Υπάρχουν φορές που η ΟΑΣΗ δεν είναι απλώς μια στήλη· είναι ένας παλμογράφος. Σώματα που ξεβράζονται σε ξένους ποταμούς, τηλεοπτικά στιγμιότυπα που παριστάνουν το απαγορευμένο, ποιητές που μιλούν για ghost χρόνια, φωτογράφοι που χαμογελούν λίγο πριν φύγουν, cabaret φαντάσματα, drag spoof βιντεάκια, cult φιγούρες που γελοιοποιήθηκαν για να υπάρξουν. Όλα μαζί σχηματίζουν μια καμπύλη: έκρηξη, παύση, γέλιο, σιωπή, ξανά ανάσα. Αυτό είναι το ripology του queer: η μνήμη, η καύλα, το camp, η λύπη, η λαϊκότητα και η λοξή ματιά να ενώνονται σε έναν ρυθμό που ξέρει να ανασαίνει. Από την Baarn μέχρι τον ANT1, κι από το σκοτεινό feed του Ren Hang μέχρι το φιλί στις Σέρρες, η επιμονή είναι η ίδια: το σώμα που εκτίθεται για να θυμίσει ότι δεν πεθαίνει.
*Θα με σώσει ποτέ ένα dickpic;/
Απόγευμα στον ποταμό. Η Baarn ήταν ακόμα ξένη, σαν να με πέταξαν σε σκηνικό που δεν είχε μάθει το όνομά μου. Είχα ραντεβού με έναν σερβιτόρο που γνώρισα στο grindr. Το λευκό πουκάμισο μύριζε ιδρώτα, το παντελόνι τέντωνε από τον χοντρό πούτσο του, κι όλο το τοπίο έσταζε καύλα.

Καθίσαμε στο παγκάκι. Καπνίσαμε ένα μπάφο, γελάσαμε σαν να μοιραζόμασταν ένα μυστικό που δεν υπήρχε, κι ύστερα τα ρούχα έγιναν σκουπίδια στο χορτάρι. Το στόμα μου γέμισε σπέρμα, καπνό και τη φιλοξενία της ξενότητας της σάρκας.

Σαν να ρούφαγα όχι μόνο το αγόρι, αλλά και την πρώτη εβδομάδα μου σε μια πόλη που δεν είχε προλάβει να με δεχτεί.

Την ώρα που έχυνε, με πλημμύρισαν φαντάσματα: πάρκα της Αθήνας με χώμα κολλημένο στα γόνατα, καλοκαιρινές παραλίες που μύριζαν πίσσα και αντηλιακό, πρόσωπα που χάθηκαν σαν σκουπίδια μετά από πανηγύρι. Οι όχθες κράτησαν τον βόμβο τους και τον έριξαν μέσα μου, μαζί με τον άγνωστο Ολλανδό που θα με ξεχάσει αύριο.

Η Baarn δεν μου έγινε οικεία από καφέδες ή ράφια σούπερ μάρκετ. Μου έγινε οικεία από έναν πούτσο. Που μου θύμισε πως το σώμα πάντα καταφέρνει ν’ανοίγει ρωγμές στο google maps μιας νέας χώρας ακόμα κι όταν δεν έχεις προλάβει να την έχεις γνωρίσει στ’ αλήθεια.
*Η ανάσα που μένει/
Ο Ocean Vuong έδωσε πρόσφατα μια συνέντευξη στο Dazed and Confused και είπε κάτι που μου καρφώθηκε κατευθείαν: πως οι σχέσεις είναι πιο διαρκείς απ’ τις ιδεολογίες. Κούνησα το κεφάλι λες και το ήξερα πάντα, αλλά δεν το είχα πει ποτέ με τόση καθαρότητα.
Οι ιδεολογίες φθείρονται, μετακινούνται, γίνονται φερετζέδες του ανελέητου corruption που μας πολιορκεί από παντού και μετά ξεθωριάζουν. Αφού μας έχουν ήδη διχάσει και διαλύσει.
Οι σχέσεις όμως, ακόμα κι όταν τελειώνουν, αφήνουν στο σώμα ένα άυλο αποτύπωμα που δεν φεύγει. Το φιλί στο δρόμο, η αγκαλιά στην κουζίνα, η νύχτα που δεν επαναλήφθηκε. Όλα αυτά αντέχουν περισσότερο από τις πιο φανατικές διακηρύξεις.

