Η Δημοχάρους στο Κολωνάκι έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Είναι το πιο μποέμ δρομάκι του. Εκεί, σε ένα υπόγειο, στεγαζόταν και το περιοδικό «Αντί», όπου έκανα τα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα. Καθώς περπατάω, έρχονται μαζεμένες οι αναμνήσεις. Μπαίνω στο διαμέρισμα της Μαρίας συγκινημένη και της παινεύω τον δρόμο. Κι εκείνη τον αγαπούσε, λέει, από παιδί και της έβγαζε πάντα κάτι απροσδιόριστα οικείο.
«Λες και εδώ φυσά άλλος αέρας απ’ ό,τι στο υπόλοιπο Κολωνάκι» της λέω και συμφωνούμε.
Το διαμέρισμά της έχει ένα αστικό allure, είναι γεμάτο από τους δικούς της προσωπικούς θησαυρούς, όμως τίποτα δεν είναι στημένο. Εκεί που πάει η διακοσμηση να γίνει στιβαρή, κάτι παιχνιδιάρικο αλλάζει τη διάθεση. Η Μαρία έχει πετύχει ένα εξαιρετικό μέτρημα που κάνει το σπίτι να αποπνέει ζεστασιά και ελευθερία. Δεν έχει ακολουθήσει κανόνες, μόνο το ένστικτό της.
Της λεώ ότι ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα στο σπίτι της είναι σαν να ’χουν ζωή και να συνομιλούν μεταξύ τους.
«Όταν μετακόμισα εδώ ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελα να ρίξω άγκυρα. Είχα μεγάλη ανάγκη το σπίτι να γίνει και τόπος μου».
Μαθαίνω ότι στο σπίτι αυτό ζει δεκαοκτώ χρόνια, όποτε είναι λογικό να έχει ποτίσει με την αύρα της. Μου λέει ότι ήρθε εδώ τον Ιανουάριου του 2007. Ήταν το σπίτι της γιαγιάς της και όταν εκείνη έφυγε απ’ τη ζωή, πέρασε στη Μαρία. «Το κράτησες όπως ήταν;» τη ρωτάω. «Είχε τρία χολάκια, τρεις πόρτες. Γενικά, είχε πολλή πόρτα», μου λέει αστειευόμενη. Σχεδόν το ξανάφτιαξε από την αρχή.
Τη ρωτάω αν έχει αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς. Λέει ότι θυμάται να τρώνε όλοι μαζί τις Κυριακές στην τραπεζαρία της και μου τη δείχνει. «Την έχω κρατήσει ακριβώς όπως ήταν, αλλά της έχω αλλάξει χώρο», λεει. Το σπίτι πήρε άλλη μορφή. Τη ρωτάω αν έβαλε αρχιτέκτονα. Μου εξηγεί ότι το έφτιαξε μαζί με την Ισιδώρα Χανδέλη, που είναι interior designer. «Πήραμε χαρτί και μολύβι, βάλαμε κάτω όλες μου τις ανάγκες και το φέραμε στα μέτρα μας», εξηγεί.
Έτσι δημιούργησε μια πιο μοντέρνα εκδοχή του σπιτιού. Τη ρωτάω για το πάτωμα που δένει πολύ όμορφα με τη μοντέρνα κουζίνα και τα ντουλάπια. Χρειάστηκε να αλλάξει όλες τις σωληνώσεις, οπότε έσπασε τα πατώματα. Αλλού ήταν πλακάκι, αλλού μάρμαρο, αλλά η ίδια ήθελε κάτι πιο χυτό, πιο ενιαίο και μοντέρνο. «Έτσι κάναμε αυτό το πάτωμα που λέγεται “κουρασανίτ”, που είναι άμμος και κόλλα, και βγήκε αυτό». Το κοιτά σαν να το παρατηρεί ξανά. «Ήταν καλή επιλογή. Μεγάλωσε ο χώρος», λέει. Εμένα πάλι μου αρέσει η λέξη κουρασανίτ. «Je suis kourasanit avec toi», της λέω και γελάμε.
