Το σπίτι του Μιχάλη Κοτζαμπαλτίρη ήταν παλιά αποθήκη, ένα υποδηματοποιείο που μετέτρεψε σε σπίτι. Έβαλε ένα φωτιστικό από το Εvangelion Studio και ένα έργο της εικαστικού φίλης του Βάγγως Καρβουλάκη, μια εντυπωσιακή κούνια, στην κρεβατοκάμαρα, και «καθάρισε», όπως μου είπε χαρακτηριστικά, «ούτε διακοσμητές, ούτε πονοκέφαλος, ούτε τίποτα. Όλα έγιναν στο τσακ-μπαμ».
«Πώς είναι να ζεις σε πενήντα τετραγωνικά;» τον ρωτάω. «Θαυμάσια», απαντά. Νιώθει ελευθερία και άνεση. «Τεντώνω το χέρι και πιάνω ό,τι θέλω», λέει με χιούμορ, κάνει ένα «έτσι» και μου δίνει στο χέρι το τηλεκοντρόλ.
Μου εξηγεί ότι δεν επέλεξε αυτό το σπίτι επειδή δεν μπορούσε να έχει μεγαλύτερο αλλά γιατί κατάλαβε πόσο μεγάλη ελευθερία νιώθεις όταν έχεις την αίσθηση ότι ζεις στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. «Αυτό το διάστημα βρίσκω ωραία αυτή την ξενοδοχειακή φάση, στο μέλλον θα δούμε τι θα γίνει. Άλλωστε, όλα προσωρινά είναι», μου λέει με φιλοσοφική διάθεση.
Μου λέει ότι σε αυτό το σπίτι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, έχει βρει τον εαυτό του. «Δεν είναι μόνο το σπίτι αλλά και η δουλειά που κάνει ο καθένας με τον εαυτό του. Νομίζω ότι με βοηθάει και αυτή η τάξη, το ότι δεν έχω τίποτα το περιττό».
Το σπίτι του είναι πραγματικά ευχάριστο, και δείχνει μεγαλύτερο ‒ με το μάτι το υπολόγιζα ογδόντα τετραγωνικά. Το αποκαλεί «εργένικη φωλιά». Μου εξηγεί ότι μετά το διαζύγιό του ήθελε κάτι «μανιτζέβελο», να το φέρνει βόλτα, και βρήκε αυτήν εδώ τη συνθήκη.

Ρωτάω γιατί το εργένικο το συνδέουμε πάντα με το πιο άδειο και το πιο απλό. «Επειδή τα πίτσι πίτσι τα φέρνετε οι γυναίκες», μου απαντά. «Οι άντρες χρειαζόμαστε τα βασικά. Και φυσικά δεν έχουμε τόσα ρούχα, παπούτσια και τσάντες όσα εσείς». True.
Μαθαίνω ότι η οδός Πρωτογένους όπου είναι το σπίτι, δηλαδή downtown, τα περασμένα χρόνια ήταν γεμάτη τσαγκάρηδες και υποδηματοποιούς. Το να μετατρέψεις μια αποθήκη σε σπίτι θέλει φαντασία; «Μπα» λέει και ανασηκώνει τους ώμους, «αν έχεις φίλο αρχιτέκτονα, όλα γίνονται γρήγορα και με ευκολία».
Μου εξηγεί ότι το μόνο δύσκολο ήταν ότι έπρεπε να πετάξει και να δώσει πολλά πράγματα για να χωρέσει στην εδώ «φασούλα», όπως τη χαρακτηρίζει. «Όταν άρχισα να πετάω πράγματα, ένιωσα μεγάλη απελευθέρωση, σαν να πετούσα βαρίδια». Με μικρή βαλίτσα πας παντού, λέει χαρακτηριστικά.
Τα φωτιστικά είναι vintage, τα πήρε από το Μοναστηράκι. Tου αρέσει να χαζεύει και να διαλέγει παλιά αντικείμενα, αλλά στο σπίτι σκόπιμα δεν έβαλε πολλά πράγματα, για να του δώσει μια ανάσα.
