Η δεύτερη αγγλική ταινία του Γούντι Άλεν θυμίζει πολλές άλλες δικές του: το Μυστηριώδεις Φόνοι στο Μανχάταν και την Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού. Έχει εγκλιματιστεί πια στην νέα του κινηματογραφική πόλη και δεν την χαζεύει σαν θαμπωμένος τουρίστας, όπως στο Match Point. Το Λονδίνο και οι εξοχές του λειτουργούν αβίαστα στην πλοκή. Προσέλαβε πάλι την Σκάρλετ Γιόχανσον αλλά και τον εαυτό του, μετά από απουσία ετών, στο ρόλο ενός ψιλοατάλαντου μάγου που επαναλαμβάνει τα ίδια κολπάκια και τις ίδιες κουβέντες στους θεατές του. Στο σόου του εμφανίζεται ένας μακαρίτης μεγαλορεπόρτερ που εμπιστεύεται ένα μεγάλο λαυράκι στην άπειρη ρεπόρτερ Σόντρα (Γιοχάνσον). Σύμφωνα με τις καλές πληροφορίες του νεκρού, ένας γοητευτικός αριστοκράτης, ο Πίτερ Λίμαν (Τζάκμαν), είναι ένας καταζητούμενος κατά συρροήν δολοφόνος, αντάξιος της φήμης του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Η Σόντρα τσιμπάει, και με τη βοήθεια του υποτιθέμενου πατέρα της, του μάγου δηλαδή, ερευνά από κοντά την υπόθεση και κατακτάει τον όμορφο Βρετανό με την αμήχανη αμερικανοσύνη της. Ο Άλεν, φυσικά, κρατάει τα ωραία αστεία για τον ίδιο, και φτιάχνει μια ανάλαφρη ταινία που θα μπορούσε να ενδιέφερε τον Χίτσκοκ, αν δεν είχε ποτιστεί τόσο πολύ με το πνεύμα των b κομεντί της δεκαετίας του '40. Η ευκολία του Άλεν δεν παύει να είναι αξιοθαύμαστη, αλλά το έργο αυτό το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν. Η φιλμογραφία του κάνει πλέον κύκλους και αναμασά τις φόρμουλες που γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού του. Στο Match Point βρίσκεις θησαυρούς στο βάθος των χαρακτήρων του, ενώ στο Scoop αθώοι και ένοχοι υπακούουν στη χάρτινη λογική μιας ταχυδακτυλουργίας. Όχι πως το σενάριό του δεν συμπυκνώνει με ωρολογιακή συνέπεια το αισθηματικό και αστυνομικό μπλέξιμο της ιστορίας. Η ταινία, ωστόσο, δεν προσθέτει, δεν αποπνέει μαγεία·  φαίνεται ένα σινεματζίδικο τέχνασμα, ένα παφ πολύ κατώτερο από τη μεταφυσική διάσταση του Πορφυρού Ρόδου του Καΐρου. Τελικά, η μοίρα των νέων ταινιών του Άλεν είναι ότι συγκρίνονται με τις παλιότερές του, στα μάτια τού υπνωτισμένα πιστού του κοινού.