Οι καρέκλες της τραπεζαρίας είναι χάρμα οφθαλμών. Τις της χάρισε μια φίλη. «Δεν έχουν ούτε μια πρόκα, ούτε μια βίδα. Είναι με βενετσιάνικη ψάθα και τις αγαπώ πολύ», λέει.
«Με τη διακόσμηση τι έκανες; Έβαλες διακοσμητή;» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Είναι “anything by Maria”, με αντικείμενα που αγαπώ», λέει. Τη ρωτάω και για τις δυο εξαιρετικές πολυθρόνες που είναι αντίκες. Είναι του παππού της, μαθαίνω, απ’ το γραφείο του, όπως και το τραπεζάκι με το μάρμαρο. «Τυχερή», της λέω αυθόρμητα, γιατί πολύ θα ’θελα να μου είχε αφήσει δυο ίδιες πολυθρόνες και ο δικός μου παππούς.
«Αυτή η πολυθρόνα είναι design;» ρωτάω. «Είναι, αλλά δεν θυμάμαι όνομα, είναι σκανδιναβικού design, από flea market στη Νορβηγία», εξηγεί .Την είχε αγοράσει πριν από πολλά χρόνια ο πατέρας της. «Του άρεσε πολύ να ψαχουλευει πράγματα και να ανακαλύπτει θησαυρούς», λέει. Την αγαπά πολύ γιατί είναι και εξαιρετικά βολική. «Κάτσε να δεις». Κάνω το τέστ και είναι πράγματικα σαν να σε αγκαλιάζει.
«Αυτό», μου λέει και δείχνει ένα ντελικάτο τραπεζάκι, «είναι αρ νουβό, της μαμάς μου». «Τι ωραία σουβέρ», παρατηρώ. «Αυτά τα σουβέρ ειναι της Ντένιας Παναγάκη από μάρμαρο Τήνου», εξηγεί. «Ο καναπές που κάθομαι τι είναι;» ρωτάω. Μου εξηγεί ότι φτιάχτηκε κατά παραγγελία με δικό της σχέδιο γιατί ήθελε τα συγκεκριμένα μέτρα, να χωράει στο άνοιγμα της βιβλιοθήκης και σε αυτές τις διαστάσεις. Παρατηρώ τα πολλά βιβλία που έχει. Μου λέει ότι έχει έρωτα με τα βιβλία. Με πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρά της, που κι εκεί έχει μια βιβλιοθήκη· είναι σαν διαχωριστικό αλλά και σαν ένα πολύ ωραίο μπουντουάρ. Κλείνει την πόρτα και μου λέει ότι το υπνοδωμάτιο είναι μόνο για ύπνο και ξεκούραση, δεν περνά εκεί τις ώρες της.
Το μάτι μου πέφτει σε κάτι ωραίες γιαπωνέζικες estampes με την άφιξη των Άγγλων στην Ιαπωνία. Τις είχαν αγοράσει οι γονείς της σε μια αντικερί στο Σικάγο. Της δείχνω και κάτι άλλες γκραβούρες. Μου λέει ότι δεν είναι γκραβούρες αλλά ζωγραφική σε δέρμα από το Καντμαντού. Είναι ο κύκλος της ζωής και αναπαραστάσεις της ζωής του Βούδα. Ο όμορφος πολυέλαιος είναι Murano, κι αυτός της γιαγιάς της, όπως και το μπαγιού. Μου αρέσει που έχει παντρέψει τις αντίκες με αντικείμενα από τα ταξίδια, όπως το παλιό σαμοβάρι από τη Ρωσία.
Το σπίτι έχει πολλή πληροφορία, αλλα δεν είναι πνιγμένο, σου δίνει και ανάσες.
«Είχες πολύ υλικό», παρατηρώ. «Από γιαγιά, παππού, γονείς». Συμφωνεί. «Ό,τι βρήκα, το πήρα», λέει αστειευόμενη. Μου εξηγεί ότι της αρέσει ό,τι έχει συναίσθημα και ότι τα έπιπλα αυτά έχουν την ιστορία της οικογένειας και τις αναμνήσεις της, που είναι σαν να δημιουργούν ένα ανάχωμα με τον έξω κόσμο.
