Ο Soloúp είναι πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Τμήμα Πολιτικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας), ενώ η μεταδιδακτορική του έρευνα στο ίδιο πανεπιστήμιο συνδέεται με την εκ νέου αναφήγηση της Ιστορίας μέσα από τα κόμικς. Διδάσκει γελοιογραφία και κόμικς στο πρόγραμμα e-learning του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ οργανώνει κύκλους εργαστηρίων κόμικς σε συνεργασία με δομές πολιτισμού όπως το Μουσείο Μπενάκη και το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει δεκατέσσερις συλλογές με γελοιογραφίες και κόμικς και τα graphic novels «Αϊβαλί», «Ο Συλλέκτης: Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο», «21: Η μάχη της πλατείας» και το «Ζορμπάς: Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» που είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη. Το νέο του graphic novel με τίτλο «Babel», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, είναι μια προσωπική αφήγηση που ξεκινάει σουρεαλιστικά, με τον Πύργο της Βαβέλ και την ανθρώπινη ματαιοδοξία που γεννάει τέρατα, συνεχίζει με τους έκπτωτους ανθρώπους (και πολλά σκυλιά) που άρχισαν να μιλούν διαφορετικές γλώσσες και συνεχίζει αιώνες αργότερα, στις στοές του Βελγίου, όταν «μουτζούρηδες» απ' όλα τα έθνη σκάβουν για κάρβουνο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ένα ζευγάρι προσφύγων που σώθηκε από την καταστροφή της Σμύρνης (η γιαγιά και ο παππούς του) προσπαθεί να επιβιώσει, με τον παππού να δουλεύει στις στοές. Εκατό χρόνια μετά, στους ίδιους δρόμους των Βρυξελλών που περπατούσε το ζευγάρι το 1924, το εγγόνι τους αναζητάει κάτι από τα σβησμένα τους χνάρια. Μέσα στο τελευταίο ελληνικό καφενείο στο Μόλενμπεκ, καθώς ακούγεται στο τζουκ μποξ η φωνή του Καζαντζίδη, μια παρέα γερόντια, παλιοί ανθρακωρύχοι κάθε φυλής και γλώσσας, κάθονται και συζητούν για το «φευγαλέο κι εύθραυστο ετούτο θαύμα της ύπαρξης».
― Με ποια αφορμή ξεκινήσατε να δουλεύετε πάνω στην ιστορία που έγινε ο τόμος «Babel»;
Νομίζω πως το σενάριο συμπληρώθηκε μόνο του από ταξίδι σε ταξίδι, τις επτά συνολικά φορές που έχω βρεθεί μέχρι σήμερα στις Βρυξέλλες. Σε κάθε επίσκεψη τύχαινε να σκοντάψω σε κάτι παράξενο και ενδιαφέρον. Πρώτα, η φίλη μου η Πόλυ Ρουμελιώτη ανακάλυψε τα έγγραφα του γάμου του παππού και της γιαγιάς μου, που παντρεύτηκαν στις Βρυξέλλες το 1924 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα βρήκε στα αρχεία της ορθόδοξης εκκλησίας στην Αμβέρσα. Στη συνέχεια ήταν οι ηλικιωμένοι μετανάστες και ανθρακωρύχοι που γνώρισα στο La Rose Blanche, το τελευταίο ελληνικό καφενείο στο Μόλενμπεκ, με αφορμή το ντοκιμαντέρ που γύριζαν γι’ αυτό ο Κρις Κερτς με την Πόλυ...
Η δική μου «Babel» θέλει να πιστεύει πως η «πολυγλωσσία» μπορεί να είναι και πλούτος. Το ότι ένας μπορεί να προέρχεται από ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό, φυλετικό, εθνικό, θρησκευτικό πλαίσιο, και ένας άλλος από κάποιο άλλο δεν θα έπρεπε να αποτελεί «αιτία πολέμου» και μίσους.
