Το σπίτι του Αμερικανού εννοιολογικού καλλιτέχνη Lee Wells δεν είναι ακριβώς σπίτι αλλά κατάσταση. Παρατηρώ τα έργα του το ένα δίπλα στο άλλο και μοιάζουν με ένα παλίμψηστο, μέσα απ’ τις διαστρωματώσεις του οποίου ο Lee υφαίνει το κουκούλι της τέχνης του και επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του ξανά και ξανά.
Τα έργα του μοιάζουν να είναι βγαλμένα από διαφορετικά χέρια, σαν μέσα του να κατοικούν πολλοί εαυτοί. Το καλλιτεχνικό του εύρος με εντυπωσιάζει. Τα έργα του έχουν παρουσιαστεί την τελευταία εικοσαετία σε μουσεία και καλλιτεχνικούς θεσμούς σε όλο τον κόσμο, από το Μουσείο Guggenheim και το PSI/MOMMA ως την 51η Μπιενάλε της Βενετίας – ο κατάλογος είναι μακρύς.
Η ζωή του μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, αλλά οι γονείς του χώρισαν, έτσι μετακόμισε στο Οχάιο όπου ζούσε ο πατριός του. Εκεί τελείωσε το σχολείο. Το ταλέντο στη ζωγραφική μου λέει ότι το είχε από τότε που θυμάται τον εαυτό του, αλλά η οικογένειά του τον προόριζε για κάποιο πιο «στιβαρό» επάγγελμα. Ωστόσο, μέσα του η επιθυμία ήταν πάντα καθαρή. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου όπου σπούδασε τέχνη αλλά και ψυχολογία. Θεωρεί ότι οι σπουδές στην ψυχολογία δεν πήγαν χαμένες.
«Όταν πρωτοεπισκέφτηκα τη Δήλο, απομακρύνθηκα απ’ την παρέα μου και έφτασα πιο ψηλά· από εκεί είχα πανοραμική θέα. Ένιωσα πραγματικά ότι αυτό το φως έλουσε όλη μου την ύπαρξη. Ίσως ακούγεται ποιητικό, αλλά είμαι στην Ελλάδα γιατί ακολουθώ κάτι σαν δική μου αποστολή. Πάντως σίγουρα δεν είμαι κατάσκοπος και δεν ήρθα για να πάρω τη δουλειά των άλλων».
«Είναι ένα μέσο για να διαχειριστείς μετά τους καλλιτέχνες», μου λέει γελώντας. Δεν θυμάται πώς άρχισε να μαζεύει δίπλα του καλλιτέχνες. Μου λέει ότι είχε το μάτι να βλέπει όχι μόνο το έργο εκείνη τη στιγμή αλλά και τη δυναμική του καλλιτέχνη. Έτσι, από εκείνα τα πρώτα φοιτητικά χρόνια δημιούργησε έναν χώρο όπως το εδώ στούντιο, που ενίοτε λειτουργούσε και ως γκαλερί αλλά ήταν και το σπίτι όπου ζούσε μαζί με τη φίλη του και το καλλιτεχνικό του στούντιο.

«Ήταν χρόνια αθωότητας, δεν ξέραμε ακόμα πώς δουλεύει το σύστημα», λέει. Η αναζήτηση νέων καλλιτεχνών είναι από τότε το πάθος του. Θυμάται πάντα εκείνο τον χώρο σαν ένα καλλιτεχνικό φυτώριο που ξεχείλιζε από νιάτα και ιδέες. Μου εκμυστηρεύεται ότι η τότε ζωή του θυμίζει και την τωρινή του κατάσταση, σαν να επαναλαμβάνεται ο ίδιος κύκλος τριάντα χρόνια μετά. Από το Σικάγο στην Αθήνα υπάρχει μια αόρατη γέφυρα, λέει, που συνδέει τη νιότη με την πιο ώριμη φάση του. Σηκώνει τους ώμους σαν να μην ξέρει κι ο ίδιος πώς γίνεται μερικές φορές ένας κύκλος να θυμίζει έναν προηγούμενο.
