Ο Αργύρης έχει έναν μοναδικό τρόπο να κάνει τα ετερόκλητα στοιχεία να δένουν μεταξύ τους αρμονικά και να λειτουργούν προς όφελός του. Σαν να τα εξημερώνει. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που είναι οργανωμένο το σπίτι του.
Τον ρωτάω πώς προέκυψε αυτό το διαμέρισμα στου Ζωγράφου. Μου λέει ότι το αγόρασαν οι γονείς του όταν εκείνος και ο αδελφός του ήταν ακόμα φοιτητές. Ήρθε από τον Κύπρο για σπουδές Αρχιτεκτονικής στο Μετσόβιο. «Από φοιτητής μέχρι σήμερα εδώ μένεις;» Χαμογελάει σαν να λέει «πού να σου εξηγώ τώρα πόσα χιλιόμετρα έχω κάνει». Για πάνω από μία δεκαετία έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Σικάγο και το Λονδίνο, οπότε για χρόνια το σπίτι νοικαζόταν και μετά έμεινε κλειστό. Όταν όμως αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα, υπήρχε πάντα αυτός ο χώρος με τις πολύ ωραίες αναμνήσεις από τα πρώτα ανέμελα φοιτητικά χρόνια και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισε να τον κατοικήσει. Ήταν σαν το σπίτι να τον κάλεσε ξανά.
«Αν στο σπίτι σου είχες μια λευκή μοκέτα και αυτή η μοκέτα ήταν η ψυχή σου, θα άφηνες να μπει κάποιος με τις λασπωμένες του γαλότσες;»
Βγάζω επιφώνημα ενθουσιασμού με το μπαλκόνι του, μια φροντισμένη μίνι ζούγκλα. «Ο ντελικάτος κήπος των εξαιρετικών μας στιγμών», λέω κάπως ποιητικά και σχολιάζει ότι του αρέσει γιατί περί αυτού πρόκειται. Η αγαπημένη του εικόνα είναι να βρίσκει το πρωί τους γονείς του, όταν τους φιλοξενεί, να πίνουν μαζί τον καφέ τους στο «τραπεζάκι για ντουετάκια».
Τον ρωτάω για τα εντυπωσιακά φυτά και πώς ξεκίνησε ο έρωτας μαζί τους. Στο Σικάγο, μου εξηγεί, αγόρασε το πρώτο του φυτό. Μέχρι τότε δεν είχε καμιά σχέση με τα φυτά. «Είχαμε φοιτητές μια σανσιβέρια και τη “σκοτώσαμε” γιατί δεν τη φροντίζαμε. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι να αγανακτείς με την ασχετοσύνη μας, γιατί οι σανσιβέριες αντέχουν τα πάντα», λέει. Το γονίδιο του «green thumb» του παππού του, όμως, το είχε κληρονομήσει η μαμά του και στο Σικάγο εκδηλώθηκε και στον Αργύρη. Πήρε το πρώτο του φυτό και του έβγαλε και όνομα. Το έλεγε Γκράμπι και ήταν ένα συγκόνιο. Στο Λονδίνο άρχισε πλέον να συλλέγει φυτά.