Μετά ο Vuong μίλησε για τα fast-food που δούλευε για να επιβιώσει, για βάρδιες που μύριζαν λάδι, για το πώς έφτιαχνε τέχνη με το σώμα κουρασμένο και το κεφάλι να τρίζει από ταμπέλες και κουδούνια.

Εκεί σκέφτηκα όλα τα δικά μας «νεκρά χρόνια»· τα ταμεία, τις χειρωνακτικές δουλειές, τις σιωπές που σε ταπείνωναν και σε σκλήρυναν. Δεν ήταν χρόνος χαμένος· ήταν το ghost κομμάτι της επιβίωσης.
Κι αυτό το ghost δεν εξαφανίζεται. Στοιχειώνει ακόμα και τις πιο “καθαρές” στιγμές μας: μια φωτογραφία, ένα κείμενο, ένα φιλί όλα κουβαλούν το αποτύπωμα εκείνων των χώρων. Είναι οι αόρατοι καταλύτες που κάνουν την τέχνη να μην είναι ποτέ κενό lifestyle.

Και τότε κατάλαβα γιατί με συγκινεί περισσότερο μια σχέση από ένα δόγμα: γιατί το σώμα θυμάται.

Η ιδεολογία είναι φράση που πρέπει να την επαναλάβεις για να κρατήσει· η σχέση είναι ανάσα που μένει, ακόμα κι όταν έχεις ξεχάσει ποιος στην έδωσε.
*Ο Ανέστης κι ο Εντουάρντο στο GNTM/
Δύο αδέρφια στο πλατό. Ο ένας κουβαλούσε το Παρίσι στους ώμους του σαν fake Louis Vuitton από το Μοναστηράκι, ο άλλος είχε στο βιογραφικό του διοίκηση επιχειρήσεων λες και το Excel θα τον σώσει από τον φωτισμό της τηλεόρασης.

Όλα αυτά εξατμίστηκαν. Έμεινε μόνο η εικόνα: δυο σώματα δίπλα-δίπλα, σαν trailer για incest-lite art–porn που ξέφυγε απ’ το Pornhub και έπαιξε σε ώρα οικογενειακού δελτίου.

Οι κριτές; Η Ζενεβιέβ έπαιξε τη νοσοκόμα–fetish και ήθελε να του πάρει την πίεση.Ο Γαβριηλίδης σκάναρε τα αδέρφια από πάνω ως κάτω και τα βάφτισε ‘ναύτη και καντηλανάφτη” κι ένα μπάρκο στο Πέραμα δάκρυσε από χαρά

Η Ηλιάνα χαμογελούσε σαν cheerleader σε orgy–camp της Χαλκιδικής: «κούκλος», «αιθέριος», «το ίδιο σε ξανθό». Μόνο ο Μπράτης τόλμησε το αμάρτημα: τους ζήτησε να ποζάρουν μαζί, σαν να ξετυλίγεις taboo με σατέν κορδέλα και να το αφήνεις στη μέση του σαλονιού.

Η τηλεόραση το βάφτισε καλιαρντή καινοτομία. Στην πραγματικότητα ήταν family pack taboo: prime time incest για όλα τα βαλάντια. Εκεί που μπορούσε να γεννηθεί camp θαύμα, η βλασφημία, το βλέμμα που γελάει και ιδρώνει ταυτόχρονα μας σέρβιραν κατηχητικό με γκλίτερ. Ένα manual που ξέρει τη στάση αλλά δεν έχει τον κώλο να τη δείξει.

Για μένα, το queer δεν είναι στην κάμερα που σου κλείνει το μάτι πονηρά. Είναι στο buttplug που χτυπάει στο στομάχι και στη καρδιά συγχρόνως. Στο φιλί που είναι ταυτόχρονα ιεροσυλία και εξομολόγηση. Στη στιγμή που η σάρκα σκίζει το manual και η τρυφερότητα φοράει strap-on με λουράκι neon.

Αυτά η ελληνική τηλεόραση δεν τα αντέχει. Παίζει με τη φωτιά σαν να είναι σκηνικό LED. Κόβει το ρίγος, πουλάει το taboo, το κάνει fashion porn διαφήμιση για απορρυπαντικό.

