Στην καρδιά της Γλυφάδας, το διαμέρισμα του Αλέξανδρου Μαγκανιώτη δεν μοιάζει με μια ακόμα κατοικία. Είναι η προέκταση ενός βλέμματος, μιας σχεδιαστικής σκέψης, σαν ένα εργαστήρι καλλιτεχνικού πειραματισμού. Ο Αλέξανδρος δεν αρκέστηκε να φτιάξει απλώς ένα διαμέρισμα αλλά έβαλε στον χώρο του ρυθμό και συμμετρία, ανεβάζοντας τον πήχη της αισθητικής ψηλά. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι από δικά του έργα, διαφορετικών καλλιτεχνικών περιόδων του. Καθένα σού αφηγείται μια ιστορία.
Το σπίτι έχει μια ωραία ροή, μια καθαριότητα και μια τάξη – αξιοσημείωτο για καλλιτέχνη. Είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρώ και εκείνος χαμογελά. «Μόνο μέσα στην τάξη μπορώ να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου. Κάθε αντικείμενο έχει τη θέση του, όχι από εμμονή αλλά από αγάπη στην ακρίβεια. Είναι σαν σκηνογραφημένο».
Είναι μεσημέρι και το φως γλιστράει πάνω στις επιφάνειες, σαν να υπακούει κι αυτό στον σχεδιασμό. Ένα σπίτι-μελέτη, ένα σπίτι-καθρέφτης, ένα σπίτι που σε κάνει να θυμάσαι πως ο χώρος, όταν είναι αληθινός, έχει καρδιά. Του το λέω και σεμνά σκύβει το κεφάλι. «Μόνο η καρδιά με ενδιαφέρει και αν εδώ έχω βάλει συναίσθημα είναι γιατί μόνο έτσι λειτουργώ. Το σπίτι αποκαλύπτει ποιος είσαι, σε δείχνει γυμνό. Τα μαρτυράει όλα για σένα, δεν μπορείς να κρυφτείς», μου λέει με σοβαρότητα και με περνάει στην τραπεζαρία, όπου μας έχει ετοιμάσει τσάι σε μπαρόκ πορσελάνινες κούπες με βουτήματα. Είναι μια ωραία ιεροτελεστία, μιας άλλης εποχής, αναφορά στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. «Δείχνει πάντα κάτι για τον άνθρωπο ο τρόπος που σε φροντίζει όταν πας σπίτι του», σχολιάζω. Μου απαντά ότι του αρέσει να ’ναι οικοδεσπότης και να δημιουργεί μια εμπειρία σε όποιον μπαίνει σπίτι του.
«Το σπίτι αποκαλύπτει ποιος είσαι, σε δείχνει γυμνό. Τα μαρτυράει όλα για σένα, δεν μπορείς να κρυφτείς».
Τον ρωτάω πώς βρέθηκε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα και μου λέει ότι ήταν το εξοχικό του παππού του. Ο πατέρας του πέρασε εδώ τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Αργότερα το έχτισαν εκ νέου ο θείος του που ήταν αρχιτέκτονας και ο μπαμπάς του που ήταν μηχανικός. Πρόκειται για οικογενειακή πολυκατοικία, λέει.

Παρατηρώ ότι έτσι εξηγείται που όλα τα κουδούνια γράφουν «Μαγκανιώτης». «Το τωρινό σενάριο είναι ότι όλοι οι ένοικοι είμαστε ξαδέρφια, εξού και όλοι Μαγκανιώτηδες». «Αυτό ακούγεται κάπως ριψοκίνδυνο», παρατηρώ, «δεν ξέρω αν θα ’θελα να ζω με συγγενείς μου». Γελάει. «Είμαστε όλοι ανεξάρτητοι και αγαπημένοι, αυτό που χαίρομαι πιο πολύ είναι που βλέπω τα ανίψια μου», λέει στοργικά.
Σ’ αυτό το σπίτι πάει κι έρχεται. «Άμπωτη-παλίρροια», σχολιάζει με χιούμορ. Έμενε μια τετραετία. Έφυγε και επέστρεψε το ’22. «Το έφτιαξα όμορφο και το νοίκιαζα επιπλωμένο. Είχα ένα στούντιο στο Μοναστηράκι και το μετέτρεψα σε κατοικία με σκοπό να μείνω εκεί μέχρι να περάσει η κρίση. Με τούτα και με κείνα όμως, περάσαν δέκα χρόνια. Επέστρεψα πια στη Γλυφάδα έπειτα από τον κορωνοϊό και τις καραντίνες, εκεί που φάνηκε μέσα μας με μεγαλύτερη σαφήνεια τι είναι ουσιώδες. Και να ’μαι πάλι εδώ, στη δεύτερη φάση του σπιτιού», λέει.
«Δεν σε πειράζει που τα έπιπλά σου τα χρησιμοποιήσαν ξένοι άνθρωποι;» τον ρωτάω. «Όχι», απαντά. Δεν έχει τέτοια κολλήματα. «Έμενε ένας διάσημος παίκτης του Ολυμπιακού με την οικογένειά του». Κάποιοι φίλοι ποδοσφαιρόφιλοι τού ζητούσαν αυτόγραφο και φεύγοντας τού άφησε ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια.