«Τι ανακάλυψες στα φυτά και άρχισαν να σου αρέσουν τόσο πολύ;» τον ρωτάω. «Μ’ αρέσει να έχω κάτι να φροντίζω», μου απαντάει. «Γιατί δεν παίρνεις ένα ζώο;» λέω αυθόρμητα. «Μ’ αρέσει που τα φυτά είναι σιωπηλά. Ενώ έχουν ζωή και σου δείχνουν τις προτιμήσεις τους και το αν είναι καλά με τον δικό τους τρόπο, παραμένουν σιωπηλά». «Πώς δηλαδή το δείχνουν αν είναι καλά;» απορώ. «Καταρχάς, βλέπεις αν έχουν κίτρινα φύλλα. Όταν είναι καλά, μεγαλώνουν γρήγορα, ανθίζουν, είναι στητά και πολύ πράσινα. Κάτι ακόμα που με γοητεύει είναι ότι κινούνται». «Κινούνται;» επαναλαμβάνω. «Ναι. Τον Γκράμπι τον βάφτισα έτσι γιατί τον έβαζα στο παράθυρο και αυτός γύρναγε τα φύλλα του προς το φως. Όταν τον ξαναγύρνουσα προς το μέρος μου, πάλι γύριζε και ήταν σαν να μου γυρίζει την πλάτη, γι’ αυτό τον έβγαλα γκρινιάρη. Παίζαμε για καιρό αυτό το παιχνίδι», λέει με χαμόγελο. «Τον έφερες μαζί σου στην Ελλάδα;» ρωτάω σαν να πρόκειται για άνθρωπο. Όχι, λέει, τον άφησε εκεί, στο σπίτι του τότε συντρόφου του στο Σικάγο, ως ενθύμιο αγάπης, αλλά έχει μεταφέρει πολλά φυτά από το Λονδίνο και τα έχει ακόμα. Τον κάνω εικόνα με τις γλάστρες στο αεροδρόμιο.
Έχει σήμερα κάποιο φυτό πιο αγαπημένο από τα άλλα; Σκέφτεται λίγο και μου απαντάει ότι η μονστέρα που έχει στο γραφείο του έχει βασιλική θέση στην καρδιά του γιατί είναι «κλώνος» μιας άλλης μονστέρας, η οποία ανήκε σε ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο που δεν είναι πια στη ζωή του.
Τον ρωτάω πώς τα κατάφερε με την κηπουρική. «Διάβασα, έβλεπα βιντεάκια με ανθρώπους που φρόντιζαν τα φυτά τους, αλλά έμαθα και βιωματικά. Μέχρι να το βρω, πέθαναν αρκετά φυτά», απαντάει με σοβαρό ύφος, σαν να χάθηκαν σύντροφοι στη μάχη.
Το πιο σημαντικό και το πιο δύσκολο με τα φυτά είναι το να προσαρμοστούν στη θέση που είναι τοποθετημένα. «Θέλουν κι αυτά τη βολή τους, όπως οι άνθρωποι», σχολιάζω. Ο Αργύρης κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Αυτός ο φίκος, αν πάει οπουδήποτε αλλού από εδώ που είναι τώρα, δεν θα τα καταφέρει».
Έχει όμως τόσο πολύ χρόνο για τόσο πολλά φυτά; «Για να ποτιστούν όλα τα έξω χρειάζεται μιάμιση ώρα. Τα μέσα θέλουν ψέκασμα, κάποιες φορές και έξτρα λίπασμα, αλλαγή χώματος ή γλάστρας, κλάδεμα, να μαζέψεις τα νεκρά φύλλα, να πάρεις μοσχεύματα. Ναι, σίγουρα θέλουν χρόνο, αλλά είναι πολύ ψυχοθεραπευτικός αυτός ο χρόνος, σαν meditation. Τα φροντίζεις και σου επιστρέφουν κάτι άλλο, που δεν περιγράφεται».
Αναρωτιέμαι αν η διακόσμηση του σπιτιού έχει παραμείνει ίδια από τα φοιτητικά του χρόνια. Μόνο ο καναπές και το σύνθετο είναι τα ίδια, με πληροφορεί ο Αργύρης. Τα είχε διαλέξει τότε ο ίδιος από το BoConcept και αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. «Καλό έπιπλο είναι το διαχρονικό», παρατηρεί. Του αρέσει να ψάχνει σε παζάρια, να βρίσκει αντικείμενα και να τα αλλάζει, λέει, και μου δείχνει ένα σετ κηροπήγια με πουλιά.