Μου εξηγεί ότι ως παιδί και έφηβη ταξίδευε πολύ και ζούσε σε διαφορετικές χώρες. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης, πρέσβης. Γεννήθηκε στην Αμερική, έζησε παιδικά χρόνια στη Φιλιππούπολη, ήρθε Ελλάδα, μετά πήγε Γερμανία, Ελβετία, Νορβηγία. «Όταν μετακόμισα εδώ ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελα να ρίξω άγκυρα», λέει.
«Είχα μεγάλη ανάγκη το σπίτι να γίνει και τόπος μου», λέει ποιητικά.
Τι ρωτάω αν είναι σπιτόγατα. Το παραδέχεται, αλλά δεν είναι μοναχική. Της αρέσει πολύ να έρχονται φίλοι στο σπίτι. Αγαπά να μαγειρεύει για τους φίλους της και το σπίτι ξεκαθαρίζει ότι είναι pet friendly. «Οπότε έρχονται και οι φίλοι και τα ζώα τους».
Τη ρωτάω και για τα έργα τέχνης που έχει στους τοίχους.
«Χωρίς τέχνη δεν ζω», λεει κάπως αφοριστικά. Μου δείχνει τους πίνακες. «Αυτός εδώ είναι Τέτσης, η Σίφνος, πιο κάτω είναι μια δική μου φωτογραφία, το αποτύπωμα στο χιόνι ενός snowboarder που ανεβαίνει μια πλαγιά. Ένα έργο που το αγαπώ πολύ είναι του καλλιτέχνη Δημήτρη Λιόση, και είναι ο σκύλος μου. Δεν ζει πια, αλλά μέσα απ’ τον πίνακα τον βλέπω κάθε μέρα. Τόσο έντονη είναι ακόμα η παρουσία του που καμιά φορά είναι σαν να τον ακούω να γαβγίζει. Έχω αυτό πορτρέτο μου φιλοτεχνημένο από τον φίλο μου Ζάχο Βάρφη και τα αφρικανικά γλυπτά – για μένα η Αφρική είναι η αρχή της τέχνης – “Μama Africa”».
O Δον Κιχώτης είναι λιθογραφία του Πικάσο. «Αυτό ειναι ένα έργο που έφτιαξε ένας Χιλιανός καλλιτέχνης για τους γονείς μου, γιατί τους βρήκε πολύ ερωτευμένους», λέει, «κι αυτό είναι του Δημήτρη Καραΐσκου, που το έκανε σχεδόν χωρίς να σηκώσει το πενάκι του από το χαρτί».
«Δυστυχώς δεν έχω πολλούς τοίχους», λέει απολογητικά και αφού της αρέσουν πολύ και τα βιβλία, κάπως μοίρασε τις αγάπες της.
Τη ρωτάω πού κάθεται πιο συχνά. Μου λέει, στο γραφείο. «Έχω αυτό του καλλιτέχνη που δεν έχει ωράριο, αλλά δουλεύει συνέχεια. Όταν δεν δουλεύω, κάθομαι σε αυτή την καρέκλα από τη Νορβηγία που, όπως είδες, είναι σούπερ βολική, και στο μπαλκόνι».
Τη ρωτάω αν ακούει μουσική. «Συνέχεια».
Τηλεόραση δεν βλέπεις; «Καθόλου, δεν έχω καν συσκευή. Έφτιαξα αυτό το έπιπλο για να κρύψω εκεί την τηλεόραση που θα έπαιρνα, αλλά δεν έβαλα ποτέ οθόνη μέσα». «Ούτε Νetflix;» τη ρωτάω με απορία. «Όχι, δεν προλαβαίνω να δω κάτι», λέει. Προτιμά, αντί να δει ταινία, να διαβάσει ένα βιβλίο.
Βγαίνω στο καλοφροντισμένο μπαλκόνι της και παρατηρώ τα φυτά της, που είναι ένα κι ένα.
«Τα φυτά παίζουν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου», μονολογεί.