Κι όμως, το glitch έμεινε. Τα σώματα εκτέθηκαν. Εμείς τα είδαμε. Και ξέρουμε: κάτω απ’ τα corporate χαμόγελα υπήρχε πάντα κάτι ανείπωτο. Κάτι που δεν ειπώθηκε στην τηλεόραση, αλλά το κρατήσαμε για μας. Μια υπόσχεση πως η καύλα και η τρυφερότητα δεν χωρίστηκαν ποτέ.
*photo by Cedric Roulliat
*Ren Hang: το βλέμμα του countdown/
Μου λείπει η φωτογραφία του Ren Hang. Οκτώ χρόνια μετά την αυτοκτονία του, κι όμως οι εικόνες του μοιάζουν να ανέβηκαν μόλις τώρα στο feed.
Η απουσία του είναι αισθητική· ένα φάντασμα που κάνει scroll. Όπως όταν σβήνεις ένα story, αλλά η αίσθησή του μένει στον αέρα του δωματίου.
Ο Ren Hang υπήρξε ένας ποιητής του φλας σναπσότ: η χυδαία κι αφοπλιστική πρώτη περίοδος του Terry Richardson πριν τη μανιέρα, η άφοβη κατάδυση στον βυθό των οπών του Mapplethorpe, η περιδίνηση των σωμάτων στο φυσικό τοπίο του Ryan McGinley, ο σουρεαλισμός του Juergen Teller στο στήσιμο των κάδρων.

Θα μπορούσε να είναι ο επόμενος Μεγάλος, αν άντεχε λίγο ακόμα.

Από εκεί εμπνεύστηκαν δεκάδες. Στην Ελλάδα ο Κωστής Φωκάς, διεθνώς ολόκληρες ορδές queer instagram φωτογράφων.

Αλλά τίποτα από αυτά δεν είχε την ένταση του ενός δευτερολέπτου πριν το τέλος που διέκρινε κάθε κλικ του Ren Hang.

Γιατί η εικόνα του Ren Hang είχε κάτι που δεν αντιγράφεται: το βλέμμα του countdown.

Κάθε σώμα χαμογελούσε λες και ήξερε ότι είναι σε πρόβα τελικής εξόδου.

Κι όμως, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, το έργο του δεν έγινε ούτε vintage ούτε moodboard.

Στέκεται ακόμα, το ίδιο κοφτερό. Μου λείπει γιατί δεν είναι απλώς φωτογραφία.

Eίναι η υπενθύμιση πως η τέχνη μπορεί να είναι τόσο σύντομη και τόσο γεμάτη όσο κι ένας έρωτας που κρατάει μόνο ένα απόγευμα και σε αφήνει να γελάς ενώ ήδη τελειώνει.
*Give back my soul/
Νοσταλγώ τις έκκεντρες μούσες της πρώτης μου νιότης, σαν τη Megumi Satsu. Μην με παρεξηγείς: δεν απαρνιέμαι ποτέ τη λαϊκή μου κολυμβήθρα, αυτή που μου χάρισε άφατες ηδονές σε κάθε πεδίο. Αλλά στις περιπτώσεις σαν την Megumi μένω εκστατικά πιστός, γιατί συνοψίζουν χωρίς να εκλιπαρούν την άποψή μου για την τέχνη και τη ζωή.
Μια ελευθερία σαν παραίσθηση. Μια επιθυμία σαν πλάνη. Στην αρχή δεν ξέρεις τι να τις κάνεις. Δεν χρειάζεται να σκας. Χαλάρωσε και άφησε τον εαυτό σου να παρασυρθεί από αυτό που σε αναστατώνει. Γιατί το μυαλό δεν ανοίγει όταν ανοίγεις τις τρύπες σου. Το μυαλό ανοίγει μόνο με την αισθηματική αγωγή.
Η Megumi τραγουδούσε σαν να έπαιζε με την ίδια της την εξαφάνιση. Η φωνή της ήταν καμπαρέ από την κόλαση· ballroom σκηνή για φαντάσματα, lipsync στην κόψη του ξυραφιού, παραλήρημα σε playlist της Arca που παίζει σε club χωρίς πόρτες. Δεν σου ζητούσε ποτέ να την καταλάβεις· σε προκαλούσε να παραδοθείς. Να αφήσεις το αυτί και την καρδιά να συγχρονιστούν, όπως συγχρονίζεται ένα φιλί με λάθος track σε επεισόδιο του Pose, ενώ στο βάθος ανάβει φωτιστικό σε σχήμα Madonna crucifix.
Αυτό είναι που με κρατάει πιστό: ότι στην τέχνη, όπως και στη ζωή, το queer θαύμα δεν είναι ποτέ καθαρό. Είναι μια σκιά που γίνεται μούσα, ένα λάθος που γίνεται όραμα, μια βλασφημία που γίνεται προσευχή. Είναι η Megumi Satsu να σου ψιθυρίζει πως η ελευθερία είναι πάντα παραίσθηση και μέσα στην πλάνη της επιθυμίας κρύβεται ο μόνος δρόμος που οδηγεί κάπου.
*Always On Sunday, μωρή!/
Το 1960 η Μελίνα Μερκούρη έγινε παγκόσμια περσόνα μέσα από το Never On Sunday.