«Όλη αυτή η σύνθεση ετερόκλητων στοιχείων πώς έγινε;» αναρωτιέμαι. «Διάλεξα πρώτα από όλα τη χρωματική παλέτα και τη διάθεση, έτσι λειτουργώ». Ο Αργύρης διδάσκει interior design και στους φοιτητές του λέει: «Η αρχή της διακόσμησης σε ένα σπίτι είναι το moodboard». Και το δεύτερο βήμα; «Για μένα είναι το πάντρεμα αντικειμένων που αγαπώ», λέει. Μου δείχνει μια μινιατούρα: «Αυτό το συναρμολογήσαμε με την ανιψούλα μου. Είχα μάθει μικρός να φτιάχνω κουκλόσπιτα και αγαπώ τις λεπτομέρειες». Καθετί που μου δείχνει έχει και μια ιστορία. Κάθε γωνιά είναι και μια αφήγηση. Ενθουσιάζομαι και η μικρή Τζούλη που κατοικεί μέσα μου θέλει διακαώς ένα τέτοιο κουκλόσπιτο.
Του αρέσουν και τα εικονοστάσια. «Τα χρησιμοποιώ σαν βιτρίνες για τις συλλογές μου», λέει. Μου δείχνει συγκεντρωμένα κάποια κηροπήγια και μάσκες από τη Βενετία. «Αυτά τα υφαντά είναι από ένα πρότζεκτ που είχα κάνει για την υφαντική τέχνη». «Μη μου πεις ότι ξέρεις και αργαλειό», λέω αστειευόμενη και ο Αργύρης με κοιτάει αινιγματικά και μ’ αφήνει με το μυστήριο. Η τραπεζαρία είναι εντυπωσιακή. Το τραπέζι δεν θυμάται από πού το πήρε, αλλά τις καρέκλες τις αναπαλαίωσε ο ίδιος.
Και στα έργα που έχει στον τοίχο υπάρχει μια ενότητα, κάτι από τις συλλογές του. Μου εξηγεί ότι πρόκειται για μικρά σε μέγεθος έργα τέχνης που αγόρασε στα ταξίδια του. Κωνσταντινούπολη, Άμστερνταμ, Λονδίνο, Παρίσι και ούτω καθεξής. «Ταξιδιάρικος τοίχος», αναφωνώ. Τα κεραμικά του είναι και αυτά από τα ταξίδια του. «Αυτό από το Σαν Φρανσίσκο, αυτό από τη Λισαβόνα», λέει και μου απαριθμεί τις χώρες στις οποίες ταξίδεψε και θέλησε κάτι να κρατήσει από αυτές.
Ρωτάω για τον πίνακα της τραπεζαρίας. Είναι το μοναδικό δικό του έργο στο σπίτι και το είχε φτιάξει όταν ήταν φοιτητής. «Τότε ζωγράφιζα, τώρα κάνω μόνο γλυπτική και περφόρμανς».
Πηγαίνω στην κουζίνα και είναι σαν να δικαιολογείται: «Δεν μπόρεσα να αλλάξω τα ντουλάπια, το budget μου δεν μου το επέτρεψε». Του λέω ότι δεν με χαλάνε, ότι μ’ αρέσει το χρώμα που επέλεξε για τους τοίχους. «Ναι, ήθελα με το χρώμα στον τοίχο να ισορροπήσω το χρώμα των ντουλαπιών, να το κλέψω έξυπνα». «Τα κατάφερες», του λέω, «βοηθούν και τα φυτά. Δεν τη λες και βαρετή κουζίνα». Το μάτι μου πέφτει σε ένα vintage έπιπλο σαν εικονοστάσι που μου εξηγεί ότι ήταν ντουλαπάκι για τα τρόφιμα.
