Κάτω από κάθε εικόνα του κόσμου απλώνεται μια αόρατη κίνηση. Η αφομοίωση μεταμφιέζεται σε πρόοδο∙ η πρόοδος αντιγράφει την ευαισθησία για να επιβιώσει.
Κι όμως, κάτι αντιστέκεται στη μίμηση. Μια queer ψυχραιμία, μια αγάπη δίχως σκηνή, μια φροντίδα που δεν χρειάζεται κοινό.
Το πολυποστ αυτό χαρτογραφεί τις μορφές αυτής της αντοχής. από το ύπουλο μακιγιάζ της εξουσίας ως την επιμονή της ομορφιάς, από τη βία των δρόμων ως την ήσυχη επανάσταση της θεραπείας, από την προδοσία της συμμαχίας ως το δικαίωμα να ξαναγεννηθεί η λέξη queer.
Γιατί η τέχνη, το σώμα και το βλέμμα δεν το ξεχνούν ποτέ: το φως δεν είναι προνόμιο∙ είναι αντίδραση.
🩸Πώς συνεχίζεις να ζεις αφού σε κατάπιε η ίδια σου η ορατότητα;👁🗨
Η Μελέτη και η Χειλουδάκη ως στρεβλοί καθρέφτες μιας ανύπαρκτης κανονικότητας
Η Ελεωνόρα Μελέτη και η Τζένη Χειλουδάκη κοιτάζονται μέσα στον ίδιο καθρέφτη. Ο ένας δείχνει την εξουσία που φοβάται να ρευστοποιηθεί∙ ο άλλος το τραύμα που δεν αντέχει να χαθεί.Ανάμεσά τους, το φύλο χάνει τα όριά του και μετατρέπεται ξανά σε σκηνή. Όχι σε πεδίο θεωρίας, αλλά ως δημόσιο θέαμα σε μια τελετουργία ελέγχου και επιβίωσης όπου η εικόνα λειτουργεί σαν απόδειξη ύπαρξης.
Δεν πρόκειται για λάθη ή παραστρατήματα, αλλά για την αγωνία δύο εποχών που βλέπουν τη μορφή τους να διαλύεται και δεν ξέρουν πώς να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς αυτήν.
Το βλέμμα της τηλεόρασης υπήρξε πάντα μηχανισμός ταυτότητας στην Ελλάδα: ένα εκκρεμές που καθόριζε ποιος λογαριάζεται “κανονικός” και ποιος “παράδειγμα προς αποφυγή”. Στο ίδιο του το φως εκπαιδεύτηκαν ολόκληρες γενιές να βλέπουν, να συγκρίνουν, να πιστεύουν ότι η εικόνα είναι η αλήθεια.
Όταν το φως δεν σε φωτίζει σε απογυμνώνει
Κάποτε το να μιλήσεις σήμαινε να πληγωθείς. Σήμερα το να σωπάσεις σημαίνει να ανήκεις. Ανάμεσα στις δύο εποχές, δύο γυναίκες πρόσφατα στάθηκαν μπροστά στον ίδιο καθρέφτη: η Ελεωνόρα Μελέτη και η Τζένη Χειλουδάκη.
Η μία, παιδί της τηλεοπτικής αυτοπεποίθησης, εκείνης της δεκαετίας που έμαθε να πουλάει ευαισθησία ως θέαμα. Η άλλη, παιδί της τηλεοπτικής γελοιοποίησης του φθηνού ριάλιτι, της εκπομπής-σφαγείου, όπου το διαφορετικό παρουσιαζόταν σαν freak show.
Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο, εκπαιδεύτηκαν στο ίδιο μάθημα: ότι στην Ελλάδα η ελευθερία δεν είναι δικαίωμα, είναι φωτισμός. Να σε δείξουν σημαίνει να υπάρξεις. Να σε φωτίσουν σημαίνει να αντέξεις το βλέμμα χωρίς να καείς.
Το φύλο εδώ δεν γεννήθηκε από τη θεωρία. Κατασκευάστηκε στο πλατό, στα παρασκήνια, στα control rooms. Εκεί όπου οι παραγωγοί αποφάσιζαν ποια σώματα είναι “συζητήσιμα” και ποια είναι απλώς χρήσιμα για τηλεθέαση. Η αξιοπρέπεια έγινε τηλεοπτική γλώσσα. Η επιθυμία, σενάριο. Και ο πόνος, περιεχόμενο.
