ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ των δεκαετιών της καριέρας της, η Ουμ Καλσούμ απέκτησε μια σειρά από τιμητικούς τίτλους, καθένας από τους οποίους αντανακλούσε μια διαφορετική πτυχή του κύρους που απολάμβανε. Ήταν γνωστή ως «Ελ-Σετ» («Η Κυρία») αλλά και ως «Το Άστρο της Ανατολής», προς αναγνώριση της φήμης της που υπερέβαινε τα εθνικά σύνορα. Πάνω απ’ όλους όμως τους τίτλους δεσπόζει το προσωνύμιο που προτιμούσαν πολλοί: «Η Τέταρτη Πυραμίδα». Σ’ αυτόν τον τίτλο συμπυκνωνόταν η θέση της ως κορυφαίου πολιτισμικού συμβόλου της Αιγύπτου, μιας μορφής που ξεπερνούσε τη μουσική και ενσωματωνόταν στο ίδιο το ιστορικό τοπίο της χώρας.
Ο δημόσιος θαυμασμός που είχε εκφράσει γι’ αυτήν ο Πρόεδρος Νάσερ, σε συνδυασμό με την αφοσίωση που έδειχναν στο πρόσωπό της τα λαϊκά στρώματα, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας σχεδόν αγιοποιημένης εικόνας, η οποία για χρόνια τοποθετούσε την Ουμ Καλσούμ πέρα από κάθε κριτική. Η πρόσφατη κατακραυγή γύρω από τη νέα ταινία για τη ζωή της, με τίτλο «Ελ-Σετ», δείχνει ότι ακόμη και σήμερα κάθε συζήτηση γύρω από το πρόσωπό της εκλαμβάνεται ως δοκιμασία πίστης σε έναν εθνικό μύθο.
Το ερώτημα δεν είναι αν ίσως ένιωθε έλξη προς τις γυναίκες, αλλά γιατί το ίδιο το ερώτημα εξακολουθεί να προκαλεί τόσο βαθιά αμηχανία.
Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στην Αίγυπτο πρόσφατα και συγκέντρωσε έσοδα δύο εκατομμυρίων αιγυπτιακών λιρών, επικεντρώνεται στη ζωή της Ουμ Καλσούμ, από τα φτωχικά παιδικά της χρόνια στο χωριό έως την ανάδειξή της σε μία από τις πιο επιδραστικές γυναίκες του αραβικού κόσμου. Το σενάριο συνυπογράφουν ο συγγραφέας Άχμεντ Μουράντ και ο σκηνοθέτης Μαρβάν Χαμέντ, ένα δίδυμο ήδη γνωστό για επιτυχημένες αιγυπτιακές παραγωγές.
Αντιδράσεις ξέσπασαν όταν, σε πάνελ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μαρακές, λίγο πριν από την πρεμιέρα, ο Μουράντ δήλωσε ότι «το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή μου ήταν να μιλήσω για την Ουμ Καλσούμ. Θα ήταν ευκολότερο να κάναμε μια ταινία για τον προφήτη. Διότι η Ουμ Καλσούμ δεν είναι απλώς μια Αιγύπτια γυναίκα· είναι μια Αράβισσα, μια διεθνής μορφή, και το κοινό τη βλέπει μέσα από το πρίσμα της απόλυτης αγιοσύνης». Τα λόγια του προκάλεσαν οργή και σύγχυση, κυρίως λόγω της σύγκρισης με τον προφήτη.
Οι δηλώσεις διαδόθηκαν ταχύτατα στα κοινωνικά δίκτυα και ο Μουράντ αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη. Σε ανακοίνωσή του στον αιγυπτιακό Τύπο, υποστήριξε ότι η αναφορά στον προφήτη παρουσιάστηκε αποσπασμένη από τα συμφραζόμενά της και ότι στόχευε μόνο να καταδείξει τη δυσκολία της συγγραφής μιας βιογραφίας για μια τόσο εξιδανικευμένη μορφή. Τόνισε ότι μιλούσε αποκλειστικά σε καλλιτεχνικό πλαίσιο και ότι δεν είχε καμία πρόθεση να προσβάλει θρησκευτικά σύμβολα.
Ωστόσο, η συζήτηση δεν σταμάτησε εκεί. Στην πλατφόρμα X, κάποιοι χρήστες τόνισαν ότι η Ουμ Καλσούμ «δεν είναι αγία», όπως συχνά παρουσιάζεται. Μια χρήστρια από τη Σαουδική Αραβία ανάρτησε μια δημοσίευση που έγινε γρήγορα viral και εξελίχθηκε σε ευρύτερη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα της τραγουδίστριας. «Έχουμε δικαίωμα να συζητήσουμε τη σεξουαλική της προτίμηση προς τις γυναίκες. Όλα τής επιτρέπονταν», έγραψε, συνοδεύοντας το κείμενο με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου η Ουμ Καλσούμ φιλά μια άγνωστη γυναίκα στο στόμα.