― Γιατί ονομάσατε το βιβλίο «Babel»;
Όλο το βιβλίο αναφέρεται στη γνωστή αφήγηση της Βαβέλ, από το κείμενο «Γένεσις» της Παλαιάς Διαθήκης και τους πίνακες του Μπρέγκελ μέχρι τα νοηματικά παιχνίδια και τους συνειρμούς που αφορούν τη σημερινή πρόσληψη αυτής της αρχετυπικής εξιστόρησης. Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει άλλος τίτλος γι’ αυτό το βιβλίο.
― Τι έρευνα κάνατε για να καταλήξετε στο υλικό που χρησιμοποίησατε; Για το σενάριο και τις εικόνες;
Σε όλα τα graphic novels μου γίνεται μεγάλη έρευνα, ανάλογα και με τις ανάγκες του θέματος. Στο «Αϊβαλί», για παράδειγμα, πέρα από τα βιβλία Ιστορίας, τις μελέτες, τα δοκίμια αλλά και τη σχετική λογοτεχνική παραγωγή που αφορούσε το 1922, η αναζήτηση πληροφοριών επεκτάθηκε σε ιστορικά αρχεία και τοπικές βιβλιοθήκες. Επίσης, έκανα και επιτόπια έρευνα σε Αϊβαλίκ και Μυτιλήνη. Στη δουλειά, πάλι, που κάναμε με τις τρεις φίλες ερευνήτριες, Καστρίτη, Κατσιμάρδου, Παναρίτη, και τις εκδόσεις Ίκαρος για το graphic novel «21: Η μάχη της πλατείας», η έρευνα ακούμπησε ταβάνι! Με την εμπλοκή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του παράλληλου προγράμματος του ΕΛΙΔΕΚ μπορέσαμε συντονισμένα ν’ αντλήσουμε υλικό από βιβλιοθήκες, αρχεία, μουσειακό υλικό, πίνακες ζωγραφικής και αλλού. Στον «Ζορμπά» η έρευνα ήταν περισσότερο φιλολογική, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία, όπως ο κινηματογράφος.
Τώρα, στο νέο graphic novel «Babel», πέρα από τη βιβλιογραφία για τους Έλληνες μετανάστες στο Βέλγιο, που ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένη, αναζητήθηκε υλικό σε άρθρα εφημερίδων αλλά και σε βίντεο με συνεντεύξεις από μετανάστες και βετεράνους ανθρακωρύχους. Όμως αυτό που υπήρξε πραγματικά συγκλονιστικό ήταν η επιτόπια έρευνα το καλοκαίρι του 2024, τότε που έγινε, ας πούμε, το ρεπεράζ του graphic novel. Για μια βδομάδα με την Πόλυ και τον Κρις κάναμε πάνω από χίλια χιλιόμετρα με αυτοκίνητο, αναζητώντας κάπου δέκα βιομηχανικούς χώρους παλαιών ανθρακωρυχείων. Σε κάποιο από αυτά, εν μέσω καταιγίδας, ανεβήκαμε στον μεταλλικό πύργο, ενώ σε ένα άλλο μπορέσαμε να κατεβούμε στις στοές με κράνη. Τράβηξα πολλές εκατοντάδες φωτογραφίες από αυτά αλλά και από τους δρόμους των Βρυξελλών και του Μόλενμπεκ για τις ανάγκες του graphic novel. Το πιο σημαντικό απόκτημα όμως από την επιτόπια έρευνα ήταν η αίσθηση των συγκλονιστικών τόπων μιας τόσο σκληρής εργασιακής συνθήκης. Μπορείτε να δείτε κάτι από αυτή την αναζήτηση στο φωτογραφικό παράρτημα.
― Παράλληλα με τις πληροφορίες που υπάρχουν στο παράρτημα του βιβλίου, βλέπουμε ακόμα και πολλές φωτογραφίες ανθρακωρύχων.