Η ταινία του Ζυλ Ντασέν έφτιαξε την εικόνα: λαϊκή Ελληνίδα πόρνη, να τραγουδά και να φιλοσοφεί στον Πειραιά.

Δύο χρόνια αργότερα, στο Λος Άντζελες, η queer underground σκηνή απάντησε με τον πιο απροσδόκητο τρόπο: Always On Sunday. Ένα οκτάλεπτο drag spoof από τον Ray Harrison και το Gay Girls Riding Club.

Φιλμάκια γυρισμένα ανάμεσα σε κοκτέιλ και πάρτι, με αντρικά σώματα σε γυναικεία φορέματα να ανατινάζουν το ίδιο το concept του Χόλιγουντ.

Η ειρωνεία ήταν διπλή. Από τη μία η Μερκούρη, εθνική θεά και διεθνές sex symbol, είχε ήδη γίνει camp χωρίς να το ξέρει·

το χαμόγελό της, η λαϊκότητά της, η ιδέα ότι το ελληνικό τραγούδι μπορεί να σταθεί στον ορίζοντα της παγκόσμιας κουλτούρας.

Από την άλλη, η queer σκηνή άρπαζε την εικόνα και την γύριζε ανάποδα: το Ποτέ την Κυριακή γινόταν Always On Sunday.

Ένα σύμπαν όπου το φύλο ήταν παιχνίδι, η επιθυμία γελούσε με την ίδια της τη σοβαρότητα, και η Μερκούρη ξαναγραφόταν ως drag φάντασμα.

Η ταινία δεν προοριζόταν ποτέ για μεγάλα σινεμά. Κυκλοφορούσε σε underground queer art κύκλους, σε υπόγεια πάρτι, σαν μυστικός κώδικας.

Κι όμως, σήμερα φαίνεται καθαρά: μέσα σε οκτώ λεπτά η queer Αμερική διάβασε την ελληνική λαϊκότητα με δικά της μάτια και την έκανε δική της.

Ένα χαμηλού κόστους camp βιντεάκι που λειτούργησε σαν γέφυρα ανάμεσα στην εθνική φαντασίωση και το διεθνές queer φαντασιακό. Δεν ξέρω αν η Μελίνα το είδε ποτέ. Δεν έχει σημασία. Η Μερκούρη ήταν πάντα μεγαλύτερη από τους ρόλους της. Και το Always On Sunday αποδεικνύει κάτι απλό: ότι το εθνικό, το λαϊκό, το σοβαρό όλα μπορούν να γίνουν drag.
*Ο ανυπεράσπιστος καημός για ένα ακόμη κράξιμο/
Υπήρξε μια φιγούρα που γεννήθηκε σε λάθος χρόνο και σε λάθος σκηνή. Κι όμως κατάφερε να τους μετατρέψει σε σωστούς. Ο Γιώργος Σταυρόπουλος, ο λεγόμενος Μίστερ Μπούτιας, μπήκε στη ζωή μας μέσα από την πιο πρόχειρη εκδοχή της τηλεόρασης των ’90s. Ήταν η εποχή που η χώρα ονειρευόταν εκσυγχρονισμό, ενώ η εικόνα της έμενε βυθισμένη στο κιτς. Οι μεταμεσονύχτιες εκπομπές έγιναν το πορνο-κατηχητικό της trash Ελλάδας· κι εκεί, μέσα σε αυτό το κατηχητικό, ο Μίστερ Μπούτιας ανέβηκε στο βάθρο του μάρτυρα, του αγίου και της φάρσας.
Δεν ήταν τραγουδιστής, δεν ήταν ηθοποιός. Ήταν ένα queer σώμα που η τηλεόραση βάφτισε «εθνικό» και το έκανε θέαμα. Έπαιξε τον ρόλο που του δόθηκε με μια σοβαροφάνεια συγκινητική, λες και ήξερε πως η υπερβολή ήταν το μοναδικό του εισιτήριο για να υπάρχει. Οι άνθρωποι γέλασαν, χλεύασαν, τον έκαναν ανέκδοτο. Μα τα ανέκδοτα, όταν κουβαλούν αλήθεια, μένουν.