Ενώ μιλάμε, από τα παράθυρα μπαίνει ένα πολύ γλυκό φως. Κοιτάζω το ταβάνι, που είναι στον θεό. Η αίσθησή μου είναι ότι βρίσκομαι σε γκαλερί, αλλά όλα τα έργα που βλέπω είναι αποκλειστικά του Lee. Δεν πρόκειται για μια ατομική έκθεση αλλά για τη ζωή ενός καλλιτέχνη απλωμένη σαν καθαρή μπουγάδα. Είναι σαν από έργο σε έργο να περιδιαβαίνεις τη ζωή του.
Τον ρωτάω πώς προέκυψε αυτός εδώ ο χώρος. Μου λέει ότι όταν αποφάσισε να έρθει να ζήσει στην Ελλάδα, έμενε για ένα διάστημα σε ένα ωραίο σπίτι στο Φάληρο. Εκεί πέρασε και το διάστημα του εγκλεισμού εξαιτίας του Covid και το θεωρεί μεγάλη τύχη που ήταν τόσο κοντά στη θάλασσα. Μου εξηγεί όμως ότι μετά τα ενοίκια ανέβηκαν τρελά και άρχισε να αναζητά έναν χώρο που να μπορεί να λειτουργήσει και ως στούντιο. Όταν, εντελώς τυχαία, βρήκε αυτόν τον χώρο, ένιωσε αμέσως ότι ήταν κάτι παραπάνω από στούντιο. Δεν ξέρει αν μπορεί να το ονομάσει «σπίτι». Μου λέει ποιητικά ότι είναι γι’ αυτόν ένας εύφορος τόπος δημιουργίας.
Επειδή ζούσε για χρόνια χωρίς άγκυρες, ταξίδευε και ήταν συνέχεια σε κίνηση, αισθάνθηκε ότι αυτός ο χώρος τού δημιουργούσε κάτι σαν ρίζωμα, του έδινε την αίσθηση του ανήκειν, που τελικά είναι μια ψυχική κατάσταση στην οποία φτάνεις όταν βρεις μέσα σου ένα είδος γαλήνης και συμφιλίωσης. Το εντυπωσιακό είναι ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο, που θα μπορούσε να είναι ψυχρός και μουσειακός, υπάρχουν πολλά προσωπικά του στοιχεία, βιβλία και μικροαντικείμενα.


Το κρεβάτι του Lee βρίσκεται σε ένα υπερυψωμένο πατάρι. Του λέω ότι μου θυμίζει δεντρόσπιτο. «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι», λέει, αλλά είναι κάπως σαν φωλίτσα εκεί πάνω.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο χώρος διαθέτει και μια μικρή εσωτερική αυλή, στο κέντρο της οποίας υπάρχει μια εξωπραγματική γυάλινη πυραμίδα! Μαθαίνω ότι δεν είναι παρά ο θόλος του γκαράζ που υπάρχει κάτω απ’ το κτίριό του. «Μα πες μου, πόσες πιθανότητες έχεις να βρεις πυραμίδα στον Νέο Κόσμο;», τον ρωτάω έκπληκτη. Μου λέει ότι και σε εκείνον έκανε μεγάλη εντύπωση και ότι ήταν ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους έκλεισε τον χώρο χωρίς να το πολυσκεφτεί. Του λέω αστειευόμενη ότι όταν δεν θα μπορώ να πηγαίνω στο Κάιρο, θα έρχομαι στην αυλή του. Μου απαντάει ότι είμαι ευπρόσδεκτη. Οπότε, από πυραμίδες είμαι καλυμμένη.