Το υπνοδωμάτιό του έχει κάτι νοσταλγικό, με τη χειροποίητη κουβέρτα με το βελονάκι της γιαγιάς. «Το δωμάτιο το θέλω ήσυχο», μου λέει. Μου φαίνεται πολύ τακτικός. Είναι της τάξης, όχι όμως όταν δουλεύει. «Αυτό που λέω και στους φοιτητές μου είναι ότι όταν ένα στούντιο είναι πολύ τακτοποιημένο, σημαίνει ότι δεν γίνεται δουλειά». Σε όλους τους υπόλοιπους χώρους παραδέχεται ότι όλα είναι τοποθετημένα με ακρίβεια. Όμως ο ίδιος είναι ένας ανεμοστρόβιλος που μέσα σε λίγα λεπτά τα κάνει όλα άνω κάτω.
«Φίλοι που έρχονται μου λένε ότι το σπίτι έχει τη λεπτότητα ενός μουσείου. Όπως τα φυτά μου, έτσι και τα αντικείμενα, όλα έχουν τη θέση τους. Μπορεί να φαίνονται άτακτα βαλμένα, αλλά ξέρω αν άλλαξες έστω και απειροελάχιστα τη θέση τους». Τον ρωτάω αστειευόμενη αν είναι Παρθένος. Όχι, απαντάει, Κριός με Καρκίνο.
«Τι είναι για σένα το σπίτι;» «Η σπηλιά μου», λέει και το εξηγεί: «Είμαι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που είναι “εσω-εξωστρεφείς”. Ενώ αναζητώ την ανθρώπινη επαφή, συχνά με κουράζει, οπότε μ’ αρέσει να περνάω πολλές ώρες στο σπίτι. Γι’ αυτό και θέλω να είναι ένας χώρος στον οποίο θα ηρεμώ, θα μου κρατάει το ενδιαφέρον, θα με εμπνέει και θα με ξεκουράζει».
Τον ρωτάω πού κάθεται πιο συχνά. «Εδώ, στον καναπέ που είμαστε τώρα». Κάθεται όμως και στην καταπράσινη βεράντα του. «Και τον χειμώνα;» ρωτάω. Γνέφει καταφατικά. Έχει πάρει μια μεγάλη θερμάστρα από αυτές που έχουν στις καφετέριες και έτσι τις γλυκές μέρες του χειμώνα κάθεται έξω και διαβάζει, παίρνει το πρωινό του. Το καλοκαίρι ζει μέσα-έξω.
Τον ρωτάω αν είναι φίλος της μαγειρικής. «Δεν μαγειρεύω για μένα. Για φίλους όμως μαγειρεύω και μ’ αρέσει», λέει. Έρχονται φίλοι στο σπίτι; Έρχονται, αλλά συγκεκριμένες μέρες τον χρόνο, στη γιορτή του, στη Γιουροβίζιον και καμιά φορά στα γενέθλιά του. «Δεν έρχονται μεγάλες παρέες όλο τον χρόνο, αλλά όταν έρχονται πάντα μου λένε “γιατί, βρε Αργύρη, δεν μας καλείς πιο συχνά;”. Και επειδή κι εγώ περνάω καλά, όλο λέω να γίνονται πιο συχνά καλέσματα. Δες, πήρα κάτι παλιά αντικείμενα σερβιρίσματος art nouveau και θέλω να με σπρώξω να τα χρησιμοποιήσω στο επόμενο κάλεσμα».
«Κάποιο δικό σου γλυπτό έχεις στο σπίτι;» τον ρωτάω. Τα έχει πάει στη Σχολή Καλών Τεχνών και τα δουλεύει εκεί ή είναι αποσυναρμολογημένα σε κουτιά. «Δεν μ’ αρέσει να έχω έργα μου στο σπίτι, ούτε φωτογραφίες». «Φωτογραφίες γιατί όχι;» αναρωτιέμαι. Λέει ότι είχε γράψει και ένα ποίημα γι’ αυτό. Νιώθει ότι τα μάτια στις φωτογραφίες είναι σαν να τον παρακολουθούν. Για να θυμάται αγαπημένα πρόσωπα έχει αντικείμενα που τον συνδέουν με αυτά αλλά όχι φωτογραφίες. «Και τα γλυπτά σου γιατί όχι;» «Είναι αυτή η παράξενη τάση των καλλιτεχνών να είμαστε οι χειρότεροί μας κριτές. Δεν αντέχω να τα κοιτάζω και να τα κρίνω εκ νέου κάθε μέρα. Έχω όμως έργα φίλων καλλιτεχνών που τα αγαπώ».