Η λαϊκή καύλα που εξέφρασε δεν είχε ούτε safe space ούτε χορηγούς. Δεν ζητούσε αποδοχή. Την όριζε ο ανυπεράσπιστος καημός για ένα ακόμη κράξιμο, λίγο πριν τη σφαγή είτε μπροστά στις κάμερες είτε στην πραγματική ζωή.

Υπάρχει πάντα μια μελαγχολία σε τέτοιες φιγούρες. Σαν να μας θυμίζουν ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να κοιτάξει κατάματα το queer στοιχείο της. Προτίμησε να το δει ως παρωδία. Να το χωνέψει ως φάρσα. Να το μετατρέψει σε cult, γιατί μόνο έτσι άντεχε να το φιλοξενήσει στο σαλόνι της.

Ο Μίστερ Μπούτιας δεν χρειάστηκε να δηλώσει τίποτα· η εικόνα του αρκούσε. Το σώμα του προσφέρθηκε για κατανάλωση, για γελοιοποίηση, για μια παράξενη μορφή λαϊκής μνήμης.
Με τον θάνατό του, το ερώτημα δεν είναι ποιος ήταν.
Είναι ποιοι ήμασταν εμείς που τον κάναμε θέαμα.
Τι μας λέει αυτή η φιγούρα για την κοινωνία που τον γέννησε, για την τηλεόραση που τον εξέθεσε, για τα μάτια που τον καταβρόχθισαν με χλεύη και νοσταλγία μαζί; Ίσως να μας δείχνει ότι το camp στην Ελλάδα δεν χρειάστηκε ποτέ θεωρητικά manual· αρκούσε η ύπαρξη.

Κι αν κάτι μένει σήμερα, δεν είναι μόνο η cult ανάμνηση. Είναι η ενοχή μας. Γιατί γελάσαμε όσο τον καταναλώναμε. Γιατί τον χλευάσαμε όσο τον χρειαζόμασταν. Γιατί τον κρατήσαμε ζωντανό μόνο σαν ανέκδοτο κι έτσι μάθαμε να διαχειριζόμαστε κάθε queer παρουσία: να τη στριμώχνουμε σε φάρσα για να μη μας ξεβολέψει.

Ο Μίστερ Μπούτιας ήταν καθρέφτης, κι εμείς τον σπάσαμε για να μη δούμε το είδωλό μας.
Γελάσατε; Ωραία. Τώρα γελάει εκείνος με σας from afterlife, γιατί κατέκτησε KAI την εθνική queer αιωνιότητα.
*Το ripology του queer/
Το ψηφιακό ripology έχει πάντα την ίδια καμπύλη: μια έκρηξη συναισθήματος, μετά αναπαραγωγή βίντεο, φωτογραφιών, meme, και στο τέλος λήθη. Το είδα ξανά με το ποστ που έγραψα στο facebook για τον Μίστερ Μπούτια την Δευτέρα με αφορμή το θανατό του. Δεν το έγραψα για τα likes· ήξερα ότι οι περισσότεροι θα έμεναν στην trash επιφάνεια, στο «τον θυμάσαι;» που ξεκουράζει, που χαρίζει μια στιγμή κοινής ανακούφισης. Μα πίσω από αυτό, υπήρχε πάντα το βάρος μιας παρουσίας που έμεινε ανυπεράσπιστη παρ' όλη τη τηλεοπτική δημοφιλία.
Για μένα, και για κάθε queer ματιά που δεν φοβάται να σκύψει χαμηλά, τέτοιες φιγούρες ανοίγουν υπόγεια ΛΟΑΤΚΙ+ νήματα. Η ελληνική τηλεόραση των ’90s γέννησε το εγχώριο trash, αλλά μέσα στο κιτς και τη γελοιοποίηση υπήρχε μια πρόωρη, αδέξια, αλλά υπαρκτή αναπαράσταση της διαφορετικότητας. Ένας παραμορφωμένος καθρέφτης όπου είδαμε για πρώτη φορά το περίγραμμα μας. Όχι για να το αγαπήσουμε, αλλά για να ξέρουμε ότι υπήρχε. Και να το κουβαλάμε μέσα μας σαν πληγή και σαν απόδειξη μαζί.