Αυτό αποτελεί μια δεύτερη παράλληλη έρευνα, καθώς θεώρησα πως θα ήταν σημαντικό σε ένα τέτοιο βιβλίο να υπάρχει και ένα κομμάτι από την αληθινή ζωή των εργατών, που είναι και το κύριο πλαίσιο της ιστορίας. Μπορεί όλα αυτά που περιγράφονται στο graphic novel να είναι μια μείξη μυθοπλασίας και πραγματικότητας, αλλά δεν στήθηκαν στο κενό. Πολλά από τα λόγια των χαρακτήρων, για παράδειγμα, είναι λόγια αληθινά από διάφορες συνεντεύξεις και μαρτυρίες. Υπήρξε μια σκληρή πραγματικότητα, εκείνη των χιλιάδων μεταναστών ανθρακωρύχων από όλα τα έθνη, τις ράτσες και τις φυλές που δούλεψαν ακόμα και χίλια μέτρα κάτω απ' τη γη υπό άθλιες συνθήκες. Είναι μια σελίδα της νεότερης Ιστορίας, από τη δεκαετία του ’50 και μετά, η οποία παραμένει εντελώς άγνωστη στους περισσότερους. Μαζέψαμε από βετεράνους ανθρακωρύχους ή τις οικογένειές τους φωτογραφίες που δείχνουν τις συνθήκες της δουλειάς αλλά και τα γλέντια και τις κοινωνικές τους συνευρέσεις. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες Ελλήνων μεταναστών πλάι σε εκείνες Τούρκων, Ιταλών, Βέλγων. Οι άθλιες συνθήκες εργασίας, οι δυσκολίες, δεν ξεχώριζαν εκεί κάτω ράτσες, γλώσσες και θρησκείες. Άλλωστε όλοι ήταν… μαύροι, όπως συχνά διαβάζουμε στις συνεντεύξεις τους, από το κάρβουνο. Σε αυτή την έρευνα, πολύτιμη υπήρξε η βοήθεια της Ιωάννας Γυμνοπούλου, παράλληλα με αυτήν πο έκαναν η Πόλυ και ο Κρις, που είναι κι οι τρεις τους απόγονοι ανθρακωρύχων. Συγκινητική όμως ήταν και η προθυμία των ίδιων των συγγενών που όχι μόνο μας έδωσαν την άδεια χρήσης των εικόνων αλλά μας οδήγησαν, όπως ο Jos Hermans και η σύζυγος του Ketty Pantazis, και σε άλλα αρχεία, συγκεκριμένα εκείνα του Stichting Erfoed Eisden.
― Πόσο καιρό σάς πήρε η προετοιμασία και πόσο η διαδικασία σχεδιασμού και lettering;
Η κυρίως εργασία έφαγε δυο χρόνια. Όμως τα σενάριά μου δουλεύονται πάντα σε μεγάλο βάθος χρόνου και είναι πολλές οι γραφές μέχρι να ωριμάσουν. Θα μπορούσα να πω πως το σενάριο της «Babel» διαμορφώθηκε σταδιακά στις επισκέψεις μου στο Βέλγιο τα τελευταία εννέα χρόνια. Απαιτείται χρόνος για να μη μείνεις στην πρώτη εντύπωση. Από τη στιγμή, όμως, που θα διαμορφωθεί το storyboard, μπαίνω σε mood κοσμοκαλόγερου, με πολλά ξενύχτια στο σχεδιαστήριο και στον υπολογιστή. Αυτό απαιτεί, τουλάχιστον στα δικά μου βιβλία, ιδιαίτερη προσήλωση, ησυχία και σχετική απομόνωση. Εκείνο που βλέπουμε για παράδειγμα στο διαδίκτυο, ένα δεξί χέρι να σκιτσάρει αμέριμνο και το αριστερό να τραβάει βιντεοσέλφι χάριν του φεϊσμπουκικού ναρκισσισμού, για τη δική μου τουλάχιστον κατάσταση όταν βρίσκομαι βυθισμένος στους χαρακτήρες και σε όσα τους συμβαίνουν στο χαρτί, μου φαίνεται εντελώς αδιανόητο και απομαγευτικό. Αντιθέτως, στα στάδια του μελανιού και των χρωμάτων ακούω πολλή μουσική, αλλά και αυτό πάλι ως μια άλλη μορφή βυθίσματος και συγκέντρωσης.