Τον ρωτάω για τα έπιπλα. Η τραπεζαρία είναι δανέζικη, δώρο μιας φίλης, και της άλλαξε χρώμα – εκείνη μετακόμισε και δεν χώραγε στο νέο της σπίτι. Οι καρέκλες είναι της μαμάς του. Οι άλλες δύο απ’ το Habitat και ακόμα δύο αγορασμένες απ’ τον Δελούδη, σε σχέδιο του Eames. Υπάρχουν πια παντού αντιγραφές τους, αλλά δεν τον νοιάζει, τις αγαπά.
Το μάτι μου πέφτει στην εντυπωσιακή βιβλιοθήκη, που έχει σχεδιάσει ο ίδιος. «Ήθελα», λέει, «την ιδέα της διαμπερότητας. Να αφήνει μεγάλα κενά για διακοσμητικά αντικείμενα και να υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι βλέπεις μέσα απ’ αυτήν». Μου εξηγεί ότι το σπίτι είναι διακοσμημένο με αντικείμενα που του έκαναν δώρο, που βρήκε ή αγόρασε στα ταξίδια του. Τον ρωτάω για δύο χαριτωμένα αγάλματα, δύο Μανδαρίνους. Τα πουλούσαν, λέει, σε ένα πολύ ιδιαίτερο ανθοπωλείο στο Παρίσι, στο Marais. Τα τιρκουάζ Foo dogs είναι δώρο της νονάς του και τα άλλα δύο μεγαλύτερα τα βρήκε σε ένα σπίτι περίπου εγκαταλελειμμένο. Το ίδιο και το κεραμικό γλυπτό «πολική αρκούδα» που έχει τοποθετήσει έξυπνα μέσα στο τζάκι. «Είναι από τα πράγματα που έμειναν πίσω αλλά για μένα μετέφεραν μια ιστορία και τώρα είναι σαν συνομιλούν μέσα στο σπίτι». Και η τσαγιέρα που τώρα πίνουμε το τσάι μας είναι από μια θεία φίλου που του άφησε διάφορα τέτοια προικιά και εκείνος ούτε να τα βλέπει δεν ήθελε. «Εγώ πάλι την εκτίμησα υπέρ το δέον. Et voilà».
Την κουζίνα τη σχεδίασε ο Αλέξανδρος. Όμορφες, λιτές γραμμές. Παρατηρώ ότι και η κουζίνα είναι γεμάτη με έργα του. «Μα τι να κάνω;» απολογείται, «Δεν υπάρχει χώρος για τόσα έργα». Ένα vintage τραπεζάκι είναι από το Reto. Πάμφηνο, παρατηρεί, αλλά τώρα φιλοξενεί το τηλέφωνο του Φρόιντ. Του αρέσει να παντρεύει διάφορες τάσεις και εποχές. Ασχολείται και με το interior. Φτιάχνει, σπίτια, ξενοδοχεία, μαγαζιά. Τον ρωτάω τι αγαπά πιο πολύ στη διακόσμηση. «Ό,τι αγαπώ και στην τέχνη. Μέσα από έναν χώρο να αφηγούμαι μια ιστορία».




Τα μάτια μου πέφτουν συνεχώς και σε ένα καινούργιο στοιχείο και τον ρωτάω εμμονικά τι είναι το ένα και τι το άλλο. Οι καρέκλες –του 1930– είναι κι αυτές δώρο. «Τις έντυσα με βελούδο. Στην πλάτη είναι τυπωμένο δικό μου έργο, μια πρόταση που είχα κάνει για μαντίλια στον οίκο Hermès. Αφού δεν προχώρησε η πρόταση, είπα: “Δεν πειράζει ας γίνει πολυθρόνα”», λέει με σπιρτάδα στο βλέμμα.
Το εντυπωσιακό σεκρετέρ είναι απ’ την αντικερί του Μαρτίνου. Δηλώνει ότι το ερωτεύτηκε. Στο εσωτερικό ράφι του σεκρετέρ ανακαλύπτω μια συλλογή από ετερόκλητα αντικείμενα, ένα δικό του cabinet de curiosités. Στο πάνω μέρος είναι τοποθετημένο ένα design φωτιστικό του Tom Dixon σε χάλκινο χρώμα.
Η μαυρόασπρη pied de pοule πολυθρόνα είναι από μια ολλανδική εταιρεία που λέγεται Zuiver, αγορασμένη από το Interni. Το φωτιστικό είναι του Casteglioni, το Parentesi, της εταιρείας Flos. «Αγαπάς τα design έπιπλα», παρατηρώ. «Ναι, φυσικά. Σχεδιάζω κι εγώ, οπότε είναι κάτι σαν επαγγελματική διαστροφή. Με ιντριγκάρει πολύ το κομμάτι της ιδέας, του σχεδιασμού, περισσότερο από το brand».
Οι καναπέδες είναι παλιοί ΙΚΕΑ, τους αγόρασε όταν πρωτομπήκε στο σπίτι, τους έχει αλλάξει μόνο το ύφασμα. «Άρα έχεις και ΙΚΕΑ», παρατηρώ με έκπληξη. «Ναι, φυσικά, δεν τα περιφρονώ. Μπορείς να βρεις κάποια πολύ ωραία κομμάτια, αν ψάξεις και έχεις και μια αίσθηση του design».
Τον ρωτάω ποιο είναι το πιο αγαπημένο του έπιπλο στο σπίτι – το τραπέζι του σαλονιού από όνυχα. Του το χάρισε μια φίλη της μητέρας του Γερμανίδα, η οποία, όταν παντρεύτηκε, το έφερε με τρένο από το Μόναχο. Δεν ήθελε να το κρατήσει άλλο, ήταν πολύ βαρύ και δύσκολο στις μετακομίσεις. «Ήρθε στον χώρο και τα έδεσε όλα», λέει, καθώς πιστεύει ότι κάποια έπιπλα είναι οι πρωταγωνιστές του σπιτιού.