Ελεωνόρα Μελέτη: ο φεμινισμός της τηλεοπτικής βιτρίνας
Η Μελέτη δεν είναι απλώς τηλεοπτικό πρόσωπο. Είναι η προσωποποίηση του success story του ελληνικού μετα-φεμινισμού: μια γυναίκα που μίλησε για ενδυνάμωση χωρίς να διαταράξει τίποτα.
Η φράση της «Τα φύλα είναι δύο, τέλος»δεν ήταν ολίσθημα. Ήταν η πιο ειλικρινής στιγμή της καριέρας της. Συμπύκνωσε την ουσία του μοντέρνου συντηρητισμού:εκείνου που έχει μάθει να δείχνει κατανόηση χωρίς να μετακινείται.
Ο φεμινισμός της βιτρίνας είναι η νέα μορφή εξουσίας που γεννήθηκε μέσα στα media. Δεν χρειάζεται ιεραρχίες, έχει followers.Δεν χρειάζεται να φιμώσει κανέναν, αρκεί να μιλάει περισσότερο. Ο φεμινισμός της βιτρίνας φωτογραφίζει γυναίκες επιτυχημένες, όχι γυναίκες ελεύθερες. Μιλάει για “ίσες ευκαιρίες” αλλά όχι για άνισες ζωές. Αγκαλιάζει το diversity, αλλά μόνο όταν είναι κομψό και αναγνωρίσιμο.
Η Μελέτη συμβολίζει αυτή την εσωτερική μετάλλαξη της προόδου: τη μετάβαση από την φεμινιστική εξέγερση στο branding. Από την πράξη στην επιμέλεια περιεχομένου. Η πολιτική αντικαθίσταται από τον τόνο της φωνής. Η θέση από τη στάση.Και το ρίσκο από την ισορροπία.
Όταν είπε στην Ευρωβουλή «Τα φύλα είναι δύο», δεν μίλησε σαν τηλεπαρουσιάστρια που αγνοεί τη θεωρία. Μίλησε σαν φορέας της ίδιας της θεσμικής συνείδησης που καθορίζει το βλέμμα:εκείνης που πιστεύει πως η πρόοδος είναι καλό να παραμένει ευγενική, να μη χαλάει την αισθητική της κανονικότητας.
Τζένη Χειλουδάκη: το trans τραύμα που επέστρεψε
Πριν το Instagram, υπήρχε η ελληνική τηλεόραση των ’90s. Με τα στημένα πάνελ και τις “περίεργες περιπτώσεις”. Εκεί γεννήθηκε η Τζένη Χειλουδάκη ως celebrity, αλλά και ως δοκιμαστικό της ανεκτικότητας.
Το σώμα της έγινε σκηνή όπου η κοινωνία μετρούσε τα όριά της. Το βλέμμα του κοινού ήταν όπλο, αλλά και καθρέφτης της ίδιας της αγωνίας του: να αποδείξει ότι δεν είναι “σαν αυτή”. Η Χειλουδάκη, μέσα σ’ αυτό το τοξικό φως, είπε “είμαι γυναίκα” όταν το “τρανς” ήταν βρισιά, και το “είμαι άνθρωπος” δεν αρκούσε.
Σήμερα επιστρέφει, όχι μέσα από την τηλεοπτική κάμερα, αλλά από το πληκτρολόγιο. Και λέει: «Τα φύλα είναι δύο, τέλος» στηρίζοντας και επικυρώνοντας με το transness της την ρητορική της Μελέτη και αυτή. Όχι με κακία υποθέτω αλλά με την κόπωση του ανθρώπου που δεν κατανοεί την νέα, ρευστή πραγματικότητα του νέου ΛΟΑΤΚΙ+ κόσμου.
Η ειρωνεία είναι σχεδόν σπαρακτική: το σώμα που πολέμησε το δίπολο της ετεροκανονικότητας, το υπερασπίζεται για να μη χαθεί ξανά. Γιατί όποιος έμαθε να ζει μέσα στο βλέμμα, φοβάται τη στιγμή που δεν θα τον κοιτάξει κανείς.
