Το σπίτι της Ήρας Κατσαντώνη και του Αλέξανδρου Πάτση στο Μετς είναι από εκείνα που θα έκαναν τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη να κονταροχτυπηθούν για το ποιος θα τα κλείσει πρώτος ως σκηνικό για την επόμενη δουλειά του. Είναι ατμοσφαιρικό, cosy και έχει κάτι παιχνιδιάρικο, σαν να βγάζει ατίθασα τη γλώσσα σε όλες τις συμβάσεις και τη σοβαροφάνεια.
Είναι μεσημέρι Τετάρτης, ο καιρός είναι μουντός, μα όταν μπαίνω στην όμορφη αστική κατοικία του 1930 το φως μοιάζει να διαχέεται από μια δική του πηγή. Ψάχνω να βρω από πού έρχεται αυτή η φωταγωγία. Κοιτώντας στο ταβάνι, παρατηρώ κάτι σαν φεγγίτη. Λες;
Είναι ένα σπίτι που παίζει με τις λιτές γραμμές, με μποέμ χαρακτήρα και μια ελευθερία που του τη δίνει το ταβάνι που φτάνει τον θεό. Ο Αλέξανδρος είναι αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων και, μαζί με τον συνεργάτη του και την ομάδα τους στο αρχιτεκτονικό τους γραφείο, ξεδίπλωσαν στο δικό του σπίτι όλο το δημιουργικό τους ταλέντο — χωρίς τις συμβάσεις και τους περιορισμούς που συχνά αντιμετωπίζουν όταν σχεδιάζουν για άλλους. Η κουζίνα κυριαρχεί στον χώρο και μοιάζει σαν να κρέμεται απ’ το ταβάνι ή σαν να προσπαθεί να το φτάσει. Είναι αναμφίβολα η πρωταγωνίστρια του σπιτιού.
«Βγαίναμε τότε λίγο καιρό και μου λέει “έλα να σου δείξω ένα σπίτι που έκλεισα”. Ήταν τόσο αλλιώτικο τότε, κουρασμένο, με άγρια βλάστηση, και δεν μπόρεσα να δω αυτό που έγινε σήμερα. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος το είδε».



Απ’ το ταβάνι κρέμονται και αναρριχώμενα φυτά∙ τα κοιτάζω όλα σαν να είμαι η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Δεν ξέρω να πω τι είναι τελικά η ευτυχία, ούτε αν τα σπίτια ποτίζουν μ’ αυτήν, αλλά στο εν λόγω σπίτι υπάρχει αναμφίβολα μια χορογραφία χαράς. Η Ήρα κουβαλάει στην αγκαλιά της μέσα στον μάρσιπο τον λίγων μηνών γιο της. Είναι ένα καλόβολο και όμορφο μωράκι. Δίπλα τους ο μεγάλος σκύλος και η γάτα αράζουν αγαπησιάρικα στον καναπέ. Από κάποιο δωμάτιο ακούγεται μια απαλή μουσική. Ο Αλέξανδρος κάτι μαγειρεύει για το μωρό και λέει με μεγάλη φυσικότητα σε μένα και τον Πάρι να δούμε ό,τι θέλουμε, να φωτογραφίσουμε ό,τι μας αρέσει, σαν να ’μασταν χρόνια φίλοι.
Ρωτάω την Ήρα πώς ανακάλυψαν αυτό το πανέμορφο σπίτι. Μου λέει ότι το είδε ο Αλέξανδρος σε μια βόλτα του. «Ήταν σε κακή κατάσταση, απ’ αυτά που είναι για καιρό εγκαταλελειμμένα και σιγά σιγά καταρρέουν», λέει. «Βγαίναμε τότε λίγο καιρό και μου λέει “έλα να σου δείξω ένα σπίτι που έκλεισα”. Ήταν τόσο αλλιώτικο τότε, κουρασμένο, με άγρια βλάστηση, και δεν μπόρεσα να δω αυτό που έγινε σήμερα. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος το είδε», μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.