Άραγε, μουσική ακούει στο σπίτι; «Συνέχεια, έχω και την Alexa σύμμαχο και της λεω “Αlexa, play my European Café playlist”, για παράδειγμα». H Mαρούσκα είναι μια ηλεκτρική σκούπα-ρομπότ. «Είναι ζημιάρα», λέει, «δεν τη συμπαθώ». Το μάτι μου πέφτει σε μια αφίσα απ’ την ταινία «Μαύρος Κύκνος». Την έχει φτιάξει μια ομάδα, η «La Βoca», που την αγαπάει πολύ. «Νιώθεις λίγο μαύρος κύκνος;» τον ρωτάω.
«Ναι, θα έλεγα. Στην τέχνη μου λειτουργώ πολύ με τη διττή φύση των πραγμάτων και τις ενδιάμεσες ζώνες μεταξύ των πόλων. Με τη σχέση του σώματος με το φύλο και τις ταυτότητες. Και το κοστούμι που έχω κάνει μέσα στο στούντιο/γραφείο μου, που είναι σαν γλυπτό, είναι εμπνευσμένο απ’ το φάσμα του φωτός, που μέσα από αυτό προκύπτουν οι αποχρώσεις των χαρακτήρων μας και των ανθρώπινων σχέσεων». Ο Αργύρης δίνει σε καθετί τη δική του ερμηνεία και όλα χορεύουν έναν χορό αλληγορίας και συμβολισμού.
«Πώς συστήνεσαι; Κάνεις πολλά, αρχιτεκτονική, εσωτερική διακόσμηση, γλυπτική, περφόρμανς. Διδάσκεις εδώ, στην Αθήνα, είσαι επίκουρος στο Λονδίνο». Σαν να σκέφτεται. «Έχω αφήσει λίγο πίσω την αρχιτεκτονική, αλλά με ενδιαφέρει το συγγενές μεταξύ τους, δηλαδή η διαχείριση του χώρου. Όταν δίδασκα αρχιτεκτονική σε μικρά παιδιά στο Σικάγο, έλεγα ότι θυμίζουμε ήρωες σαν τον Χάρι Πότερ. Αυτό που κάνουμε είναι να αλλάζουμε την πραγματικότητα του χώρου. Να πλάθουμε τον χώρο σε οποιαδήποτε κλίμακα».
«Το σπίτι μας λέει κάτι για εμάς;» αλλάζω θέμα. «Ναι, και όταν δεν λέει, πάλι αυτό κάτι μαρτυρεί. Δεν κρίνω όμως κανέναν. Αν είσαι social butterfly, το καταλαβαίνω να μην επενδύσεις στο σπίτι σου, αφού τον περισσότερο χρόνο τον ζεις έξω από αυτό».
«Στην ενέργεια των ανθρώπων που το επισκέπτονται πιστεύεις;» ρωτάω. Ναι, πιστεύει και στη θετική και στην αρνητική ενέργεια, γι’ αυτό λιβανίζει και στη συλλογή του έχει και εξαγνιστικούς κρυστάλλους. Μου δείχνει πάνω απ’ την πόρτα που έχει κρεμάσει κάποια φυλαχτά. «Δες το και συμβολικά», λέει, «αν στο σπίτι σου είχες μια λευκή μοκέτα και αυτή η μοκέτα ήταν η ψυχή σου, θα άφηνες να μπει κάποιος με τις λασπωμένες του γαλότσες;».
Φεύγω από το σπίτι του Αργύρη και ψάχνω να βρω φυτώριο να αγοράσω ένα-δυο φυτά. Θέλω να δω αν πράγματι κινούνται.