Η φράση της δεν είναι πολιτική τοποθέτηση. Είναι το αποτύπωμα ενός τραύματος που δεν βρήκε κοινότητα να το μεταβολίσει. Μια φωνή που σιωπά μέσα στον θόρυβο της νέας queer ρευστότητας,νιώθοντας ότι ο κόσμος που έφτιαξε με το σώμα της έγινε ιστορικό υποσημείωμα.
Έτσι λειτουργεί το τραύμα όταν δεν έχει πού να πάει. Επιστρέφει ως η ιδεολογία του διώκτη σου. Κι εσύ βρίσκεις ένα τρόπο να ξαναπάρεις τον έλεγχο πάνω σε κάτι που σε κατέστρεψε.
Το κατανοώ. Είναι ίσως η πιο ανθρώπινη μορφή queer συντηρητισμού που υπάρχει και συμβαίνει συχνά.
Οι δύο στρεβλοί καθρέφτες μιας ανύπαρκτης κανονικότητας
Η Μελέτη και η Χειλουδάκη δεν είναι εχθροί. Είναι δύο εκδοχές του ίδιου μηχανισμού: η πρώτη δείχνει την εξουσία που μιμείται την πρόοδο, η δεύτερη την πρόοδο που εσωτερίκευσε την εξουσία.
Η μία φοβάται να χάσει το προνόμιό της, η άλλη το νόημα της ύπαρξής της. Και οι δύο φοβούνται το ρευστό. Γιατί το ρευστό δεν προσφέρει καθρέφτη, μόνο αντανάκλαση. Και παιχνίδι, τι πιο όμορφο και queer; Κι εκεί, στο παιχνίδι, η ταυτότητα μοιάζει επικίνδυνα με διάλυση.
Η queer κουλτούρα σήμερα κινείται αλλού: μακριά από το binary του τραύματος και του θριάμβου. Είναι playful, σωματική, με αίσθηση επιτελεστικότητας και ειρωνίας. Δεν ζητά αποδοχή ζητά χώρο. Δεν εξηγεί τον εαυτό της χορεύει με αυτόν.
Αλλά για τις γενιές που έμαθαν να δίνουν μάχη για να τους “πάει το φουστάνι”, η ρευστότητα μοιάζει με απώλεια γείωσης. Η αποδοχή μεταφράζεται σε αοριστία, η ελευθερία σε αστάθεια. Η ορατότητα σε νοσταλγία.
Η ελληνική κοινωνία δεν αλλάζει με θεωρίες.
Αλλάζει όταν αλλάξει ο τρόπος που βλέπει.
Κι ακόμη, το βλέμμα της τηλεόρασης ακόμα και στην ψηφιακή της εκδοχή θέλει να βλέπει “όμορφες γυναίκες”, όχι απλώς ελεύθερα σώματα.
Το φύλο μετά τον καθρέφτη
Η Χειλουδάκη δεν είναι τέρας όσο και να το διακυρρήτει ή να το προσπαθεί.Είναι καθρέφτης μιας εποχής που πολέμησε με λάθος όπλα, αλλά με αληθινή καρδιά.
Η Μελέτη δεν είναι δαίμονας. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ αυτό που προβάλλει. Είναι μέρος μιας χώρας που αγαπά την τηλεοπτική εικόνα της και τρομάζει μπροστά στο ρευστό είδωλο της επόμενης μέρας.
Η πρόοδος που εξαιρεί δεν είναι πρόοδος
είναι απλώς καλύτερη σκηνοθεσία του ίδιου τραύματος.
Η queer μνήμη, όμως, δεν λειτουργεί εκδικητικά. Μεταμορφώνει. Παίρνει τα θραύσματα των παλιών μορφών και τους δίνει νέο σώμα, νέο λεξιλόγιο, νέα ορατότητα.
Να διαβάζουμε ξανά τις μορφές δεν σημαίνει να τις δικαιώνουμε ή να τις ακυρώνουμε. Σημαίνει να αναγνωρίζουμε ότι το βλέμμα τους διαμόρφωσε και το δικό μας.
Ότι πίσω από κάθε “σύμμαχο” που κουράστηκε και κάθε “είδωλο” που πληγώθηκε, υπάρχει ένα κοινό ερώτημα: πώς συνεχίζεις να ζεις αφού σε κατάπιε η ίδια σου η ορατότητα;
Όταν τα φώτα σβήνουν
Ίσως το φύλο, τελικά, να μην είναι ταυτότητα.Ούτε ρόλος. Αλλά τρόπος να αντέχεις το βλέμμα, το βλέμμα των άλλων και το δικό σου.