Ο Πικάσο στην κουζίνα είναι από το μουσείο στη Βαρκελώνη, οι αφίσες Bauhaus απ’ το Παρίσι: «Μ’ αρέσουν τα αντικείμενα από τα ταξίδια γιατί τώρα στην κουζίνα δεν έχω απλώς τον Πικάσο αλλά και την ανάμνηση του ταξιδιού. Άσε που μπορώ να λέω “έχω έναν Πικάσο, έλα να σ’ τον δείξω”. Η αφίσα είναι λεπτομέρεια». και κλείνει το μάτι.



«Και σε φτάνουν τα πενήντα τετραγωνικά;», ρωτάω. «Ναι, αναπνέω καλύτερα απ’ ό,τι στα διακόσια. Την ελευθερία δεν τη δίνουν τετραγωνικά αλλά το να κάνεις ό,τι θέλεις, ό,τι ώρα θέλεις. Το να βάζεις, φέρ’ ειπείν, τη μουσική που αγαπάς, να βλέπεις ταινίες ακόμα και όλο το βράδυ, χωρίς να ενοχλεί η ένταση. Η εργένικη ζωή έχει κι αυτή τις χάρες της, και κυρίως σε βοηθάει να αυτοπροσδιοριστείς. Ο Πασκάλ έλεγε πως όλη η δυστυχία του ανθρώπου προέρχεται από το ότι δεν μπορεί να μείνει μόνος σε ένα δωμάτιο» ‒ συμφωνώ.
«Φίλοι δεν έρχονται;» ρωτάω. «Έ, τώρα, πού να τους βάλω; Είναι λίγα τα τετραγωνικά. Αν θέλω να δω φίλους, τους βλέπω έξω. Και είναι καλύτερα, γιατί το σπίτι για μένα είναι πάντα ο χώρος όπου φορτίζω μπαταρίες, σαν να μπαίνω στη φόρτιση, όπως το κινητό. Αφού γίνει αυτό, μπορώ να είμαι όσο κοινωνικός επιθυμώ. Άλλα εδώ αυτό ακριβώς μου αρέσει, αυτή η ισορροπία που μου δίνουν ο χώρος, η σιωπή, το μάζεμα».
Μου λέει ότι σε αυτό το σπίτι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, έχει βρει τον εαυτό του. «Δεν είναι μόνο το σπίτι αλλά και η δουλειά που κάνει ο καθένας με τον εαυτό του. Νομίζω ότι με βοηθάει και αυτή η τάξη, το ότι δεν έχω τίποτα το περιττό».
Τον ρωτάω αν είναι τακτικός. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι: «Είμαι, αλλά πολλές φορές κάνω εδώ δουλειά γραφείου και γίνεται χαμός με τη χαρτούρα. Τα λίγα τετραγωνικά την απαιτούν την τάξη. Δεν υπάρχει μυστικό δωμάτιο όπου μπορείς να τα πετάς όλα σε ώρα ανάγκης».
«Πού περνάς τον πιο πολύ χρόνο;» τον ρωτάω. Γελάει. «Στην αίθουσα όπου διοργανώνω βεγγέρες. Σε ένα μικρό σπίτι είσαι πέντε βήματα από τον καναπέ, δέκα από το κρεβάτι, άλλα τρία από την κουζίνα. Δεν αράζεις σε ένα δωμάτιο αλλά παντού. Όλο το σπίτι είναι σαν μια αγκαλιά».



Τον ρωτάω πώς είναι η περιοχή αφού ζει στην καρδιά του κέντρου, αν τον κουράζουν οι ορδές τουριστών το καλοκαίρι. «Όχι, μου αρέσουν οι τουρίστες, μου δίνουν συχνά την αίσθηση, έτσι όπως τους βλέπω, ότι είμαι κι εγώ διακοπές. Δεν με ενοχλούν καθόλου και χαίρομαι όταν με σταματούν για πληροφορίες. Τους λέω περισσότερα απ’ όσα με ρωτούν, “πηγαίνετε και εδώ και εκεί”. Μου αρέσει να φεύγουν με χαμόγελο και να είμαστε οι Έλληνες ο φιλόξενος λαός που ήμασταν παλιά ‒ από βλακείες χάσαμε τα εύσημα».