― Μιλήστε μου για τα κεφάλαια του βιβλίου.
Συνήθως στα σενάρια προκύπτει η σπονδυλωτή αφήγηση. Η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά, με αρχή, μέση, τέλος, αλλά σε παράλληλες γραμμές εξιστόρησης με διαφορετικές οπτικές γωνίες που συναντιούνται στο τέλος. Η «Babel», έτσι, ξεκινά με ένα μάλλον σατιρικό κεφάλαιο αναφοράς στο βιβλικό κείμενο της «Γένεσης» – εκεί μου βγήκε αρκετά η ιδιότητά μου ως γελοιογράφου. Ακολουθούν όμως δυο διαφορετικές αφηγηματικές σειρές που συγκλίνουν στο τελευταίο κεφάλαιο. Μια τέτοια σπονδυλωτή σύνθεση είναι σίγουρα πιο απαιτητική, ώστε να μην κουράζει ή μπερδεύει τον αναγνώστη –γι’ αυτό απαιτούνται οι πολλές γραφές και το ψαλίδι της αυτοκριτικής–, αλλά νομίζω πως, αν πετύχει, μπορείς να προσεγγίσεις και να αποδώσεις πολυεπίπεδους χαρακτήρες, σκέψεις και συναισθήματα.
― Είναι πολύ προσωπική η ιστορία που διηγείστε, την έχετε δουλέψει με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τα προηγούμενα graphic novel σας;
Σε όλα τα graphic novel μου υπάρχει κάτι προσωπικό. Αυτό συμβαίνει γιατί βάζω σε αυτά –άλλοτε χωρίς να το καταλαβαίνω και άλλοτε πολύ συνειδητά– κάποια πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσω και να διαχειριστώ στην κανονική ζωή. Ρίχνω λοιπόν εκεί μέσα τα ερωτήματα που με παιδεύουν για να δω πού μπορεί να με βγάλουν. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η «Babel», όπως και παλαιότερα, το 2019, ο «Συλλέκτης- Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο». Στον «Συλλέκτη», μάλιστα, μπορείτε να διαπιστώσετε πως, αν και η πόλη στην οποία διαδραματίζεται, αναφέρεται ως Αθήνα, τα σπίτια μοιάζουν περισσότερο με βελγικά. Δείγμα κι αυτό της μακροχρόνιας ζύμωσης που σας έλεγα από τα ταξίδια στις Βρυξέλλες. Το κέρδος όταν ολοκληρώνεται ένα τέτοιο βιβλίο είναι πως πλέον έχεις μετακινηθεί αλλού, όχι κατ’ ανάγκη βρίσκοντας κάποια «χρυσή» απάντηση. Όμως και μόνο που θέτεις τα ερωτήματα σε μια ειλικρινή βάση, σε βοηθάει να κατανοήσεις το πρόβλημα και να προχωρήσεις. Και τα δυο αυτά βιβλία έχουν ως κεντρικό τους ζητούμενο τη διαχείριση της απώλειας. Της απώλειας κοντινών ανθρώπων που αποτελούν κομμάτια της ύπαρξής μας. Στην «Βabel» πίσω από τον 90χρονο κεντρικό χαρακτήρα βρίσκεται πλαγίως ο πατέρας μου, που τον έχασα μόλις πριν από λίγες μέρες. Το βιβλίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια ελεγεία για την ουσία της ζωής αλλά και για το αναπάντητο γεγονός του θανάτου. Όμως στην πραγματικότητα ήταν η δική μου προετοιμασία για το αναπόφευκτο. Και τώρα, με μια από αυτές τις τρομερές συμπτώσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή, ο πατέρας μου, λίγο πριν από την κυκλοφορία του, έφυγε. Δεν πρόλαβε να το