Της αρέσει να καθαρίζει τα ξερά φύλλα, να τους ρίχνει λίπασμα. Τη ρωτάω πώς έμαθε κηπουρική. «Απ’ τη μαμά μου, που ’ναι μεγάλη κηπουρός. Μετά τα παρακολουθώ εντατικά, πώς προσαρμόζονται στον χώρο. Τα ίδια τα φυτά, αν τα παρατηρείς, σε μαθαίνουν», μου λέει. Ό,τι πάει καλά το κλωνοποιεί. Της αρέσει να κάθεται με τις ώρες έξω στο μπαλκόνι, και χειμώνα και καλοκαίρι. «Έχω ρίζες που είναι από το πολυαγαπημένο μου Πήλιο. Έχω την μπουκαμβίλια της γιαγιάς μου, που ακόμα ζει και μεγαλώνει, και την ελιά που μου χάρισε η μητέρα μου όταν ενηλικιώθηκα και είναι σαν να είμαστε φίλες και να μεγαλώνουμε μαζί», λέει.
Τα φυτά είναι το μεράκι της, έχουν κάτι το καθαρτικό και ιαματικό ταυτόχρονα.
Παρατηρώ τα πέταλα και τα καπέλα ιππασίας. Η Μαρία, πέρα από φωτογράφος, είναι και αμαζόνα, ιππεύει εντατικά. Της το λέω ότι πραγματικά μοιάζει με όμορφη αμαζόνα και χαμογέλα σεμνά.
Τα άλογα μπήκαν στη ζωή της όταν ήταν οκτώ-εννέα χρονών. Έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα και τα ερωτεύτηκε ξανά στο lockdown, επειδή ήταν απ’ τα λίγα αθλήματα που επιτρέπονταν. Μου λέει ότι έπεσε με τα μούτρα και μπήκε πολύ δυνατά. Τώρα, σχεδόν κάθε μέρα, με όποια καιρική συνθήκη, δεν βλέπει την ώρα να ιππεύσει. «Τι σε έχουν μάθει τα άλογα;» «Υπομονή, κάτι που δεν διέθετα». Τη ρωτάω για τη μεγάλη της αγάπη, την εικαστική φωτογραφία. «Την αγαπώ τη φωτογραφία, ασχολούμαι χρόνια. Είναι παράξενο, αλλά όσο περνάει ο καιρός την αγαπώ όλο και περισσότερο, γιατί η φωτογραφία είναι αυτό που λέει η ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον “ο άλλος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα”. Συνέχεια μου αποκαλύπτεται μια άλλη, διαφορετική ματιά. Ετοιμάζει μια έκθεση μαζί με τον επίσης φωτογράφο και videographer Λεωνίδα Γερμανόπουλο τον Δεκέμβριο, στην Πλάκα, στην Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Το κοινό τους πρότζεκτ ονομάζεται «Color me beautiful».
«Το σπίτι σου αν είχε φύλο, τι θα ήταν;» τη ρωτάω. «Ουδέτερο, αλλάζει με τις ενέργειές των άλλων», απαντά.
«Πιστεύεις στις ενέργειες;» Μου λέει ότι δεν την απασχολεί καθόλου. Για να φύγεις από μια ενέργεια δεν χρειάζεται παρά να κάνεις μόνο ένα «τσακ», μια τόση δα μετατόπιση.
Φεύγω απ’ τη Μαρία και σκέφτομαι το τσακ της μετατόπισης – παίζει να ’ναι όντως κάτι τόσο απλό. Στα σκουπίδια της Δημοχάρους με περιμένει μια έκπληξη. Όχι, δεν βρίσκω παλιό τεύχος του «Αντί» αλλά έναν ωραίο καθρέφτη-αντίκα που τον παίρνω μαζί, σαν objet trouvé. Τελικά, ο δρόμος που αγαπώ μού επιφύλασσε ένα δώρο! Παίρνω τη Μαρία και της το λέω, δεν της κάνει εντύπωση. «Αν έχεις τα μάτια ανοιχτά», λέει, «πάντα κάτι βρίσκεις».