Πηγαίνοντας στο σπίτι της Τζωρτζίνας Λιώση, σκέφτομαι ότι τα σπίτια των όμορφων γυναικών πρέπει να σβήνουν μπροστά στη δική τους ομορφιά. Δηλαδή υπήρξε άνθρωπος που του άνοιξε την πόρτα η Μπριζίτ Μπαρντό τη δεκαετία του ’70 κι εκείνος έδωσε βάση στη διακόσμηση του σπιτιού της;
Κι όμως, το σπίτι της Τζωρτζίνας διαθέτει τη χάρη της. Δεν είναι σαν τα μάτια της αλλά έχει τη ματιά της, μαζί με κάτι κοριτσίστικο, ντελικάτο και πολύχρωμο, σαν εκείνη.
Τη ρωτάω πώς ήρθε στην περιοχή και στο σπίτι και μου λέει ότι ανήκει στην οικογένειά της. «Δεν έμενε όμως κανείς εδώ και το 2019 αποφάσισα να έρθω εγώ. Μπήκα σε μια διαδικασία μικρής ανακαίνισης, αλλά λίγους μήνες μετά ξεκίνησε η καραντίνα κι έτσι, όταν ξεκίνησε το lockdown, είχα πολύ χρόνο να το φτιάξω».
Μου εξηγεί ότι πρόσεξε όλες τις λεπτομέρειες και ότι κάθε γωνιά έχει φροντίδα και αγάπη. Δεν βιάστηκε, λέει, γιατί εκ των πραγμάτων είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της, έτσι μπορούσε να διαλέγει και να παραγγέλνει πράγματα μετρώντας τα προσεκτικά..
«Έχω κρατήσει όλες τις βιντεοκασέτες από την παιδική μου ηλικία, που τις βλέπω συχνά. Είναι άλλος ο ήχος, άλλη η εικόνα. Μπορεί ο τωρινός να είναι καλύτερος, όμως εγώ προτιμώ τον παλιό».
«Νομίζω ότι τελικά το έφτιαξα όπως ονειρευόμουν να ’ναι ο χώρος μου. Μου ταιριάζουν όλα, από τα χρώματα στον τοίχο μέχρι τα κάδρα», λέει και μου δείχνει τρία διάφανα καδράκια με λουλούδια απ’ το εξοχικό της στο Μάτι. Γνωρίζοντας την Τζωρτζίνα, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι το σπίτι τής ταιριάζει γάντι, είναι αναμφίβολα ένα «τζωρτζινόσπιτο». Τη ρωτάω για τα έπιπλα ·πολλά απ’ όσα έχει είναι αντίκες γιατί ο μπαμπά της πάντα συνέλεγε και κρατούσε πράγματα.


«Έχω την παλιά τηλεόραση της γιαγιάς μου», λέει και μου τη δείχνει – πράγματι, πρόκειται για μια παλιά τηλεόραση που έτσι όπως κλείνει η οθόνη μοιάζει με κομψό έπιπλο. Μου δείχνει και ένα φωτιστικό οροφής που ήταν στο υπνοδωμάτιο του μπαμπά της και το έχει φτιάξει εξ ολοκλήρου η γιαγιά της. Πολλά πράγματα είναι της οικογένειάς της και της αρέσει να τα έχει στον χώρο.
«Είναι σαν ενθύμια αλλά και σαν ασπίδα που μου δημιουργεί μια ασφάλεια, γιατί υπάρχει η σύνδεση με το χθες και την ιστορία τη δική μου και της οικογένειάς μου». Το σπίτι της, συνεχίζει, θυμίζει και σπίτι γιαγιάς, τουλάχιστον στο κομμάτι της θαλπωρής. Μου δείχνει να προσέξω στον τοίχο «κάποια πιάτα της γιαγιάς μου».
Τη ρωτάω για τα χρώματα, αν της πήρε καιρό να τα αποφασίσει. Λέει πως όχι, με το που μπήκε στο σπίτι το φαντάστηκε και μαζί μ’ αυτό και τα χρώματα. «Ήξερα πού ήθελα να είναι ο καναπές, τι χρώμα θα έβαζα σε ποιον τοίχο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό», λέει με πονηρό γελάκι. Της λέω ότι μάλλον είχε μια «διακοσμητική επιφοίτηση» και γελάμε.
Τη ρωτάω για την περιοχή, αν της αρέσει το Κερατσίνι. «Όταν αποφάσισα να έρθω εδώ, θυμόμουν ότι ήταν ένα ωραίο σπίτι, αλλά την περιοχή δεν τη γνώριζα καθόλου. Έμενε εδώ κοντά η γιαγιά μου, η θεία και τα ξαδέλφια μου, αλλά πάντα ερχόμασταν επίσκεψη, έτσι δεν ήξερα τι υπήρχε τριγύρω. Με το που ήρθα ξεκίνησε η καραντίνα και δεν είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω τη γειτονιά. Το μόνο αρνητικό που ένιωθα, και μερικές φορές το νιώθω ακόμα, είναι ότι το σπίτι είναι μακριά απ’ τις δουλειές μου, τους φίλους μου, απ’ όλα. Απ’ την άλλη, ήταν τόσο ωραίο να έχω το ολοδικό μου σπίτι, όποτε τα ζύγισα, πήρα την απόφαση και να ’μαι», λέει και σηκώνει τα χέρια.



