται ως ισοπεδωτική εγκατάλειψη αλλά ως μια σιωπηλή οικειότητα, το χαρακτηριστικό των ανθρώπων που τα έχουν βρει χωρίς να προσπαθήσουν και να τρώγονται. Η έννοια του έρωτα τίθεται σε αμφισβήτηση ή, καλύτερα, στο σωστό της πλαίσιο, ύστερα από πολλά χρόνια λήθαργου. Ξαφνικά, ένα ανδρόγυνο έχει κάτι να χωρίσει, κάτι που μπορεί να τους χωρίσει, όχι ακριβώς σαν κι εκείνα που κραυγάζουν (όπως η απιστία ή οι διαφωνίες) αλλά μια πιο κρυφή και πολύπλοκη υπενθύμιση πως οι σχέσεις θέλουν δουλειά για να παραμείνουν ζωντανές. Ο σκηνοθέτης Άντριου Χέι μας έχει δείξει στο εξαιρετικό, και εξίσου χαμηλόφωνο, Weekend, με πρωταγωνιστές ένα gay ζευγάρι και τον τρόπο που πλησιάζονται, δένονται και απομακρύνονται, ότι γνωρίζει πώς να χειρίζεται χαρακτήρες, κυρίως μέσα από έναν ψυχολογικό μηχανισμό, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε θορυβώδεις κλυδωνισμούς και αναίτιες προστριβές. Στο πνεύμα της εσωτερικότητας της ταινίας, ο Τζεφ δρα στην αρχή δίνοντας την υπόνοια μιας σοβαρότερης σχέσης απ' ό,τι επιλέγει να θυμάται η σύζυγός του – ή μήπως ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να αποκαλύψει τη συναισθηματική επένδυση σε μια γυναίκα που χάθηκε άδοξα, από έναν λάθος υπολογισμό, σε μια αλπινιστική εκδρομή, γιατί δεν είχε ποτέ τον χρόνο να πενθήσει ουσιαστικά για το μέλλον που διακόπηκε απότομα; Η Κέιτ, από την άλλη, μετά τις πρώτες διερευνητικές ερωτήσεις, με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, ξεκινά το επώδυνο ταξίδι της αμφιβολίας, όταν τη ζώνει η πραγματική υπαρξιακή αγωνία (κι όχι αυτή που προέρχεται από το ουδέτερο άθροισμα των χρόνων της κοινής ζωής) στην ανάποδη προοπτική του χαμένου χρόνου: τι είναι, άραγε, χειρότερο, να ξέρει πως ο άνδρας με τον οποίο είναι παντρεμένη εδώ και 45 χρόνια, αν έπρεπε να διαλέξει, θα έμενε πάντα με την πρώτη και ίσως μεγάλη του αγάπη, ή να κάνει πως δεν την πειράζουν τα πεπρωμένα και οι υποθέσεις, από τη στιγμή που η ζωή μαζί του δεν παρουσίασε πρόβλημα; Γιατί να μπει στη διαδικασία να δυναμιτίσει αναδρομικά τις συμβιωτικές «ωδίνες» με μονόδρομο τη βουβή δυστυχία της; Ευτυχώς, οι σκέψεις αυτές δεν προκύπτουν αυθαίρετα, αλλά εκφέρονται θεσπέσια από την υπαινικτική και ταυτόχρονα μεγαλειώδη ερμηνεία της Σάρλοτ Ράμπλινγκ στον καλύτερο με διαφορά ρόλο της καριέρα της. Ο σπουδαίος Τομ Κόρτνι την υποστηρίζει απόλυτα σε ένα ρεσιτάλ συμπυκνωμένης εγκράτειας-σεμινάριο που δηλώνει την πλήρη ωρίμανση μιας τολμηρής ηθοποιού. Την ίδια στιγμή, ο σκηνοθέτης αποφεύγει την εύκολη ελεγειακή λύση της αφήγησης, προτιμώντας μια ρεαλιστική μελαγχολία, εναρμονισμένη με τα γκρίζα σύννεφα που σκεπάζουν την αναμενόμενη παθητικότητα της τρίτης ηλικίας.