ΟI ΠΑΡΑΔΟΞΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ και ένα αφοπλιστικά ψυχρό, μαύρο χιούμορ χαρακτηρίζουν τις ταινίες του Έλληνα δημιουργού Γιώργου Λάνθιμου. Η τελευταία του ταινία, η «Βουγονία», η οποία μιλάει για δυο ξαδέλφια που απάγουν μια ισχυρή γυναίκα επειδή τη θεωρούν εξωγήινη, συνδυάζει και τα δύο στοιχεία.
Από τον «Κυνόδοντα» (2009) και μετά, ο Λάνθιμος συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν καλλιτέχνη για τις αφίσες των ταινιών του, τον γραφίστα Βασίλη Μαρματάκη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν δούλευαν στη διαφήμιση, μαζί με τον συν-σεναριογράφο του σκηνοθέτη, Ευθύμη Φιλίππου.
«Ο Βασίλης προσπαθεί να αποτυπώσει μέσα από την εικόνα κάτι ουσιαστικό για την ταινία, ένα στοιχείο που την αντιπροσωπεύει χωρίς να την εξηγεί, έτσι ώστε η σχέση μεταξύ της αφίσας και της ταινίας να είναι απολύτως συγχρονισμένη», λέει ο Λάνθιμος.
«Το ενδιαφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι οι ταινίες του Λάνθιμου είναι σκοτεινές, ποπ και αστείες. Είναι οπτικά εντυπωσιακές, οπότε έχω απίστευτο υλικό για να δουλέψω».
Για τον Βασίλη Μαρματάκη, που ξεκινά τη δουλειά του μόλις ολοκληρωθεί το σενάριο, το ενδιαφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι οι ταινίες «είναι σκοτεινές, ποπ και αστείες», όπως λέει. «Είναι οπτικά εντυπωσιακές, οπότε έχω απίστευτο υλικό για να δουλέψω». Παρότι ο Λάνθιμος είναι πια αναγνωρισμένος διεθνώς, η συνεργασία τους παραμένει μια καθαρά «εγχώρια υπόθεση». «Συζητάμε πάντα στα ελληνικά», προσθέτει ο σχεδιαστής.
Ο Βασίλης Μαρματάκης εξηγεί πώς «μεταφράζουν» οι αφίσες του τις ιστορίες του Λάνθιμου.
«Βουγονία»
Ο Μαρματάκης ήταν χρόνια θαυμαστής του Νεοζηλανδού σχεδιαστή γραμματοσειρών Joseph Churchward και θεώρησε ότι η μπρουταλιστική γραμματοσειρά του, η Churchward Roundsquare, ταίριαζε ιδανικά με τη σκοτεινή, επιστημονικής φαντασίας ατμόσφαιρα της «Bουγονίας». «Είναι πραγματικά φουτουριστική», λέει. «Έχει πολύ κοφτές γωνίες, κάτι μνημειακό αλλά και χαρακτήρα χειροποίητου». Επικοινώνησε πρώτα με το Μουσείο της Νέας Ζηλανδίας, ύστερα με την οικογένεια του Churchward και τελικά με τους σχεδιαστές που είχαν αναλάβει την ψηφιοποίησή της. Επιπλέον, έφτιαξε τα credits στο χέρι – τα τύπωσε και ύστερα τα βούρτσισε με νερό για να παραμορφωθούν τα γράμματα.
«Κυνόδοντας»
Στην ταινία τρία αδέλφια μεγαλώνουν απομονωμένα από τον έξω κόσμο. Προτού καταλήξουν στη μινιμαλιστική αφίσα της, ο Μαρματάκης και η Κατερίνα Παπαναγιώτου, τότε συνεργάτιδά του στο δημιουργικό γραφείο MNP, είχαν δοκιμάσει εκδοχές που απεικόνιζαν πράγματα που τα παιδιά δεν θα έβλεπαν ποτέ: «Είχαμε μια σειρά από αφίσες με πολικές αρκούδες, τους Καταρράκτες του Νιαγάρα, ένα ρέιβ πάρτι και απλώς τη λέξη “Dogtooth” από κάτω», θυμάται. Τελικά επέλεξαν μια πιο αφαιρετική εικόνα παραμόρφωσης: «Φτιάξαμε ένα σύμβολο με τρεις γραμμές που αντιπροσωπεύουν τα παιδιά να ακολουθούν το δικό τους μονοπάτι και να συναντιούνται στο τέλος», λέει.