δει, παρότι ήξερε και με ρωτούσε γι’ αυτό, ακόμα και όταν ήταν τους τελευταίους δύσκολους μήνες στο νοσοκομείο. Το συζητούσαμε χρόνια, γιατί στη «Βabel» υπάρχουν και οι γονείς του και τα έγγραφα που βρήκαμε από τον γάμο τους στις Βρυξέλλες. Η διαδικασία συγγραφής μιας τέτοιας ιστορίας, τόσο κοντά στην πραγματικότητα, γίνεται κάποιες στιγμές ανατριχιαστική. Όπως όταν έζησα κυριολεκτικά κάποια από τα λόγια του «κυρ-Άγγελου», καθώς τα περνούσα στα μπαλονάκια του κόμικς στο λάπτοπ μου, στις ατέλειωτες ώρες στο Τζάνειο πλάι στον μπαμπά μου, τον κυρ-Νίκο. Ή τώρα, στο Βανκούβερ, όταν έμαθα το φευγιό του, περπάτησα μέχρι ένα παγκάκι στο οποίο συνηθίζω να πηγαίνω κοντά στη θάλασσα κι εκεί με περίμεναν, από το πουθενά, τρία λευκά τριαντάφυλλα (να θυμίσω πως «Λευκά τριαντάφυλλα» είναι ο τίτλος του τελευταίου μου κεφαλαίου). Ούτε κόκκινα, ούτε μαργαρίτες. Λευκά τριαντάφυλλα.
― Πείτε μου περισσότερα για την ιστορία της γιαγιάς και του παππού σας που αφηγείστε στο βιβλίο.
Ναι, αυτή είναι μια τρομερή ιστορία. Οι γονείς και της μητέρας και του πατέρα μου ήταν Μικρασιάτες. Του πατέρα μου, που ήταν ήδη ζευγάρι στη Σμύρνη, μέσα στον συνωστισμό της Καταστροφής χάθηκαν. Όμως ο παππούς Άγγελος εντόπισε τη γιαγιά Μαρία στη Θεσσαλονίκη μέσω Ερυθρού Σταυρού και την πήρε μαζί του σε συγγενείς στις Βρυξέλλες, καθώς η οικογένεια ήταν εύποροι καπνέμποροι και είχαν πάρε-δώσε με την Ευρώπη. Εκεί έζησαν περίπου δυο χρόνια, και παντρεύτηκαν. Τη γιαγιά μου, μάλιστα, στην Καισαριανή, οι φίλες της τη φώναζαν «η Μαρία η Βρυξέλλη», προφανώς από τις ιστορίες που τους έλεγε. Η ανακάλυψη των εγγράφων του γάμου τους στην Αμβέρσα από την Πόλυ ήταν έκπληξη για τον πατέρα μου. Είδε εκεί, 86άρης τότε, τις υπογραφές τους και διάβασε πληροφορίες που αγνοούσε μια ολόκληρη ζωή για τους γονείς του.
― Το βιβλίο ξεκινάει με έντονο το στοιχείο του χιούμορ, με μια σουρεαλιστική προσέγγιση και στη συνέχεια γίνεται ρεαλιστικό, σοβαρό (έως και συγκινητικό). Γιατί επιλέξατε να υπάρχει αυτή η κλιμάκωση των συναισθημάτων;
Μην ξεχνάτε πως είναι δύο στοιχεία, το αστείο και το σοβαρό, που με συνοδεύουν ως σκιτσογράφο καθημερινά. Το πρωί, που λένε, πολιτικός γελοιογράφος, το βράδυ χωμένος κοσμοκαλόγερος με τα σενάρια των graphic novels. Από την άλλη, σκεφτείτε πως η ύπαρξη των αστείων μέσα σε πιο σοβαρές ή τραγικές καταστάσεις είναι κάτι που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στην πραγματική ζωή. Συμβαίνει, έτσι, ένα αστείο να αποδεικνύεται λυτρωτικό μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη. Ταυτόχρονα όμως η απόσταση που χωρίζει το αστείο από το τραγικό σε μια έντεχνη αφήγηση προκαλεί συχνά και μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση.
