Όταν μπήκα στο σπίτι του Νίκου Τσιαπάρα είπα: «Εδώ είμαστε». Σαν να βρήκα μια θέση μέσα σε αυτό, έναν άλλο τρόπο να κοιτάζω τα πράγματα, από ένα πιο χαρούμενο πρίσμα. Είναι από τα σπίτια όπου θα μπορούσα να μείνω χωρίς να αλλάξω τίποτα. Του το λέω και μου απαντάει: «Έλα, θα σου φτιάξω κλειδιά».
Ο Νίκος εδώ και δεκαετίες ζωγραφίζει, κάνει εκθέσεις και διδάσκει με μεγάλη όρεξη τους φοιτητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον ξεχωρίζω γιατί τόσο ο ίδιος όσο και το έργο του μου βγάζουν μια τρυφερότητα. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα όσα είναι ο Νίκος τα βλέπω αποτυπωμένα και στον χώρο του. Λες και σπίτι και άνθρωπος είναι ένα και το αυτό.
Τα καλά νέα ξεκινούν απ’ την είσοδο. Το κτίριο έχει στοιχεία αρ ντεκό, καθώς μαθαίνω πως είναι του 1930. Πρόκειται για το Μέγαρο Στεργιόπουλου στην πλατεία Αντιγονιδών, απέναντι ακριβώς από τον Ναό της Αφροδίτης. «Αν είχε αποκαλυφθεί στο σύνολό του ο ναός, θα ήταν ο Παρθενώνας της Βορείου Ελλάδος», μου λέει με σοβαρό ύφος.
Εγώ πάλι αποδίδω την εξαιρετική ενέργεια του διαμερίσματος στην προστασία της θέας. Ο ίδιος δεν ξέρει αν πιστεύει σε ενέργειες, αλλά μου λέει ότι απ’ το πρώτο λεπτό ένιωσε εξαιρετικά μέσα σε αυτό το διαμέρισμα, σαν να φυσά ένα ανάλαφρο αεράκι.
«Αφήνω έξω απ’ την πόρτα το χάος της ζωής. Ανεβαίνω με το ασανσέρ και όταν φτάνω στο επίπεδό μου πετάω τα πάντα. Δεν επιτρέπω τίποτα τοξικό να μπει στον πεντακάθαρο χώρο μου».
Τον ρωτώ τι είναι για εκείνον το σπίτι και μου απαντά το καταφύγιό του – ξέρει ότι δεν είναι καθόλου πρωτότυπη η απάντηση, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι πιο ταιριαστό. Μου εξηγεί ότι μέσα στο διαμέρισμα είναι και το εργαστήριό του, οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σπίτι λειτουργεί και ως «δημιουργική σπηλιά». «Κλείνομαι με τις ώρες στο εργαστήριο, χάνομαι στον χωροχρόνο και στη δημιουργία», λέει.
Πέρα από τις ώρες που δημιουργεί, όμως, όλος ο υπόλοιπος χώρος είναι χώρος αγάπης, δηλώνει. Τον ρωτάω γιατί τον ονομάζει έτσι και μου εξηγεί ότι στο σπίτι έρχονται συνέχεια όσοι αγαπά. Του αρέσει να είναι γεμάτο με φίλους και αγαπημένους συγγενείς, με όσους νιώθει κοντά. «Είναι ένα σπίτι εξωστρεφές. Σαν να με παίρνει απ’ το χέρι και να μου λέει “έλα, ας δώσουμε λίγη χαρά στον πεσιμιστή μονόχνοτο καλλιτέχνη που κρύβεις μέσα σου”». Γελάμε.
Τον ρωτάω αν είναι τακτικός. Μου λέει ότι δεν είναι σταθερά τακτικός, κάποιες φορές μπορεί όλα να γυαλίζουν, κάποιες άλλες μπορεί και να δεις και δυο δάχτυλα σκόνη.
Αγαπά την καθαριότητα, όμως η τάξη συχνά τού προκύπτει μέσα από την αταξία. Παλιά δεν άφηνε κανέναν να μπαίνει στο εργαστήριό του, ήταν κάτι σαν άβατο. Μεγαλώνοντας, ευτυχώς χαλάρωσε. «Πλέον, αφήνω τα μικρά μου ανίψια να έρχονται και να ζωγραφίζουμε όλοι μαζί, να δημιουργούμε. Γελάμε, πασαλειβόμαστε και είναι τόσο όμορφο όλο αυτό γιατί μου δίνουν ενέργεια και χαρά. Όταν φεύγουν νιώθω σαν να φύσηξε δροσερό αεράκι», παρατηρεί.
