Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ήταν μεταξύ των ανθρώπων που εκφώνησαν επικήδειο λόγο στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου, του «δασκάλου και αντιφατικού ποιητή», ο οποίος, μεταξύ άλλων, την εποχή που η Κύπρος «εκείτο μακράν», «πάτησε» στο νησί βάζοντας τη μουσική του σε κάθε σπίτι.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης χαρακτήρισε τον Διονύση Σαββόπουλο ως έναν «παιδικό ήρωα», έναν άνθρωπο που «εκνεύρισε» αρκετούς καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να τον κατατάξουν σε κάποιο μουσικό είδος, με τον ίδιο όμως να είναι αντικομφορμιστής. Όπως είπε χαρακτηριστικά, εάν δεν ήταν ο εαυτός του, «πώς θα έγραψε και τα αντίστοιχα απρόβλεπτα τραγούδια;».
«Χωρίς εσένα, άλλο θα ήταν το τραγούδι μας, άλλοι θα ήμασταν και εμείς. Σε αποχαιρετώ και εκ μέρους των παιδιών και μαθητών σου, των τραγουδοποιών της χώρας. Υπάρχουμε, γιατί προϋπήρξες. Μας πήρες παιδάκια μέσα από το πικ απ του σπιτιού μας, και μας άνοιξες την πόρτα σε ένα περιβόλι του τρελού, γεμάτο τραγούδια» είπε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στον συγκλονιστικό του επικήδειο.
Αλκίνοος Ιωαννίδης: Ολόκληρος ο συγκλονιστικός επικήδειος
«Διονύση Σαββόπουλε, παιδικέ μου ήρωα, η πρώτη μεγάλη συναυλία που παρακολούθησα ήταν δική σου, όταν με πήγε ο πατέρας μου στο κεντρικό στάδιο της Λευκωσίας να σε δω, την εποχή που η Κύπρος έκειτο μακράν και δεν πατούσε καλλιτέχνης στο νησί.
Εσύ ήρθες και έστησες γιορτή, σού άρεσαν οι γιορτές, τα μπουλούκια, τα συμπόσια, τα πανηγύρια, οι φιέστες, οι επέτειοι. Προετοιμαζόσουν και τα περίμενες, σαν παιδάκι που ανυπομονεί για τα Χριστούγεννα.
Σε αποχαιρετούμε σήμερα σαν άνθρωπο σημαντικό για το τραγούδι και τον Πολιτισμό, σημαντικό για τη σκέψη, το αίσθημα, την αισθητική μας, δηλαδή για ολόκληρη τη ζωή μας.
Χωρίς εσένα, άλλο θα ήταν το τραγούδι μας, άλλοι θα ήμασταν και εμείς. Σε αποχαιρετώ και εκ μέρους των παιδιών και μαθητών σου, των τραγουδοποιών της χώρας. Υπάρχουμε, γιατί προϋπήρξες. Μας πήρες παιδάκια μέσα από το πικ απ του σπιτιού μας, και μας άνοιξες την πόρτα σε ένα περιβόλι του τρελού, γεμάτο τραγούδια.
Τρισυπόστατος, ένωσες τον συνθέτη, τον ποιητή και τον ερμηνευτή, ανεβάζοντας την ένωση αυτή σε θεόρατο ύψος. Μας έμαθες την αλφαβήτα της ιερής μας τέχνης. Παραμέρισες θαραλλέα εμπόδια και οδοφράγματα δείχνοντας μας τον δρόμο στο άπειρο. Μας είπες, γράψτε τα τραγούδια σας και τραγουδήστε τα. Μας ανέθρεψες, μας στήριξες, μας ελευθέρωσες.
Μαζί με τους αγαπημένους σου δασκάλους, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Βασίλη Τσιτσάνη, φωταγώγησες τις πλατείες, τα θέατρα, τα σπίτια, και τις καρδιές μας. Ανέδειξες το πολύτιμο, ανέβασες το επίπεδο της χώρας συνολικά και το επίπεδο του κάθε ενός και κάθε μίας προσωπικά.
Ο αδερφός μου Λίνος, ο ποιητής, το βράδυ που έφυγες, μου είπε για να με παρηγορήσει "ο Σαββόπουλος είναι γιορτινός, καταργεί το πένθος". Τότε, λοιπόν, γιατί έκλαψα τόσο και για ποιον; Για σένα ή για εμένα; Πώς κατάφερες να ενωθείς μαζί μας σε τέτοιο βάθος;
Είπες κάποτε ο συνθέτης αυτό κάνει, ενώνει τα κομμάτια της ψυχής μας σ' ένα. Ε, λοιπόν, το έκανες πολύ καλά, ένωσες τα κομμάτια μας. Κάποιους μας ένωσες και εναντίον σου. Ήσουν γεμάτος αντιφάσεις, ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη, ένας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου, ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης, ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού, ένας βλοσυρός που του άρεσαν τα ανέκδοτα, ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός.
Ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη, δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο εαυτός σου. Ίσως ούτε και εσύ. Δυσκολεύτηκες, σε ένιωθα, μας δυσκόλευες και εμάς, μας τσάντιζες, ψάχναμε πού να σε κατατάξουμε, πώς να σε καταλάβουμε, μα τι θέλαμε επιτέλους; Να γίνεις προβλέψιμος; Και ποιος θα έγραψε αυτά τα απρόβλεπτα τραγούδια;
Σου ζητουσαμε να πειθαρχήσεις στην εικόνα που δίναμε, όμως μόνος ένας απείθαρχος μπορούσε να φτάσει εκεί που έφτασες. Θέλαμε να σε εξηγήσουμε, ήσουν ανεξήγητος. Στην τελευταία σου συναυλία, πιο ευάλωτος και πιο σίγουρος από ποτέ, καινουργιώνοντας ένα ξένο τραγούδι με τη μετάφρασή σου, εννοούσες κάθε λέξη όταν μας είπες: Και εάν έκανα το παν, και εάν πάλι ήταν λειψό, ακόμη και εάν αμφέβαλα και θέλησα να αγγίξω, πάντως δεν σας ξεγέλασα, σας είπα την αλήθεια, και αν όλα λάθος πήγανε, εγώ θέλω να σταθώ εδώ στου τραγουδιού το ιερό μη έχοντας άλλο τη φωνή μου, από το αλληλούια.
Και μας ρώτησες, τι ακριβώς ακούατε, την αγιοσύνη ή τη φθορά στη λέξη αλληλούια;
Ακριβέ μου δάσκαλε, τον τελευταίο καιρό έγινες τρυφερός, ζήτησες τις συγγνώμες σου, είπες τα σ' αγαπώ σου. Να΄ ναι καλά ο Γιώτης και η Ελένη, αξιώθηκα και εγώ να στο πω μετά από χρόνια, πως σ' αγαπώ. Στο επαναλαμβάνω και τώρα στο ξώδυσο, εκ μέρους των γνωστών και άγνωστων ποιητών, μίας αντιποιητικής εποχής, των σημερινών καλλιτεχνών, μίας Ελλάδας που παραμένει οικόπεδο και αποικία, αλλά που την αγάπησες, την τίμησες και την πλούτισες.
Εκ μέρους του κάθε ακροατή που χώρεσες τα τραγούδια σου και κάθε παιδιού που σε εμπεριέχει χωρίς να το ξέρει, σε ευχαριστώ. Φεύγεις γιορτινός και αιώνιος, αφήνοντάς μας τα ανεκτίμητα δώρα του περάσματός σου από τη Γη».