Του λέω ότι ίσως αυτό έχει σχέση με το ότι ασχολείται με την εστίαση. Συμφωνεί ότι μπορεί να παίζει έναν ρόλο, αλλά νιώθει ότι κάνει αυτό που θα του άρεσε να του συμβεί αν βρισκόταν σε ένα άγνωστο μέρος.
Τον ρωτάω αν στην περιοχή υπάρχει η αίσθηση της γειτονιάς ή αν είναι απρόσωπη.
«Έχω δίπλα τη Βαρβάκειο και νιώθω ότι ψωνίζω καθαρή πρώτη ύλη. Έχω βρει και ένα σωρό μικροπωλητές με τους οποίους έχουμε μια πολύ ανθρώπινη σχέση».
Κάποιοι του λένε ότι εδώ δεν είναι γειτονιά. «Διαφωνώ. Γειτονιά ονομάζω τις σχέσεις που φτιάχνεις με τους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι κάθε μέρα. Δεν έχει να κάνει με την περιοχή αλλά με το πόσο ανοιχτός είσαι. Αν σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα, τότε έχεις γειτονιά».
Μου λέει ότι η περιοχή είναι εξαιρετικά ήσυχη, πράγμα που δεν φανταζόμουν. «Όταν κλείνουν τα μαγαζιά έχει μια απίστευτη ησυχία που κάνει κοντράστ με την ένταση της μέρας. Σαν να καταλαγιάζει το πράγμα».

Του Μιχάλη του αρέσει να μετακινείται με τα πόδια. Θεωρεί ότι είναι ποιότητα ζωής το να μην είσαι μποτιλιαρισμένος. Ακούει γνωστούς που μένουν στα βόρεια προάστια και δουλεύουν στο κέντρο που λένε ότι χάνουν τη μισή τους ζωή μέσα στο αυτοκίνητο και δεν θα το άντεχε για όλα τα λεφτά του κόσμου.
Τον ρωτάω για τον καναπέ του, που είναι πρωτότυπος. Μου λέει ότι τον σχεδίασε και αυτόν η Βάγγω. Του προτείνω να λέει στην πόρτα «by Βάγγω». «Ωραία ιδέα», λέει. Τον σχεδίασε και βρήκε και έναν ικανό μαραγκό που έκανε ταπετσαρίες και του τον έφτιαξε.
«Έχεις τίποτα ΙΚΕΑ;» ρωτάω; «Ναι, την τραπεζαρία. Αντέχει το ένα πιάτο που βάζω πάνω». «Και η κούνια στο δωμάτιο τι φάση;» ρωτάω. «Η κούνια είναι αυτό που λέμε κούνια-μπέλα. Νομίζω ότι επειδή δεν περιμένεις να τη δεις, δίνει κάτι παιχνιδιάρικο στον χώρο. Όταν μου την πρότεινε η Βάγγω της είπα ναι με χίλια, “εμπιστεύομαι την καλλιτεχνική σου ματιά. Κούνια προτείνεις; Kούνια θα βάλουμε!”. Δεν είχα μεγάλες απαιτήσεις απ’ αυτό το σπίτι. Δηλώνω εργένης και ολιγαρκή. Ζητούσα ένα λειτουργικό σπίτι, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του τώρα. Όταν μου πρότεινες να το φωτογραφίσουμε, σου είπα “τι τη θες την εργένικη φωλιά μου; Εσείς βάζετε κάτι καταπληκτικά και ιδιαίτερα σπίτια” και μου απάντησες ότι τα θες όλα: τα εργένικα, τα γκράντε, τα ταπεινά. Πάρε, λοιπόν, το δικό μου... και αν σας αρέσει, τρύπα μου την μύτη» λέει και γελά.
Φεύγοντας σκέφτομαι ότι εμένα μου άρεσε πολύ το σπίτι του και όταν μεγαλώσει ο γιος μου πραγματικά θα ’θελα να ζω σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ή σε ένα σπίτι σαν αυτό, που θυμίζει ξενοδοχείο.