Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς μίλησε στον Guardian από το Μάντσεστερ, λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα του νέου της μεγάλου έργου Balkan Erotic Epic.
Η 79χρονη «ιέρεια» της περφόρμανς τέχνης περιέγραψε γιατί θεωρεί το πρότζεκτ αυτό «το σημαντικότερο της ζωής της», μίλησε για τις βαλκανικές τελετουργίες που αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης και εξομολογήθηκε τον φόβο που της προκαλεί η κλίμακα της παράστασης.
Το Balkan Erotic Epic έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών και συμμετέχουν πάνω από 70 ηθοποιοί, χορευτές και εθελοντές. Η παράσταση, που ανατέθηκε στην Αμπράμοβιτς από τον οργανισμό Factory International, αντλεί υλικό από λαϊκές παραδόσεις και αρχέγονες τελετουργίες των Βαλκανίων: από την Αλβανία και τη Σερβία μέχρι την Ελλάδα και την Τουρκία. Οι σκηνές περιλαμβάνουν γυμνό και έντονα ερωτικά στοιχεία, τα οποία, όπως διευκρινίζει η ίδια, «δεν έχουν να κάνουν με πορνογραφία, αλλά με την ιστορία του ανθρώπινου είδους».
Η Αμπράμοβιτς εξήγησε ότι η έρευνά της αποκάλυψε πως «όλες οι παραδοσιακές τελετές –γεννήσεις, γάμοι, ταφές, ακόμη και οι αγροτικές δουλειές– εμπλέκουν το σώμα, το πέος και τον κόλπο σε διαφορετικές μορφές». Το έργο θα ζωντανέψει αυτές τις πρακτικές μέσα από ένα μείγμα ζωντανής δράσης, κινηματογραφικών προβολών, μουσικής και animation, γεμίζοντας ολόκληρο τον μνημειακό χώρο των Aviva Studios.
Η ίδια παραδέχθηκε ότι η κλίμακα του εγχειρήματος τη φοβίζει. «Τα έργα μου είναι συνήθως μινιμαλιστικά. Αυτό δεν είναι καθόλου μίνιμαλ. Ξυπνάω μέσα στη νύχτα από το άγχος. Δεν έχω νιώσει έτσι για κανένα άλλο έργο», είπε χαρακτηριστικά.
Η παράσταση έχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα για την Αμπράμοβιτς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γιουγκοσλαβία. Ξεκινά με την κηδεία του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και κλείνει με έναν γάμο, ενώ ανάμεσα παρεμβάλλονται δρώμενα εμπνευσμένα από μύθους, έθιμα και παραδόσεις: γυναίκες που θρηνούν χτυπώντας το στήθος τους, σκελετοί που χορεύουν ανάμεσα σε ζωντανά σώματα, πολεμίστριες από την Αλβανία και σκηνές γονιμότητας όπου οι συμμετέχοντες «σπέρνουν» τη γη.
Ιδιαίτερη συζήτηση αναμένεται να προκαλέσει η εικονογραφία της παράστασης: από τον «κήπο των μανιταριών», όπου πελώριοι φαλλοί αναδύονται από το έδαφος, μέχρι έναν χορό ανάμεσα σε Σέρβο και Αλβανό, δύο λαούς με ιστορικά εχθρική σχέση. Σύμφωνα με τον Guardian, η Αμπράμοβιτς έδειχνε πρόχειρα σχέδια και μακέτες στους δημοσιογράφους, σχολιάζοντας με χιούμορ: «Αυτόν τον λέμε Τζιακομέτι».

Μαρίνα Αμπράμοβιτς: «Το σημαντικότερο πρότζεκτ της ζωής μου»
Η καλλιτέχνις θεωρεί το έργο «το πιο σημαντικό» της ζωής της. Όπως λέει, όλες οι τελετές που μελέτησε, είτε αφορούσαν γάμο, είτε θάνατο, είτε τη σπορά, χρησιμοποιούσαν τα γεννητικά όργανα με πολλούς τρόπους. Σκοπός της είναι να επανασυνδέσει το κοινό με τις ρίζες της ανθρωπότητας και να δείξει πώς το σώμα και η σεξουαλικότητα υπήρξαν πάντα αναπόσπαστα από τη συλλογική ζωή.