Το σκέφτομαι βλέποντας και το πρώτο επεισόδιο του νέου κύκλου των Σερρών. Δύο queer ήρωες φιλιούνται με πάθος στην prime time τηλεόραση του ANT1. Δεν είναι απλώς ένα φιλί. Είναι συνέχεια. Από τον Μίστερ Μπούτια που στριμώχτηκε σε γέλιο, στην Αντώνα που άνθισε στις δημόσιες τουαλέτες της Ομόνοιας των 80s, στον Καπουτζίδη που κράτησε ανοιχτή μια πόρτα για τη δική μου γενιά, στους μιλένιαλ και στους ζούμερς που γράφουν τώρα τα δικά τους σώματα στην ιστορία. Η αλυσίδα δεν είναι γραμμική· είναι θραύσματα που ενώνονται με κόπο, αλλά ενώνονται.

Αυτό που μας ενώνει δεν είναι πάντα η ίδια γλώσσα, ούτε η ίδια αισθητική. Είναι η επιμονή να εκτεθούμε. Είτε σαν θέαμα προς χλεύη, είτε σαν φιλί στο prime time, είτε σαν viral φάντασμα που ξαναγυρνά στο ίντερνετ.

Κι αν αύριο όλα αυτά χαθούν στο scroll, εδώ στην ΟΑΣΗ θα μείνει καταγραμμένο το ίχνος: ότι το queer στην Ελλάδα έμαθε να υπάρχει, ακόμη κι όταν όλα γύρω του έλεγαν πως δεν είχε θέση.
*Υ.Γ/
Κάθε εικόνα στο σημερινό πολυποστ σπάει σε κάτι άλλο.
Ένα σώμα στο ποτάμι.
Μια φωτογραφία σαν countdown.
Ένα αποχαιρετιστήριο φιλί στα queer Εθνικά Μπούτια — χαβαλές ή εξομολόγηση;
Στο ράγισμα όλων αυτών, και τόσων άλλων ακόμη, γεννιέται η queer αλήθεια.
Κι αυτή είναι η μόνη μας πρώτη ύλη.
Τα ραγίσματα δεν μένουν ποτέ ιδιωτικά.
Στήνονται σαν σκηνές, δημόσιες και αδέξιες.
Η Ομόνοια γίνεται θέατρο σωμάτων σε έξαψη.
Το τηλεοπτικό fashion reality αρχείο φαντασίωσης.
Το drag cabaret μάθημα ιστορίας.
Κι όμως, το μυστικό είναι άλλο: τίποτα από αυτά δεν υπάρχει χωρίς την επιθυμία.
Όχι γιορτή· επιβίωση. Το φιλί που σώζει για λίγα δευτερόλεπτα.
Το σεξ που λειτουργεί σαν GPS.
Όλα όσα μας κρατούν ζωντανούς όταν η ζωή ζητά την εξαφάνισή μας.
Η queer οικειότητα είναι πάντα αμφίθυμη. Μισή αγκαλιά, μισή πληγή.
Μας φέρνει κοντά για να μας απομακρύνει.
Μας αφήνει να φιλήσουμε μόνο αν αντέχουμε την απόσταση.
Αυτό είναι το μυστικό της.
Ο δικός μας ανυπεράσπιστος καημός.