Βασισμένος σε μια σειρά best seller, ο Λαβύρινθος ακολουθεί την μόδα των νεανικών μυθιστορημάτων φαντασίας, που τοποθετούν νέα παιδιά σε ακραίες καταστάσεις εγκλωβισμού, με στόχο την αγωνιώδη προσπάθεια τους να δραπετεύσουν για να επιβιώσουν. Η τάση είναι κοινωνιολογικά ενδιαφέρουσα, καθώς αφορά την προέκταση της εφηβικής και νεανικής λογοτεχνίας στο σινεμά, και παρουσιάζει με αλληγορικό τρόπο, όχι μόνο την κλασσική σύγκρουση των εφήβων με τη συμμόρφωση με τους κανόνες και το παιδικό παρελθόν που αφήνουν πίσω, αλλά και του νέου πολίτη με, αυτό που θα λέγαμε γενικότερα, σύστημα. Άλλοτε το κέντρο βάρους πέφτει στο ερωτικό, όπως στην τετραλογία (και δυστυχώς, πολυλογία) του Twilight, μπορεί να φτάσει μέχρι την επιστημονική φαντασία, όπως το Ender's Game, με ήρωες παιδιά που κατατάσσονται σε διαστημική στρατιωτική ακαδημία, αλλά συνήθως το ρομάντσο διανθίζει τη δράση, όπως φαίνεται καθαρά στους εμβληματικά επιτυχημένους Αγώνες Πείνας, αλλά και στο πρώτο μέρος της τριλογίας της Απόκλισης, Οι Διαφορετικοί. Στις περισσότερες χώρες της Δύσης, με την Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση ως χώρα με απελπιστικά χαμηλό ποσοστό φιλαναγνωσίας στους νέους, τα young adult βιβλία καταναλώνονται μετά μανίας και οι κινηματογραφικές σειρές που ακολουθούν έχουν έτοιμο κοινό, που τιμάει και με το παραπάνω τις διασκευές. Το ενθαρρυντικό χαρακτηριστικό τους είναι μια προσπάθεια κατανόησης της κατασταλτικής έννοιας της Αρχής, εκ μέρους των άγουρων πρωταγωνιστών. Οι εξουσιαστές, που συνήθως ερμηνεύονται από καταξιωμένους ηθοποιούς, όπως η Κέϊτ Γουίνσλετ, ο Ντόναλντ Σάδερλαντ ή η Πατρίσια Κλάρκσον στο Λαβύρινθο, υποβάλλουν τα παιδιά σε πολύπλοκες διαδικασίες, προσγειώνοντας τα σε μια εσχατολογική πραγματικότητα, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, ακριβώς όπως οι νέοι θεατές θέλουν να βλέπουν μια ταινία δράσης στα κόκκινα και να πιστέψουν ένα ρεαλισμό, ψηφιακό και εντυπωσιακό. Δεν είναι τυχαίο που τα τεστ μοιάζουν με αναπαράσταση videogame, με τους πρωταγωνιστές εκθρονισμένους από τη βολική θέση του τηλεχειριστή, στην δυσάρεστη κατάσταση του υποψήφιου θύματος. Ωστόσο, τα σενάρια δεν είναι ακόμη μια ρομαντική σούπα ή μια αναπαραγωγή εντελώς ξεπερασμένης φόρμουλας περιπέτειας, όπως για παράδειγμα οι γέρικοι Αναλώσιμοι, αλλά μια προειδοποίηση άμεσου συναγερμού για εκτροχιασμένους δυνάστες (όχι ακριβώς οι παρανοϊκοί κακοί που ενοχλούν τη φλεγματική γοητεία ενός Τζέιμς Μποντ) και οικολογικούς κινδύνους.


Ο Λαβύρινθος πέφτει ακριβώς στην κατηγορία των παγιδευμένων σε έναν εφιάλτη που θα μπορούσε να είναι εικονικός και παρουσιάζει το οξύμωρο φαινόμενο των νέων ως τεχνολογικών ντετερμινιστών: αν και δυνητικά ικανοί να λύσουν τον γρίφο που τους περιορίζει σε έναν τόπο και μακριά από την εξέλιξη, χάρη στην οξυμένη αντίληψή τους (πώς την απέκτησαν, αν όχι μέσω της καθημερινής τους τριβής με τα ψηφιακά τους παιχνίδια;) αμφισβητούν την τεχνολογική «ατιμία» που καταστρέφει τον κόσμο, γκρεμίζει την αθωότητα και τους βάζει στη θέση των κυνηγών και των δολοφόνων για την επιβίωση. Η ταινία του Γουές Μπολ κινείται σε ρυθμούς εισαγωγής χαρακτήρων και μύησης στο σύμπαν των αγοριών που διχονοούν στο πλαίσιο μιας πρωτόγονης, αγροτικής κοινωνίας (σαν τον κλασικό Άρχοντα των Μυγών) για το ποιος θα επικρατήσει και πώς θα αποδράσουν μέσα από τις συμπληγάδες (εδώ παρεισφρύει το τηλεοπτικό «Lost» και τα υπόλοιπα νεανικά έπη φαντασίας). Οι πρωταγωνιστές τρέχουν για να τρέχουν, ασταμάτητα και κουραστικά, παραείναι άπειροι για να πείσουν για την εξαιρετική τους κακοτυχία και ιδρώνουν κόντρα σε εμπόδια που φαίνονται έντονα ψηφιακά, σε βαθμό που νομίζουμε πως τα έχουμε ξαναδεί – όπως παλιότερα, τα ευτελώς χρησιμοποιημένα περισσεύματα των ειδικών εφέ συνιστούσαν ένα b movie δεύτερης προβολής. Μετά το φινάλε που ανατρέπει την ανατροπή, θα πρέπει να περιμένουμε το δεύτερο μέρος, κατά τον ίδιο τρόπο που οι παραγωγοί περιμένουν την εμπορική απόδοση για να δουν πώς θα επενδύσουν στη συνέχεια.