Το παράξενο είναι ότι τόσο η Ήρα όσο και ο Αλέξανδρος είχαν οραματιστεί να αποκτήσουν κάποτε μια μονοκατοικία στο Μετς, καιρό πριν γνωριστούν. Η Ήρα έμενε τότε στο Παλαιό Ψυχικό, αλλά το Μετς της έδινε πάντα τη γλυκιά αίσθηση της πραγματικής γειτονιάς.
Ο Αλέξανδρος ομολογεί ότι έπαθε κάτι σαν κεραυνοβόλο έρωτα με το σπίτι. Αν και έμοιαζε πολύ κουρασμένο, περνούσε συχνά απ’ έξω στις βόλτες του και προσπαθούσε να μάθει σε ποιον ανήκει. Τελικά, βρήκε έναν φάκελο της ΔΕΗ και ξεκίνησε μια μεγάλη περιπέτεια με πολλά τηλέφωνα πίσω μπρος. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βγάλει άκρη, όμως η επιμονή και το ένστικτό του τον οδήγησαν σωστά.
Τον ρωτάω με τι κριτήρια έκανε την ανακαίνιση του χώρου. «Ήταν ένα σπίτι που είχε σχεδόν καταρρεύσει, άρα δεν είχε καλό στατικό φορέα, έτσι οι επεμβάσεις που μπορούσαν να γίνουν έπρεπε να είναι ντελικάτες», μου εξηγεί. Έτσι αποφάσισε να αλλάξει τη δομή του σπιτιού. «Ο Άλλος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα», του λέω και βάζω στην κουβέντα μας την ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον. Συμφωνεί. «Αυτή είναι η πρόκληση της δουλειάς μας, να βλέπεις από μια άλλη οπτική γωνία κάτι που ενδεχομένως οι άλλοι δεν μπορούν να δουν», λέει.

Την κουζίνα τη σχεδίασε με τη λογική μιας ευθείας σε άμεσο διάλογο με την έξω τραπεζαρία του κήπου, σαν μια συνέχεια. Το σπίτι διαθέτει μια μεγάλη αυλή και ήθελε το μέσα και το έξω να είναι σε διάλογο. «Υπήρχε η κεραμοσκεπή, και δημιούργησα κάτι σαν μια νησίδα κεντρική με τον μεταλλικό απορροφητήρα».
Η Ήρα μού δείχνει το υπνοδωμάτιό τους. Η παλιά πόρτα του σπιτιού τρίφτηκε και έγινε ένα εντυπωσιακό κεφαλάρι για το κρεβάτι. Μου ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας της πονηρά, σαν να περιμένει το ξάφνιασμά μου. «Έλα να δεις», μου λέει, και αντικρίζω μέσα στην ντουλάπα μια κίτρινη σκάλα. Ανεβαίνω τα σκαλιά με περιέργεια και η μυστική σκάλα με οδηγεί σε ένα γουστόζικο δωματιάκι, σαν τούρκικο οντά, με στρώματα στο πάτωμα και ζεν ατμόσφαιρα. Τη ρωτάω πώς σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα δωματιάκι μέσα στην ντουλάπα. «Ήταν ανάγκη να δημιουργήσουμε χώρους. Έτσι δημιουργήθηκε ένας χώρος περισυλλογής, διαβάσματος και διαλογισμού», λέει. «Εκεί ήταν παλιά ο θερμοσίφωνας από το WC», εξηγεί ο Αλέξανδρος. «Το σπίτι δεν είναι μεγάλο, τα λειτουργικά τετραγωνικά ήταν λίγα, περίπου εκατό. Είχε και εκείνη την παλιά λογική με τα χωρισμένα υπνοδωμάτια, οπότε, αλλάζοντας τα σημεία και πηγαίνοντας πίσω το κεντρικό δωμάτιο, προέκυψε το παλιό πατάρι που είχε μέσα τον θερμοσίφωνα απ’ το WC».