Τη ρωτάω αν την έχει μάθει τη γειτονιά, αν την έχει αγαπήσει. «Η αλήθεια είναι ότι καθυστέρησα πολύ να τη μάθω. Τελικά, όμως, κατάλαβα ότι πρόκειται για μια αυθεντική γειτονιά, κι αυτό με εξέπληξε ευχάριστα».
Το σπίτι της είναι σε πλατεία και έχει μια σχετική ηρεμία που αγαπά. «Έχω γνωρίσει τους ανθρώπους εδώ, η περιοχή έχει έντονο το ανθρωποκεντρικό στοιχείο κι αυτό μου αρέσει πολύ και είναι κάτι που πλέον το αποζητώ. Δεν θα μου άρεσε να νιώθω άγνωστη μεταξύ αγνώστων», προσθέτει.
«Συχνά, όταν έρχομαι εδώ, είναι σαν να αποκόβομαι από τον κόσμο που ξέρω, τον καλλιτεχνικό, και έτσι όπως απομακρύνομαι απ’ το κέντρο της πόλης είναι σαν να μεταφέρομαι σε δικό μου σύμπαν. Αγαπώ πολύ αυτό το σπίτι, μου δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας».
Τη ρωτάω αν καλεί φίλους, μου λέει ότι είναι το καλύτερό της να έχει κόσμο στο σπίτι. «Για τους φίλους μου δεν είναι εύκολο να έρχονται συχνά εδώ λόγω της απόστασης, αλλά όταν τα καταφέρνουν νιώθω πελώρια χαρά. Μου αρέσει να τρώμε, να μαζευόμαστε και να παίζουμε παιχνίδια».
Τη ρωτάω για την τέχνη που έχει στον χώρο της. Την αγαπά πολύ, τη θεωρεί ανεκτίμητη και πολύτιμη. Αγαπά τη ζωγραφιά του Στέφανου Ρόκου που έχει στο τζάκι, του Πατσόγλου αλλά και τον Φασιανό που τον αγόρασε μόνη της και μου τον δείχνει με καμάρι. Συναισθηματική αξία έχει και η γκραβούρα των Σπετσών, επειδή αγαπά πολύ το νησί – η Τζωρτζίνα σίγουρα πατάει στο συναίσθημα για καθετί.

Τη ρωτάω πώς τα πάει με τη συμβίωση και είναι ειλικρινής: «Ζορίζομαι λίγο». Νιώθει πολύ δεμένη με τον χώρο της και επειδή τον έχει φτιάξει με μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια, όταν τις αλλάζουν τη σειρά ή πετάνε πράγματα είναι κάτι που τη δυσκολεύει και το αναγνωρίζει.
Αγαπημένη γωνιά είναι το κίτρινο δωμάτιο που είναι γραφείο - ξενώνας - ζεστή αγκαλιά, λέει, και εκεί έχει βγάλει όλα τα απωθημένα της με τα κάδρα. «Έχω κρεμάσει μια κάρτα που είχαν στείλει τα αδέλφια του παππού μου από την Αμερική σε δισκάκι και πίσω έγραψα δυο λόγια. Εκεί έχω και δυο εφημερίδες από ένα παζάρι στη Ρώμη και παλιά “Μίκυ Μάους” και, φυσικά, έχω κρατήσει όλες τις βιντεοκασέτες από την παιδική μου ηλικία, που τις βλέπω συχνά. Είναι άλλος ο ήχος, άλλη η εικόνα. Μπορεί ο τωρινός να είναι καλύτερος, όμως εγώ προτιμώ τον παλιό. Είμαι παρελθοντολάγνα» ομολογεί.
Χαζεύω το ψάθινο κεφαλάρι κρεβατιού που έχει φωτογραφίες αγαπημένων της ανθρώπων, συγγενών, και παιδικές φωτογραφίες που αγαπά να χαζεύει ξανά και ξανά. Τη ρωτάω για τις καθημερινές τις συνήθειες. Το πρωί που ξυπνάει ανοίγει το ραδιόφωνο, που το έχει σταθερά στο Τρίτο Πρόγραμμα, γιατί η κλασική μουσική αρέσει πολύ στις γάτες της αλλά και σε εκείνη.








Τη ρωτάω αν έχει πράγματα ΙΚΕΑ. Γνέφει καταφατικά. «Ο μπλε καναπές είναι ΙΚΕΑ. Είναι ο πρώτος που είδα και μου έλεγαν όλοι να μη βιαστώ, να δω κι άλλους. Έτσι πέρασαν οι μήνες και είδα κάμποσους, αλλά στο τέλος επέστρεψα στην πρώτη, την αρχική επιλογή, γιατί αυτός ο καναπές ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ακόμη τον βλέπω και χαίρομαι. Μου αρέσει που έχει καμπυλωτά μπράτσα και πόδια, μου αρέσει και το χρώμα του».
Την τραπεζαρία, λέει, την αγόρασε κομμάτι-κομμάτι, της αρέσει πολύ το λευκό μαζί με το ξύλο. «Έχω διαλέξει το πεύκο γιατί αγαπώ τη μυρωδιά του, μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, τις διακοπές στο Μάτι». «Αλίμονο», απαντάω και γελάμε.
Φεύγω από το σπίτι της Τζωρτζίνας και σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι από εμάς παλεύουμε να ξορκίσουμε την παιδική μας ηλικία, η Τζωρτζίνα όμως την αγαπά, την αποδέχεται και την κάνει κάτι δικό της. Το Κερατσίνι, όσο το βλέπω, μου φαίνεται σαν να κρατάει κάτι αγνό. Να θυμηθώ να ρωτήσω την Τζωρτζίνα να μου προτείνει καμιά καλή ταβέρνα.