Παράλληλα, αναγνωρίζει τον κίνδυνο παρερμηνείας: «Ξέρω ότι θα δεχθώ σκληρή κριτική. Αυτό όμως αποδεικνύει πόσο δύσκολα δεχόμαστε την ίδια μας την ιστορία», σημειώνει. Για να αποφευχθεί η ταύτιση με την πορνογραφία, επέβαλε στους ερμηνευτές κανόνες, όπως η αποχή από το ξύρισμα για μήνες, θέλοντας να υπογραμμίσει την αυθεντικότητα και τη φυσικότητα των δρωμένων.
Σε πρόβες που παρακολούθησαν οι δημοσιογράφοι, η παράσταση έδειχνε τη γκάμα συναισθημάτων που προκαλεί. Σε μια σκηνή, ένα γυμνό σώμα ντυνόταν αργά από μια γυναίκα, ενώ στο βάθος ακούγονταν μοιρολόγια σε σερβική μελωδία, με χορευτές να συνδυάζουν θλίψη, έρωτα και ερωτισμό. Σε άλλα δρώμενα, εικόνες οργίων συνδυάζονται με σκελετούς που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε ζωντανά σώματα.
Η Αμπράμοβιτς απαντά εκ των προτέρων στις κατηγορίες περί «πορνογραφίας»: «Δεν είναι πορνό. Είναι κάτι πολύ πιο θεμελιώδες. Αυτές οι τελετές αφορούν την ιστορία της ανθρωπότητας. Μιλούν για την ίδια τη ζωή».
Γυμνό, παρεξηγήσεις και κριτική
Γι’ αυτό και ορισμένα δρώμενα που κρίθηκαν «απαγορευτικά» για σκηνική αναπαράσταση, παρουσιάζονται μέσω animation, όπως μια ιστορία του 14ου αιώνα από την Κροατία, όπου μια γυναίκα χρησιμοποιεί ένα ψάρι ως ερωτικό φίλτρο, ή ένα έθιμο από τη Βοσνία, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο γαμπρός αγγίζει τρεις φορές μια γέφυρα με το μόριό του, σε μια τελετή που θεωρούνταν ότι εξασφαλίζει τη γονιμότητα.
Η καλλιτέχνις γνωρίζει ότι η βρετανική κοινή γνώμη μπορεί να αντιδράσει έντονα. Θυμίζει πως το 2023, η επανεκτέλεση του έργου Imponderabilia, όπου ένα γυμνό ζευγάρι στεκόταν σε πόρτα μουσείου, μονοπώλησε τον Τύπο για την «πρόκληση», αντί να συζητηθεί το ουσιαστικό μήνυμα. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι το γυμνό εξακολουθεί να έχει ισχυρή δύναμη: «Ο κόσμος σοκάρεται, γελάει, νιώθει άβολα, συγκινείται. Αυτό θέλω να συμβεί και εδώ: ένα φάσμα αντιδράσεων».

Δείχνει φωτογραφίες από τον υπολογιστή της- γαμήλιες τελετές, μυθικά πλάσματα, υπερμεγέθεις φαλλοί. Παράλληλα έχει ήδη ετοιμάσει συνοδευτικό merchandise, με μπλουζάκια που απεικονίζουν σκιτσαρισμένα γυναικεία στήθη, ποδιές και καπέλα με ασπρόμαυρους φαλλούς. Τα χαρακτηρίζει «παιχνιδιάρικα, αθώα», με διάθεση αυτοσαρκασμού.
Η προσωπική διάσταση του έργου είναι εξίσου καθοριστική. Η Αμπράμοβιτς μεγάλωσε στη Γιουγκοσλαβία, σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον. Η μητέρα της, βαθιά θρησκευόμενη Ορθόδοξη Χριστιανή αλλά και φανατική υποστηρίκτρια του καθεστώτος Τίτο, ήταν απόμακρη και αυστηρή. «Δεν με φίλησε ποτέ στη ζωή της. Όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε ότι δεν ήθελε να με κακομάθει», αφηγείται η καλλιτέχνις. Η σεξουαλικότητα παρουσιαζόταν ως κάτι «βρόμικο», και η ίδια έμεινε παρθένα μέχρι τα 24. «Έπρεπε να επαναστατήσω, να ανακαλύψω ποια είμαι. Ήθελα να εξερευνήσω όλες τις δυνατότητες του σώματος και του νου».