«Εύγε», του λέω ενθουσιασμένη. «Αν φτιάξω ποτέ δικό μου σπίτι, με τόσες λύσεις που έχεις βρει θα απευθυνθώ κατευθείαν στο γραφείο σου», λέω γελώντας και δίνουμε αστειευόμενοι τα χέρια, σαν να έκλεισε το deal.
«Τα έπιπλα πώς ταίριαξαν τόσο ιδανικά στον χώρο;», αναρωτιέμαι. «Είναι όλα custom made», μου εξηγεί. Τους αρέσουν τα design έπιπλα και σαφώς δίνουν χαρακτήρα στον χώρο, αλλά χρειάζεσαι πιο πολλά τετραγωνικά. Αν δεν υπάρχει αρκετός χώρος και είναι συγκεκριμένες οι διαστάσεις, με τα μικροέπιπλα που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για τις ανάγκες του σπιτιού όλα λειτουργούν καλύτερα. Βρίσκω καταπληκτική την ιδέα της συνέχειας της κουζίνας με τη βιβλιοθήκη και το μπαρ. Όλα είναι σαν να συνομιλούν μεταξύ τους. Ένα πολυφωνικό σπίτι που σαν καλός μαέστρος το ενορχηστρώνει με αρμονία.
«Την αρμονία την έφερε η Ήρα», λέει και την κοιτάει γλυκά. Ο Αλέξανδρος έκανε τον σχεδιασμό αλλά το interior το άφησε στην Ήρα. Η Ήρα έχει ένα δικό της, πολύ προσωπικό στυλ στον τρόπο που ντύνεται και σε όλα. Της λέω ότι παίζει το boho chic στα δάχτυλα.


Στο σαλόνι υπάρχει μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία από τα ’70s της τραγουδίστριας Ελπίδας, που είναι η μαμά της. «Θεά η μαμά, θεά και η κόρη», παρατηρώ. Χαμογελά σεμνά. «Η μαμά σίγουρα θεά. Είμαι τυχερή που την έχω μητέρα».
«Ωστόσο, πέρα από τη φωτογραφία που δεσπόζει στον χώρο, δεν έχετε αντίκες και παλιά έπιπλα στο σπίτι», παρατηρώ. Ο Αλέξανδρος έκανε τραπεζαρία το παλιό σχεδιαστήριο του πατέρα του και η Ήρα έφερε από το πατρικό της μόνο έναν πίνακα του Τάκη Κατσουλίδη και έναν καθρέφτη αντίκα για την είσοδο. «Δεν μου πολυαρέσουν τα παλιά αντικείμενα», λέει κάπως απολογητικά. «Θέλω μια αίσθηση φρεσκάδας σε όλα. Φυτά και ελευθερία».
Βγαίνουμε στον κήπο και είναι όλα ανθισμένα, χαρά θεού. Επιτέλους βγήκε και ήλιος. «Το μέσα σπίτι και το έξω», λέει η Ήρα. «Το καλοκαίρι τη βγάζουμε εδώ. Είμαστε συνέχεια στον κήπο». «Εδώ περνάω τον περισσότερο χρόνο μου», λέει και ο Αλέξανδρος από την κουζίνα.



«Αν ανέβεις τη σκάλα στην ταράτσα», μου δείχνουν τη στριφτή μεταλλική σκάλα, «έχουμε φτιάξει ένα θερινό σινεμά. Έρχονται οι φίλοι και βλέπουμε ταινίες, τρώμε και αράζουμε». Αυτοπροσκαλούμαι αυθόρμητα. Τους λέω ανοιχτά ότι θέλω να είμαι κι εγώ σε μια βραδιά του Ιουνίου, ειδικά αν παίξουν καμιά ταινία της γαλλικής Nouvelle Vague. Ο κήπος θυμίζει Μπαλί. Ξεχνάω ότι είμαι στο Μετς και νομίζω ότι είμαι κάπου στην Ινδονησία. «Ήθελα το έξω να δίνει αυτή την αίσθηση εξωτισμού και ζεν», παρατηρεί η Ήρα.
Τους ρωτάω αν έρχονται φίλοι στο σπίτι, αν είναι ένα σπίτι εξωστρεφές. «Ο Αλέξανδρος μαγειρεύει συνέχεια», λέει η Ήρα, «είναι κάτι που το αγαπά πολύ, γι’ αυτό και στο σπίτι έχει κυρίαρχο ρόλο η κουζίνα. Συνέχεια έρχονται φίλοι, μερικές φορές είναι σαν κέντρο διερχομένων. Πολλές φορές μάλιστα», λέει, «η πόρτα είναι ανοιχτή. Ξέρουν και μπαίνουν».
«Τα σπίτια είναι για να τα μοιράζεσαι με όσους αγαπάς», λένε και οι δυο συγχρονισμένα. Φεύγω απ’ το σπίτι τους και έχω πλατύ χαμόγελο σαν να είδα ρομαντική κομεντί. Τους θέλω για φίλους, σκέφτομαι. Για να δούμε!