― Τα σκυλιά στο πρώτο κεφάλαιο έχουν κάποιον συμβολικό ρόλο;
Τα σκυλιά, όπως και γενικότερα τα ζώα, που χαρακτηρίζουν με την παρουσία τους όλα μου τα βιβλία, είναι μια ματιά ουδέτερη στα ανθρώπινα, στις ιδεολογίες, στις προκαταλήψεις, στους πολέμους, στην αλαζονεία και σε ό,τι άλλο κουβαλάμε ως άτομα και ως κοινωνίες. Είναι η υπενθύμιση αυτού που υπάρχει έξω και πέρα από εμάς, ταυτόχρονα με εμάς. Βέβαια, τα συγκεκριμένα σκυλιά κουβαλούν επίτηδες κάποια από τα παραπάνω ανθρώπινα χαρακτηριστικά, προβάλλοντας έμμεσα τις αντιπαλότητες και την ακατανοησία ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα ζώα, υλικά και συναισθηματικά, είναι μια άλλη τεράστια συζήτηση. Αντί να μακρηγορώ πάνω σε αυτό, προτείνω ανεπιφύλακτα την έκθεση «Why look at animals» στο ΕΜΣΤ. Πραγματικά αξίζει να την επισκεφθεί κανείς.
― Τι μάθατε για τους Έλληνες μετανάστες στο Βέλγιο, κατά τη διάρκεια της έρευνας, που δεν ξέρατε;
Δεν ήταν η έρευνα αλλά η τυχαία συνάντησή μου με ανθρώπους, συνήθως δεύτερης γενιάς μεταναστών, όπως η Πόλυ Ρουμελιώτη. Είναι η αίσθηση που αποκόμισα και αποκομίζω στα ταξίδια μου, ας πούμε στις ΗΠΑ ή τώρα στον Καναδά. Κύματα μεταναστών που έφτασαν από ανάγκη σε άλλες χώρες, όμως με τα χρόνια στέριωσαν, έφτιαξαν τις οικογένειες και τα σπίτια τους και διαμόρφωσαν, παρά τη νοσταλγία για την Ελλάδα, ένα πλαίσιο αξιοπρέπειας για να ζήσουν, χρησιμοποιώντας και τις δυο τους ταυτότητες. Μια συνθήκη του να βλέπεις τα πράγματα –αν ξεπεράσεις φυσικά και κάποια συντηρητικά αντιπαραδείγματα– ως πολίτης του κόσμου, η κατάκτηση της αξιοπρέπειας: αυτό νομίζω πως είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό που βρήκα στις ελληνικές κοινότητες που επισκέφθηκα.
― Πείτε μου για τη φιλία του παππού με τον Νεντίμ.
Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων είναι σχέσεις αγάπης και μίσους. Το μίσος όμως συνδέεται περισσότερο με το πολιτικό και θρησκευτικό θεσμοθετημένο πλαίσιο κάθε χώρας, που αναπαράγει στερεότυπα και προκαταλήψεις. Είναι πολλά που μας χωρίζουν ιστορικά, καθώς έχει χυθεί πολύ αίμα και από τις δυο πλευρές. Σε προσωπικό επίπεδο, όμως, νομίζω πως οι άνθρωποι, Έλληνες και Τούρκοι, όταν βρίσκονται μεταξύ τους νιώθουν μια συγγένεια που ίσως δεν νιώθουν με άλλους λαούς. Οι απλοί άνθρωποι γενικότερα, όχι μόνο οι Έλληνες και οι Τούρκοι αλλά και οι Ρώσοι με τους Ευρωπαίους, οι Αμερικανοί με τους Κινέζους και πάει λέγοντας, αν είναι ανοιχτόμυαλοι και δεν υιοθετούν τις απολυτότητες του εθνικισμού και του φανατισμού, ή τα στρατιωτικά, οικονομικά αφηγήματα που μας ταΐζουν συστηματικά, δεν έχουν κάτι που να τους χωρίζει πραγματικά. Ειδικά σήμερα, όλοι τις ίδιες μάρκες ρούχα φοράμε, από τις ίδιες αρρώστιες πάσχουμε. Αυτό αποτυπώνει η φιλία του κυρ-Άγγελου με τον Νεντίμ. Μια ανθρώπινη σχέση χτισμένη σε κοινές ανάγκες και φόβους, μακριά από τις προκαταλήψεις κάθε πλευράς.