«Άλπεις»
Καθώς η ταινία αφορά μια ομάδα ανθρώπων που παίρνουν τη θέση των νεκρών για να παρηγορήσουν τις οικογένειες των αποθανόντων, ο Μαρματάκης σχεδίασε μια «μετα-αφίσα»: ένα φυλλάδιο που, όπως λέει, «θα μπορούσαν να έχουν φτιάξει οι ίδιοι οι ήρωες και να το μοιράζουν». Είναι εξ ολοκλήρου χειροποίητο – εκτύπωσε φωτογραφίες των χαρακτήρων, τις έκοψε και έφτιαξε ένα κολάζ. «Είναι ασπρόμαυρο γιατί, φυσικά, αυτοί θα το είχαν απλώς φωτοτυπήσει».
«Αστακός»
Η πρώτη ιδέα του Μαρματάκη ήταν δύο χέρια που αγκαλιάζουν το περίγραμμα μιας άδειας αφίσας – μια μεταφορά για τον κόσμο της ταινίας, όπου οι εργένηδες πρέπει να βρουν σύντροφο, αλλιώς μεταμορφώνονται σε ζώα. Δεν του άρεσε όμως η ακαμψία της εικόνας, κι έτσι το κενό πήρε μια πιο άμορφη, ρευστή μορφή. «Φυσικά, δείχνει τη μοναξιά», λέει, «αλλά δεν ξέρεις αν ο Κόλιν Φάρελ αγκαλιάζει κάτι πραγματικό, έναν άνθρωπο ή ένα ζώο. Προσπάθησα να απεικονίσω αυτό το συναισθηματικό κενό».
«Ο θάνατος του ιερού ελαφιού»
Ο Φάρελ υποδύεται έναν χειρουργό που βλέπει την οικογενειακή του ζωή να απειλείται από μια ανεξήγητη παρουσία. «Ήθελα να αποδώσω το αίσθημα της αδυναμίας μέσα σε ένα αποστειρωμένο, ιατρικό περιβάλλον», λέει ο Μαρματάκης. Η κάθετη σύνθεση της αφίσας παραπέμπει σε μια κατάσταση χωρίς διαφυγή. «Όταν βρίσκεσαι στο νοσοκομείο και συμβαίνει κάτι σ' εσένα ή σε κάποιον που αγαπάς, νιώθεις ανίσχυρος», εξηγεί. «Είσαι στον πάτο ενός πηγαδιού χωρίς τέλος. Μπροστά του υπάρχουν δύο κρεβάτια – η επιλογή που πρέπει να κάνει στην ταινία».
«Η ευνοούμενη»
Το προφίλ της Ολίβια Κόλμαν, που έχει τον ρόλο της βασίλισσας Άννας, αν το γυρίσεις οριζόντια, θυμίζει την εικόνα της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ που είναι πάνω στα γραμματόσημα και στα νομίσματα. Ο Βασίλης Μαρματάκης άνοιξε την απόχρωση του δέρματός της. «Είναι άραγε ζωντανή ή νεκρή;» είναι το ερώτημα που ήθελε να αφήσει να αιωρείται. «Οι ερωμένες της βρίσκονται πάνω στο πρόσωπό της: η μία κρατά πινέλο, η άλλη ένα μαργαριταρένιο κολιέ. Δεν ξέρεις αν τη στολίζουν ή αν τη σκοτώνουν», λέει. «Είναι σαν δύο έντομα που τη χειρίζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία».
«Poor Things»
Αν προσέξεις τις πινελιές χρώματος στο πρόσωπο της Έμα Στόουν, θα δεις ότι κρύβουν μορφές των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τη ζωή της Μπέλα Μπάξτερ – μιας γυναίκας με σώμα ενήλικης αλλά μυαλό παιδιού. «Τα παιδιά προσπαθούν καμιά φορά να μοιάσουν στους μεγάλους και βάφονται», λέει. «Σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον αν αυτά τα χρώματα ήταν οι άντρες – δεν ξέρεις αν εκείνοι τής τα έβαλαν ή αν το έκανε η ίδια για να φαίνεται όμορφη».
«Kinds of Kindness»
Ένας δευτερεύων χαρακτήρας, ο RMF (Γιώργος Στεφανάκος), που πεθαίνει και ανασταίνεται συνδέει τις τρεις ιστορίες της ανθολογίας. «Ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτόν τον χαρακτήρα σαν ένα πτώμα που είναι ταυτόχρονα ζωντανό», εξηγεί ο Μαρματάκης. Για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι πάνω στο σώμα σέρνονται σκουλήκια, έβαλε φωτογραφίες της Έμα Στόουν που χορεύει πάνω στο πορτρέτο του. «Μετά σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να έχω την Έμα Στόουν χίλιες φορές, οπότε έβαλα και τους υπόλοιπους χαρακτήρες, με ρούχα σε διαφορετικές αποχρώσεις, πάνω σε ένα καφέ φόντο που είναι ουσιαστικά η Έμα Στόουν να χορεύει – και το αποτέλεσμα είναι αρκετά αστείο».
Με πληροφορίες από τους «New York Times»