Ο David Bowie, o λευκός γάτος του με τα μπλε και πράσινα μάτια, τρίβεται νωχελικά στα πόδια του. «Και τα έπιπλα; Όλες αυτές τις ξύλινες επιφάνειες, τη σκάλα, την κουζίνα, ό,τι βλέπω, τα έφτιαξες μόνος σου;» τον ρωτάω. Μου λέει ότι ήταν μια ωραία συνεργασία με τον σκηνογράφο και designer Guy Στεφάνου. «Ο Guy σέβεται τον κάθε χώρο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της κοινής αγάπης για τον χώρο και την προσωπικότητα του ανθρώπου που τα κατοικεί».
«Και τα ωραία φωτιστικά;» ρωτάω. Μαθαίνω ότι είναι και αυτά από την εταιρεία του Guy, την d.Mod. O Lee περιγράφει τον Guy ως ασυμβίβαστο και λέει ότι κάνει το industrial να μοιάζει οικείο· ότι καταφέρνει να δει τον πυρήνα σου και σε βοηθάει να βρεις τι θέλεις τελικά. Το σπίτι, λέει, είχε πολύ μαστόρεμα. «Είναι “χειροποίητο”, δεν είχαμε μάστορες. Μέσα απ’ τον μόχθο έρχεται η χαρά τού να φτιάξεις κάτι μόνος σου».
Τον ρωτάω αν έχει πράγματα ΙΚΕΑ. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, βέβαια, το ΙΚΕΑ είναι μια εύκολη λύση, αλλά ό,τι έχω από το ΙΚΕΑ είναι κάπως πειραγμένο, τα αλλάζω». «Σ’ αυτό το σπίτι ήθελα απλότητα», μου εξηγεί. «Δεν ήθελα να γεμίσω τον χώρο. Σ’ αυτήν τη φάση της ζωής μου η λιτότητα είναι το ζητούμενο. Την επιδιώκω και δουλεύω πάνω σε αυτή. Να έχω αυτά που χρειάζομαι, τα απαραίτητα».




Το σπίτι είναι δίπλα στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Τον ρωτάω αν του αρέσει η γειτονιά. Μου λέει ότι είναι μια γειτονιά που τη βρήκε πάνω στην άνθηση. Είναι σαν να είδε το πρώτο μπουμπούκι και τώρα το λουλούδι να έχει πια ανοίξει. Θεωρεί ότι τα μαγαζιά που ανοίγουν είναι προσεγμένα και ότι τα ανοίγουν άνθρωποι με μεράκι.
Ο Lee εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το ’98. Για είκοσι χρόνια διατηρούσε εκεί γκαλερί, την οποία κρατάει ακόμα και πηγαινοέρχεται. «Σε κάποιους», μου λέει, «ακόμα φαίνεται περίεργο που ήρθα στην Ελλάδα. Είναι σαν να λένε “τι θέλει τώρα αυτός εδώ; Γιατί, ενώ είχε μια στρωμένη ζωή στη Νέα Υόρκη, ήρθε στην Αθήνα;” “Γιατί είσαι εδώ και όχι στη Νέα Υόρκη” είναι η ερώτηση που μου κάνουν πιο συχνά», λέει. Το παίρνω κι εγώ σαν πάσα και του λέω αστειευόμενη, με ανακριτική φωνή: «Γιατί, λοιπόν, είπαμε, είσαι εσύ εδώ;».