Τον ρωτάω πού κάθεται περισσότερο. «Τα καλοκαίρια σίγουρα στο μπαλκόνι».
Μου δείχνει τον ορίζοντα. «Όταν φυσάει ο Βαρδάρης και καθαρίζει η ατμόσφαιρα, βλέπεις μέχρι τον Όλυμπο», λέει. «Άρα βλέπεις και τους Θεούς του Ολύμπου;» σχολιάζω. «Μόνο το κεφάλι του Δία», απαντά με χιούμορ.
Του αρέσει να κάθεται στο μπαλκόνι γιατί ξεκουράζεται το βλέμμα του όταν παρατηρεί τον κόσμο. «Μου αρέσει να γίνομαι θεατής, να βλέπω τους περαστικούς. Άλλοι γελάνε, άλλοι μαλώνουν, κάποιοι δυσκολεύονται να παρκάρουν. Αυτά τα μικρά καθημερινά πράγματα έχουν γούστο, γιατί εγώ τα βλέπω από τη θέση του παρατηρητή, ανώδυνα».
Τις κρύες μέρες του χειμώνα πίνει στο καθιστικό τον πρώτο καφέ. Καμιά φορά η μητέρα του, λέει, του διαβάζει το φλιτζάνι. «Δεν έχει ιδέα, δεν ξέρει να λέει τον καφέ, αλλά αυτό είναι που μου αρέσει, να την ακούω να ονειροπολεί και να προσπαθεί να μου δώσει μια θετική ώθηση για τη μέρα του. Μου υπόσχεται πράγματα που δεν γίνονται», λέει. Αυτό για τον Νίκο είναι η αληθινή αγάπη.
«Λατρεύω τους κάκτους», προσθέτει, «μου αρέσουν τα αρχιτεκτονικά τους σχήματα». Μου δείχνει τους κάκτους του και μου λέει πότε απέκτησε τον πρώτο και πότε τον τελευταίο – έναν τον κουβάλησε απ’ το Λονδίνο.
Τον ρωτάω για τα όμορφα έπιπλά του. Tο μάτι μου πέφτει στα πορτοκαλί ηχεία. Ήταν coup fe foudre, λέει, λόγω χρώματος, είναι της τεχνολογίας της Heco. Του λέω ότι ερωτεύτηκα την κίτρινη πολυθρόνα με τα μαύρα πουά. Είναι custom made, αγορασμένη από τη Retro so it is. Τη χάζευε, λέει, μέσα στην καραντίνα, και τελικά την απέκτησε. Τα φωτιστικά είναι αγορασμένα από παλιατζίδικα της Τοσίτσα και του θυμίζουν την παιδική του ηλικία. Το φουτουριστικό φωτιστικό της κουζίνα, όπως και οι κρυστάλλινες λάμπες στο καθιστικό, είναι από τον Θανάση Μαυρομάτη του Junk shop στην Καλαμαριά.
Το νέον με το κινέζικο ιδεόγραμμα που σημαίνει «αγάπη» είναι του Νίκου Ρακκά. Μου εξηγεί ότι πολλά χρηστικά αντικείμενα, όπως βάζα και πιάτα, τα έφερε προίκα από το πατρικό του.
Έχει πολλά πράγματα από το Habitat και από το Heal’s.
«To έπιπλο κουρείου πού το βρήκες;» τον ρωτάω με έναν κόμπο ζήλιας. Στο Retronio – τον μπουφέ και την τραπεζαρία στο Reto.
Στην κουζίνα του υπάρχουν συλλεκτικά μπουκάλια από ποτά και, άκουσον άκουσον, κίτρινα κουτάκια Coca-Cola από την επέτειο εκατό χρόνων του Selfridges. Το μάτι μου πέφτει και σε μια υπογεγραμμένη αφίσα από τους Gilbert & George.
«Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου αντικείμενο στο σπίτι;» ρωτάω και περιμένω να μου δείξει κάποιον πίνακά του. Εκείνος όμως μου δείχνει μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο ίδιος τους γονείς του σε κάποιες ξέγνοιαστες διακοπές τους στην Κέρκυρα. «Να γιατί είσαι τόσο τρυφερός» του λέω και με αγκαλιάζει.
Η πιο ήσυχη γωνιά είναι το υπνοδωμάτιό του στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Το χαρακτηρίζει «χώρο αποσυμπίεσης». Εδώ ξεκουράζεται σωματικά και πνευματικά. Σχολιάζει ότι του δίνει γαλήνη η υπέροχη φωτογραφία του Χρήστου Κυριαζίδη. «Η αλήθεια κάθε ανθρώπου είναι στο υπνοδωμάτιό του. Έχει σημασία πού αφήνεις τα όνειρά σου», μου λέει με φιλοσοφικό τόνο.
Στο σπίτι του Νίκου υπάρχουν και δυο πορτρέτα του: ένα που το έφτιαξε ο ίδιος στα σαράντα του ως δώρο στον εαυτό του και ένα άλλο που φιλοτέχνησε ένας φλογερός του έρωτας – δεν λέει τίποτα παραπάνω, μόνο αφήνει ένα σαγηνευτικό πέπλο μυστηρίου να τυλίγει τον ωραίο αυτόν πίνακα.
«Αν το σπίτι είχε φωνή, τι θα σου έλεγε;» τον ρωτάω. Σχεδόν αιφνιδιάζεται και κομπιάζει, ακούγεται σαν να λέει «ευχαριστώ». «Ευχαριστώ;» τον ρωτάω για να καταλάβω καλύτερα τι εννοεί. «Ναι, “ευχαριστώ”, αλλά με την έννοια της συμπεριληπτικότητας, και εννοώ τον τρόπο που συνδύασα αντικείμενα αρ νουβό, αρ ντεκό, ποπ αρτ και τρας με εξώφυλλα δίσκων, μπουκάλια, τους πίνακές μου και τα πορτρέτα των τέως βασιλιάδων, που τα έβαλα επίτηδες όχι λόγω φρονήματος αλλά για το κιτς του πράγματος. Έχω αντικείμενα, ιστορίες και ένα σωρό συναισθηματικά και ευτελή αντικείμενα, πολλά από τα οποία τα κουβάλησα από το Λονδίνο, όπου έζησα κοντά μια δεκαετία».
Ο Νίκος δεν φέρνει τα προβλήματά του στο σπίτι. «Αφήνω έξω απ’ την πόρτα το χάος της ζωής. Ανεβαίνω με το ασανσέρ και όταν φτάνω στο επίπεδό μου πετάω τα πάντα. Δεν επιτρέπω τίποτα τοξικό να μπει στον πεντακάθαρο χώρο μου».
Παρατηρώ μια βαλίτσα στο βάθος του σαλονιού. Τον ρωτάω αν την έχει για ντεκόρ και γελάει. Μου εξηγεί ότι γύρισε χθες αργά το βράδυ από μια έκθεσή του στην πρεσβεία του Βερολίνου. Ήταν μια μαγική στιγμή, μου λέει, και λόγω της υποδοχής και λόγω της απήχησης που είχε η δουλειά του.
«Έδειξα έξι έργα από την ατομική που έκανα πριν από λίγους μήνες στο Νομισματικό Μουσείο στην Αθήνα».
Τον ρωτάω για τα επόμενα σχέδιά του και μου λέει με ενθουσιασμό ότι το Σάββατο 22 Νοεμβρίου το διαμέρισμά του θα συμμετέχει για δεύτερη φορά στο εργαστήριο Open House Thessaloniki που έχει τίτλο «Διατηρητέα κατοικία - Εργαστήριο στο Μέγαρο Στεργιόπουλος». Αναμένεται και η έκθεσή του στο Μουσείο της Βεργίνας.
Φεύγω απ’ το σπίτι του Νίκου και σκέφτομαι ότι τη χαρά, όταν δεν τη βρίσκουμε, πρέπει να την επινοούμε. Πρέπει το σπίτι μας να μπορεί, σαν το σπίτι του Νίκου, να μας παίρνει στοργικά από το χέρι και να μας δείχνει το φως ή το κεφάλι του Δία στον Όλυμπο.