Το ένα σκαμπό είναι Zara Home, το άλλο Pols Potten από Interni. «Μ’ αρέσει το mix’n’match. Αρκεί να κρατάς το μέτρο, να ξέρει τι προσθέτεις και τι αφαιρείς».
Έκπληξη και το υπνοδωμάτιό του, σε κίτρινους τόνους, όπου βρίσκω ένα πολύ μεγάλο έργο του, με ένα αεροπλάνο και την επιγραφή «Welcome aboard». Το έφτιαξε, λέει, στην καραντίνα και έχει να κάνει και με το ταξίδι και με την αναζήτηση της ουτοπίας – είναι μια ουτοπική πόλη. Τα κομοδίνα είναι της Kartell. Με φωνάζει στο πανέμορφο wc. «Είναι όλο ροζ», μου λέει, «φτιαγμένο για σένα». Ενθουσιάζομαι. «Πράγματι είναι το μπάνιο της Τζούλης», του λέω. «Αγαπώ το χρώμα», παρατηρεί. «Όλους τους τόνους του πράσινου, του κίτρινου και του ροζ».
Τον ρωτάω για τα έργα του, που είναι παντού στον χώρο του. «Είναι σαν να έχω μια έκθεση, τα αλλάζω συνεχώς. Αν έρθεις σε μια βδομάδα, το πιο πιθανό είναι να δεις άλλα». Τον ρωτάω αν έχει έργα άλλων καλλιτεχνών. «Έχω λίγα, επιλεκτικά. Κυρίως φίλων, του Κωνσταντίνου Πάτσιου, του Ανδρέα Βουσούρα, της Ζωής Κεραμέα, της Νατάσσας Πουλαντζά, του Cacao Rocks, του Ανδρέα Βάη. Δεν έχω χώρο, γιατί πλέον είναι και στούντιο και σπίτι μαζί και δεν με φτάνουν οι τοίχοι. Θα ’θελα πιο πολλούς τοίχους», συμπληρώνει προβληματισμένος.






«Τι είναι για σένα το σπίτι;» τον ρωτάω. «Πεδίο πειραματισμού. Μ’ αρέσει συνέχεια να το αλλάζω και να δοκιμάζω νέα πράγματα. Όλο κάτι θέλω να προσθέσω και κάτι να αφαιρέσω». Τον ρωτάω αν είναι ένα κοινωνικό σπίτι. «Ναι, μ’ αρέσει να έρχονται φίλοι. Δεν είμαι πολύ του μαγειρέματος αλλά αν βαριέμαι να μαγειρέψω, αναλαμβάνουν δράση εκείνοι. Το Σάββατο που μας πέρασε βρεθήκαμε να τρώμε παστίτσιο μαγειρεμένο από κάποια μαμά. Σημασία έχει να βρισκόμαστε. Το τι θα φάμε είναι εύκολο», μου απαντά και ανασηκώνει τους ώμους.
Τον ρωτάω αν είχε φύλο το σπίτι τι θα ήταν. Το σκέφτεται λίγο, λέει ότι θα ήταν γένους αρσενικού. Τέτοιες είναι οι γραμμές του, γιατί στην ουσία του είναι μίνιμαλ. Και ποιο θα ήταν το τραγούδι του σπιτιού, αν έπρεπε να διαλέξει; Η απάντηση έρχεται αμέσως, σαν να την είχε ήδη σκεφτεί και να την είχε έτοιμη: το «Every day is like Sunday» του Μorrissey. Μου το βάζει να το ακούσω για να το θυμηθώ. Φεύγω απ’ το σπίτι του Αλέξανδρου εύθυμη, σιγοτραγουδώντας το ρεφρέν του τραγουδιού.