«Ξέρω την ιστορία της Ελλάδας», λέει, «ίσως καλύτερα από κάποιους Έλληνες, και δεν το λέω υπεροπτικά. Ήρθα εδώ για την Μπιενάλε της Μυκόνου το 2015. Δεν είχα ξαναέρθει στην Ελλάδα. Όταν πρωτοεπισκέφτηκα τη Δήλο, απομακρύνθηκα απ’ την παρέα μου και έφτασα πιο ψηλά· από εκεί είχα πανοραμική θέα. Ένιωσα πραγματικά ότι αυτό το φως έλουσε όλη μου την ύπαρξη. Ίσως ακούγεται ποιητικό, αλλά είμαι στην Ελλάδα γιατί ακολουθώ κάτι σαν δική μου αποστολή. Πάντως σίγουρα δεν είμαι κατάσκοπος και δεν ήρθα για να πάρω τη δουλειά των άλλων. Στην αρχή σίγουρα υπήρχε αυτό το βλέμμα δυσπιστίας πάνω μου από πολλούς. Όμως είμαι σε μια ηλικία που δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Έχω κάνει έναν τόσο μεγάλο κύκλο στη ζωή μου που μπορώ να διαλέξω τη ζωή και τον τόπο που θέλω να ζήσω, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Δεν λέω “για πάντα” γιατί για μένα δεν υπάρχει “για πάντα”. Έχω την γκαλερί μου στη Νέα Υόρκη, την IFAC, τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Τρέχει μια χαρά με τους εκεί συνεργάτες και πηγαινοέρχομαι κάθε δυο-τρεις μήνες. Τα τελευταία χρόνια έχω και την IFAC Athens. Δεν ήρθα στην Ελλάδα στα είκοσί μου ως φοιτητής και vagabond, ήρθα σε μια ηλικία στην οποία εκτίμησα όλες τις καλές ποιότητες αυτού του τόπου».
Μπαίνοντας στον χώρο του, βλέπω σε έναν πίνακα με μεγάλα γράμματα τη λέξη «φιλότιμο», που δεν μεταφράζεται στα αγγλικά. «Θεωρείς ότι έχουν οι Έλληνες φιλότιμο;», τον ρωτάω. «Θα πω ναι, αλλά το έχω στην είσοδο για να τους το θυμίζω σε περίπτωση που το ξεχνάνε», λέει γελώντας πονηρά.
Του κάνω την κλισέ και κάπως αψυχολόγητη ερώτηση «Αθήνα ή Νέα Υόρκη;». Μου απαντά εύστοχα ότι αφού είναι τώρα εδώ, είναι προφανές ότι αυτό το διάστημα τον συγκινεί η Ελλάδα. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Νέα Υόρκη δεν είναι μια μαγική μητρόπολη. Είμαι ευγνώμων για τα χρόνια εκεί. Αλλά είμαι ευγνώμων που πλέον πηγαινοέρχομαι και παίρνω όλα τα καλά πράγματα που έχει να μου δώσει η Νέα Υόρκη. Είναι σαν να γεμίζω τις τσέπες και το μυαλό μου. Έρχομαι μετά και τα αδειάζω στην Αθήνα και προχωράω βήματα παραπέρα».




Μου λέει ότι εδώ δουλεύει ωραία. Κάθε μέρα λίγες ώρες, άλλοτε περισσότερο. «Πουλάω τα έργα μου, συμμετέχω σε εκθέσεις και ψάχνω πάντα για νέους καλλιτέχνες». Μου λέει ότι του αρέσει και να φροντίζει τους νέους καλλιτέχνες ως μέντορας, να τους προσφέρει ένα στήριγμα και τον τρόπο να προχωρήσουν. Η παρακαταθήκη του βρίσκει αξία. «Συχνά», λέει, «δίνω και τον χώρο για art residency. Νομίζω ότι ο καθένας αφήνει εδώ έναν σπόρο· άλλος ανθίζει, άλλος όχι, αλλά κάτι γίνεται».
«Πώς θα σύστηνες τον εαυτό σου στους Έλληνες;» τον ρωτάω στο τέλος. «Γεια, είμαι ο Lee, γουστάρω να μένω στην Αθήνα, κάνω αυτό που αγαπώ και ζω τη ζωή μου με ευγνωμοσύνη, με ό,τι φέρει η κάθε μέρα».
Φεύγω απ’ το στούντιο του Lee με την ανάγκη μια μέρα να ζήσω και εγώ μια πιο καλλιτεχνική ζωή και να κάνω αυτό ακριβώς που τραβάει η ψυχή μου. Αυτό κάνει ο Lee. Ζει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν και κάνει το κέφι του. Να άλλη μια ελληνική λέξη που δεν μεταφράζεται!