Έτσι, τα λόγια του Μουράντ άνοιξαν ξανά ένα θέμα που για δεκαετίες αποσιωπούνταν και άγγιξαν ένα ταμπού που σπάνια συζητιέται στην Αίγυπτο: ποια ήταν η Ουμ Καλσούμ ως γυναίκα και αν πράγματι ένιωθε έλξη προς άλλες γυναίκες.
Η ίδια η ταινία δεν θίγει το ζήτημα της σεξουαλικότητας, περιλαμβάνει όμως μια σκηνή από τα εφηβικά της χρόνια, όπου παρουσιάζεται να φορά ανδρικά ρούχα. Η Γιασμίν Χαμίντ, υποψήφια διδάκτορας στο Ανώτατο Ινστιτούτο Κινηματογράφου του Καΐρου, εξηγεί ότι αυτό το πρώιμο στυλ αποτέλεσε τη βάση για τους μεταγενέστερους ισχυρισμούς που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Όπως λέει, η ανδροπρεπής εμφάνισή της ερμηνεύτηκε συχνά ως ένδειξη σεξουαλικής προτίμησης, όμως η ιστορική έρευνα δείχνει ότι επρόκειτο για ζήτημα ανάγκης και όχι επιλογής.
Η Χαμίντ παραπέμπει σε δύο βιβλία που εξετάζουν λεπτομερώς τα παιδικά χρόνια της Ουμ Καλσούμ και περιγράφουν την ανατροφή της. Ο πατέρας της, που ήταν ιμάμης, απήγγελλε το Κοράνι σε θρησκευτικές εκδηλώσεις και δίδαξε τον γιο του θρησκευτικούς ύμνους. Όταν παρατήρησε ότι η μικρή Φάτιμα, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μιμούνταν το τραγούδι του, την πήρε μαζί του και της επέτρεψε να κάνει μια εμφάνιση μπροστά σε λίγους ανθρώπους. Εκεί, για πρώτη φορά, άκουσε να τη χειροκροτούν.
Άρχισε να χτίζει τη φήμη της, ταξιδεύοντας συχνά από χωριό σε χωριό για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια. Εκτός από τη φωνή της, ξεχώριζε και η επιμονή της να φορά ανδρικά ρούχα, ακόμη και μετά τη μετεγκατάστασή της στο Κάιρο το 1921. Η ίδια εξήγησε αργότερα ότι ο πατέρας της δεν μπορούσε εύκολα να αποδεχτεί το γεγονός ότι, αντί για τον γιο του, η κόρη του θα ζούσε τελικά από το τραγούδι, και πως η ανδρική ενδυμασία λειτουργούσε ως προστασία από το κοινωνικό στίγμα.
Με τον καιρό, η Ουμ Καλσούμ εγκατέλειψε τα χωριάτικα ρούχα και το ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής, αλλά δεν υιοθέτησε έντονα θηλυκά στοιχεία. Αντιθέτως, διαμόρφωσε ένα μετρημένο, αυστηρό στυλ, συμβατό με τη δημόσια εικόνα μιας σοβαρής καλλιτέχνιδας. Όπως έλεγε και η ίδια, αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η μόδα ή το κόστος των ρούχων, αλλά η άνεση και η καταλληλότητά τους.
Οι εικασίες για την προσωπική της ζωή δεν σταμάτησαν ποτέ. Το 2021, ο συγγραφέας Μοχάμεντ Μπαράκα δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Χαν Ελ-Σετ», που συνδυάζει γεγονότα και μυθοπλασία και επιχειρεί να «ραγίσει» το τείχος της αγιοποίησης της Ουμ Καλσούμ. Στο βιβλίο τής αποδίδονται λόγια που αναδεικνύουν μια πιο ανθρώπινη, σύνθετη εικόνα, ενώ γίνεται λόγος και για στενές σχέσεις της με γυναίκες, χωρίς όμως να υπάρχει ιστορική τεκμηρίωση.
Η Ουμ Καλσούμ φρόντισε συνειδητά να κρατήσει την ιδιωτική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Παντρεύτηκε δύο φορές, αργά στη ζωή της, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Η οικογένεια που επέλεξε ήταν κυρίως ο επαγγελματικός και καλλιτεχνικός της κύκλος. Όπως επισημαίνουν ερευνητές και σχολιαστές, το ερώτημα δεν είναι αν ίσως ένιωθε έλξη προς τις γυναίκες, αλλά γιατί το ίδιο το ερώτημα εξακολουθεί να προκαλεί τόσο βαθιά αμηχανία.
Πέρα από τα κοινωνικά ταμπού γύρω από τη σεξουαλικότητα και το φύλο, η Ουμ Καλσούμ υπήρξε και πολιτικός θεσμός. Συνδεδεμένη τόσο με τη μοναρχία όσο και με το καθεστώς Νάσερ, διέθετε επιρροή που ξεπερνούσε την τέχνη. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της εικόνας της δεν θεωρούνταν μόνο ηθική αλλά και πολιτισμική και πολιτική απειλή. Η σιωπή γύρω από την προσωπική της ζωή λειτούργησε στρατηγικά, ώστε να προστατευτεί ένα σύμβολο από το οποίο εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η συλλογική ταυτότητα.
Με στοιχεία από τη Haaretz