Στο νέο της έργο «παίρνει μαζί της» και τη μητέρα της, ως μυθοπλαστικό χαρακτήρα, μια γυναίκα με κομμουνιστική στολή και παράσημα που περιπλανιέται σιωπηλή ανάμεσα στις σκηνές. Στην πορεία, όμως, μπαίνει κι εκείνη στο πανηγύρι, αρχίζει να χορεύει και να γδύνεται. «Είναι μια απελευθέρωση που δεν μπόρεσα να της χαρίσω στη ζωή. Οπότε το κάνω τώρα μέσα στο έργο», εξηγεί η Αμπράμοβιτς.
Η σχέση τους υπήρξε περίπλοκη. «Όταν της έστελνα αποκόμματα από τα έργα μου, έκοβε όλες τις σελίδες με γυμνό πριν τα δείξει σε άλλους. Πίστευε ότι ήμουν εκτός ελέγχου». Ωστόσο, μετά τον θάνατό της, η Αμπράμοβιτς βρήκε τα ημερολόγιά της και ανακάλυψε έναν θαυμασμό που ποτέ δεν είχε εκφράσει ανοιχτά. «Αν είχα διαβάσει έστω μια σελίδα όσο ζούσε, η σχέση μας θα ήταν διαφορετική. Εκείνη ήθελε να με κάνει πολεμίστρια, αλλά ένιωθε ότι με έχανε μέσα στην τέχνη».
«Ζούμε στην κόλαση»
Για την ίδια, η παράσταση είναι και μια μορφή συμφιλίωσης με το παρελθόν. Παρά τη σκληρότητα των εικόνων, τη βλέπει ως βαθιά θεραπευτική εμπειρία.

Αν και τα έργα της σπάνια έχουν ευθύ πολιτικό χαρακτήρα, σχεδόν πάντα συνομιλούν με την εποχή τους. Το νέο πρότζεκτ δεν αποτελεί εξαίρεση. «Ζούμε στην κόλαση», λέει, αναφερόμενη στον πόλεμο στην Ουκρανία, στη Γάζα, αλλά και στις ηγεσίες του Τραμπ, του Πούτιν και του Νετανιάχου. «Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό αυτό το έργο. Θέλω να γυρίσω στις ρίζες των πραγμάτων. Ο μόνος τρόπος να αλλάξουμε τον κόσμο είναι να αλλάξουμε πρώτα τον εαυτό μας. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να στραφούμε στο παρελθόν μας».
Ως παράδειγμα αναφέρει την εμφάνισή της στο Γκλάστονμπερι το 2024, όπου κάλεσε το κοινό σε επτά λεπτά συλλογικής σιωπής. «Όλοι μού έλεγαν ότι ήταν τρέλα και πως κανείς δεν θα συμμετείχε. Αλλά ήξερα ότι αυτό ήταν που χρειαζόμασταν».
Μιλώντας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ζει εδώ και δεκαετίες, περιγράφει μια κοινωνία «διχασμένη μέχρι το κόκαλο». «Νιώθω ότι υπάρχει κίνδυνος εμφυλίου πολέμου», σχολιάζει. Η τέχνη, λέει, δεν είναι εργαλείο άμεσης πολιτικής παρέμβασης, αλλά μπορεί να φέρει επίγνωση και, ενδεχομένως, ίαση. Γι’ αυτό βλέπει το νέο έργο της, όπου η σεξουαλική και αναπαραγωγική ενέργεια παρουσιάζεται όχι ως απειλή αλλά ως θεμέλιο της κοινότητας, ως θεραπευτική πράξη. «Είναι η μόνη ενέργεια που έχουμε στο σώμα μας. Μπορεί να μετατραπεί σε βία και επιθετικότητα, αλλά και σε τρυφερότητα και αγάπη. Αυτό είναι που διερευνώ εδώ».
Στα 80 της χρόνια, που θα γιορτάσει το 2026 με την παρουσίαση του έργου στο Park Avenue Armory στη Νέα Υόρκη, σχεδιάζει ένα μεγάλο πάρτι, ανάμεσα σε «γυμνόστηθες γυναίκες και γιγάντια φαλλικά σύμβολα». Το λέει μισοαστεία: «Ελπίζω μόνο να μην έρθει ο Τραμπ να δει όλα αυτά τα γυμνά». Το ημερολόγιό της είναι ήδη γεμάτο μέχρι το 2029, ενώ απορρίπτει την ιδέα κινηματογραφικής αναδρομής στη ζωή της. «Είναι πολύ νωρίς γι’ αυτό», λέει με το χαρακτηριστικό deadpan χιούμορ της.
Με πληροφορίες από Guardian