― Γιατί σας ενδιέφερε τόσο το θέμα της γλώσσας;
Η γλώσσα στη βιβλική Βαβέλ είναι το σύμβολο της ασυνεννοησίας. Η ασυνεννοησία πέφτει ως θεϊκή τιμωρία στους απλούς εργάτες, για την οποία όμως δεν ευθύνονται οι ίδιοι αλλά περισσότερο αυτοί που με την αλαζονεία και την εξουσία τους –ο Νεβρώδ, για παράδειγμα– τους βάζουν να φτιάξουν αυτό το υπερφιλόδοξο «πρότζεκτ». Η δική τους ευθύνη ίσως είναι που τους άκουσαν και μπήκαν σε αυτόν τον σχεδιασμό χωρίς πραγματικό δικό τους συμφέρον, αντί ν’ απολαύσουν, συμπαραστάτης ο ένας του άλλου, τις όμορφες μέρες του ολιγόχρονου βίου τους.
― Τελικά, οι διαφορετικές γλώσσες είναι πλούτος ή κατάρα;
Εξαρτάται από το πώς διαχειρίζεσαι τη «διαφορετικότητα», είτε αφορά τη γλώσσα, είτε τη θρησκεία, είτε τη φυλή. Η δική μου «Babel» θέλει να πιστεύει πως η «πολυγλωσσία» μπορεί να είναι και πλούτος. Το ότι ένας μπορεί να προέρχεται από ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό, φυλετικό, εθνικό, θρησκευτικό πλαίσιο και ένας άλλος από κάποιο άλλο δεν θα έπρεπε να αποτελεί «αιτία πολέμου» και μίσους. Μετά την ολοκλήρωση της «Babel», έτυχε η ευτυχής συγκυρία να ζήσω για δύο μήνες σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπως είναι το Βανκούβερ του Καναδά, απ’ όπου και σας απαντώ τώρα. Εδώ όλες οι φυλές και τα έθνη κατά κανόνα συνυπάρχουν αρμονικά –παντού υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις–, άνθρωποι ασιατικής, αφρικανικής, ευρωπαϊκής αλλά και νοτιοαμερικανικής καταγωγής μαζί με τους αυτόχθονες της περιοχής του Δυτικού Καναδά. Τους συναντώ στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser, στους δρόμους και στα λεωφορεία, και είναι τόσο όμορφο αυτό. Όχι μόνο το να είναι όλοι μαζί αλλά και να συνυπάρχουν στις ίδιες παρέες, στους ίδιους εργασιακούς χώρους. Να βλέπεις, για παράδειγμα, συνδυασμούς νεαρών ζευγαριών απ’ όλες τις φυλές και όλες τις θρησκευτικές καταβολές (αγόρι ασιατικής καταγωγής με κορίτσι που φοράει μουσουλμανική μαντίλα) ή οδηγούς λεωφορείων (Ινδοί, Κινέζοι, αυτόχθονες, λευκοί, μαύροι) να κάνουν πλάκα μεταξύ τους στην αλλαγή της βάρδιας. Ξέρω, πιθανότατα για κάποιους αυτό μπορεί να ακούγεται κάτι σαν… Σόδομα και Γόμορα. Αλλά εμένα μου φαίνονται τόσο παρηγορητικά όλα αυτά τα χαμόγελα και τα αστεία μεταξύ των ανθρώπων.