Ο Αντώνης Αντωνόπουλος διαβάζει την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμιουελ Μπέκετ, που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα του.
Η ενδοσκοπική αφήγηση και το οξύ πνεύμα του έργου συνεισφέρουν με μια συναρπαστική σκέψη στα δικά μας ταξίδια αυτογνωσίας καθώς ο χρόνος αναπόφευκτα περνάει.
Κάθε χρόνο, την ημέρα των γενεθλίων του ο Κραπ ηχογραφεί μια μαγνητοταινία με τα σημαντικότερα γεγονότα του περασμένου έτους – πριν από την καινούργια ηχογράφηση ακούει μια παλιότερη. Στα εξηκοστά ένατα γενέθλιά του έρχεται αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που πήρε τριάντα χρόνια πριν.
Οι μαγνητοταινίες του παρελθόντος δημιουργούν το παρόν και παράλληλα ανασυνθέτουν το παρελθόν. Οι χρόνοι συνυπάρχουν, ο Κραπ, μέσω αυτών, συνομιλεί με τον νεότερο εαυτό του που στέκεται απέναντί του – αυτοί οι δυο καλούνται να συνυπάρξουν.
Στα 39 του ο Κραπ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τα πάντα και να αφοσιωθεί στην καριέρα του και στο έργο του, θεωρώντας ότι είχε βρει τον σκοπό της ζωής του. Στα 69 του είναι αποτυχημένος και μόνος. Πόσο άδειες και χωρίς νόημα μπορεί να είναι οι μεγάλες αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή μας;
Ακούγοντας στο ηχητικό του ημερολόγιο τη χρονιά που αποτέλεσε σταθμό στη μετέπειτα ζωή του, βυθίζεται στη φωνή του απ’ το παρελθόν, που τώρα μοιάζει ξένη. Η φωνή αυτού του «άλλου» τού υπενθυμίζει τις άσκοπες αποφάσεις του, τον αποκλεισμό από τη ζωή του του έρωτα και των συγκινήσεών της. Όποιος κι αν ήταν κάποτε ο Κραπ, ο άντρας που έχει αδυναμία στις μπανάνες και στο αλκοόλ, αυτός που στέκεται μπροστά μας είναι γεμάτος τύψεις επειδή η θνητότητα τον πλησιάζει και το σύνολο της ζωής του δεν είναι όσο πλούσιο θα μπορούσε να είναι. Κουνάει το κεφάλι του καθώς ο νεότερος εαυτός του μονολογεί. Ακούει με ένα προσωπικό, βαθύ ενδιαφέρον ή αρνείται να ακούσει, από θυμό ή πόνο. Αν μπορούσε να γυρίσει πίσω, όταν ήταν 39 χρονών, ίσως να έκανε τα πράγματα διαφορετικά.
Ο μονόλογος μετατρέπεται σε μια υπαρξιακή συνάντηση με τους παλιούς εαυτούς και τις πολλές φωνές που ενσωματώνουμε μέσα μας όλη μας τη ζωή, και ανασύρουν τον ρομαντικό εαυτό μας, τη λαχτάρα, τη λύπη αλλά και την απελπισία που ακολουθεί.
Ο Μπέκετ έγραψε το έργο το 1958, σε ηλικία 52 ετών, κάπου μεταξύ του νεότερου και του μεγαλύτερου Κραπ, για τον Ιρλανδό ηθοποιό Πάτρικ Μαγκί (τον αγαπημένο, κατά πολλούς, ηθοποιό του Μπέκετ), και αρχικά είχε τον τίτλο «Μονόλογος για τον Μαγκί». Ο Μπέκετ εμπνεύστηκε το έργο ακούγοντας τον Μαγκί να διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα «Μολλόι» και «Από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι» στο Τρίτο Πρόγραμμα του BBC, τον Δεκέμβριο του 1957.
Σε γράμμα του προς τον Λονδρέζο βιβλιοπώλη Τζέικ Σβαρτς στις 15 Μαρτίου 1958 έγραψε ότι είχε «τέσσερις εκδοχές, δακτυλογραφημένες, με άφθονες σημειώσεις και βρόμικες διορθώσεις ενός σύντομου θεατρικού μονολόγου που μόλις έγραψα (στα αγγλικά) για τον Πατ Μαγκί. Αυτό συντέθηκε στη γραφομηχανή από ένα σωρό παλιές σημειώσεις, οπότε δεν έχω χειρόγραφο να σας προσφέρω».
Ο Κραπ ονομαζόταν απλώς «Α» στο πρώτο προσχέδιο. Το όνομα Κραπ, με τις περιττωματικές του συνδηλώσεις, είχε χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν από τον Μπέκετ. Στο πρώτο του έργο, «Ελευθερία» (μη σκηνοθετημένο και αδημοσίευτο όσο ζούσε), που χρονολογείται από το 1947, ο πρωταγωνιστής είναι ο Βίκτορ Κραπ, ένας νεαρός άνδρας που αποφάσισε να αποσυρθεί από τη ζωή και να μην κάνει τίποτα. Έχει περιγραφεί ως ένας κουρασμένος από τον κόσμο αντιήρωας, ένας αποτυχημένος συγγραφέας, και αποτελεί ένα σαφές πρωτότυπο για τον μεταγενέστερο Κραπ.
Ο Αντώνης Αντωνόπουλος σκηνοθέτησε και ερμήνευσε τον μονόλογο του Μπέκετ «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» το 2016 και υπογράφει τη μετάφραση με τον Δημήτρη Καραντζά.
Επιμέλεια: Αργυρώ Μποζώνη
Κάμερα - Μοντάζ: Γεράσιμος Δομένικος
Ηχοληψία: Αλέξανδρος Αντωνίου
Μίξη ήχου: Φαίδωνας Κτενάς