Και μέσα στη σιωπή ανάμεσα στις γενιές, μέσα στα hashtags που καίγονται σαν φώτα πλατό, υπάρχει μια νέα σκηνή που περιμένει. Όχι πια με σκηνοθέτη ή θεατή. Μόνο με σώματα που δεν θέλουν να πείσουν κανέναν μόνο να υπάρξουν.
Η επόμενη μέρα δεν θα έχει πρωταγωνίστριες και αντίπαλες. Θα έχει επιζώσες. Θα έχει σώματα που θυμούνται, και φωνές που δεν χρειάζονται καθρέφτη για να συνεχίσουν να υπάρχουν.
*photos by Carson Stachura and Carmen DeCristo
🌫Από το τραύμα προς τη γνώση, κι από τη γνώση προς τη συνέχεια💠
Η Νάνσυ Παπαθανασίου και η Έλενα-Όλγα Χρηστίδη στοχοποιήθηκαν επειδή έκαναν πράξη τη φροντίδα
και απάντησαν χωρίς οργή, με τη δύναμη όσων ξέρουν πως η αλήθεια δεν χρειάζεται σκηνή.
Υπάρχουν χώρες που προχωρούν μέσα από επαναστάσεις. Κι άλλες, που αποκαλύπτονται μέσα από μικρές επιθέσεις. Η Ελλάδα, σχεδόν πάντα, επιλέγει το δεύτερο.Ένα αυτοκίνητο περνά, πετάει νερό, φωνάζει κάτι φτηνό, γελά. Δύο γυναίκες αγκαλιάζονται στον δρόμο∙ τίποτα περισσότερο. Κι όμως, αυτ ή η απλή κίνηση γίνεται παραβολή: στην Ελλάδα του 2025, το queer επιτρέπεται παντού εκτός από τον δρόμο.
Η βία εδώ δεν έρχεται για να πονέσει· έρχεται για να θυμίσει. Ότι το σώμα που χαλαρώνει, που επιτρέπει στον εαυτό του να υπάρξει χωρίς άμυνα, παραμένει ακόμη επικίνδυνο. Κάποιος πάντα θα σπεύσει να το επαναφέρει στη θέση του.
Η μικρή παραβολή του δρόμου
Υπάρχουν στιγμές που το queer δεν χρειάζεται να φωνάξει για να ακουστεί αρκεί να σταθεί ήσυχα, ακριβώς εκεί όπου η βία επιμένει να το αγνοεί. Η σκηνή της Θεσσαλονίκης μοιάζει ασήμαντη, σχεδόν φευγαλέα. Όμως μέσα της χωρά όλη η ψυχολογία μιας χώρας που δεν έχει ακόμη συνηθίσει το απλό: δυο σώματα χωρίς ενοχή, δυο ψυχαναλύτριες που επιστρέφουν από το φεστιβάλ, δυο ανοιχτά λεσβίες επιστημόνισσες, δυο γυναίκες που κρατιούνται αγκαλιά στο τέλος μιας μέρας.
Το νερό που τις έβρεξε δεν ήταν πράξη οργής∙ ήταν τελετουργία μνήμης. Μια επανάληψη της φράσης που η χώρα ψιθυρίζει επί δεκαετίες: «Θα σε ανεχτώ, αλλά όχι δημόσια.» Είναι η ίδια φράση που εκσφενδονίζεται κάθε φορά που ένα queer σώμα ξεχνά τον ρόλο του ότι η ορατότητα εδώ δεν είναι ακόμα δικαίωμα, είναι άδεια χρήσης.
Το σώμα ως πεδίο ορατότητας
Η Ελλάδα του 2025 αγαπά τα queer σώματα που κερδίζουν βραβεία, που φωτογραφίζονται για τα diversity and inclusion ένθετα, που εκπαιδεύουν στην αποδοχή. Αλλά δεν αντέχει ακόμη τα queer σώματα που κρατιούνται από το χέρι στην έξοδο του πάρκινγκ. Η ορατότητα παραμένει έργο, όχι συνήθεια. Κι έτσι, κάθε φορά που η αγάπη αποκτά φυσικότητα, ο δρόμος θυμάται πως έχει εξουσία.
Όμως εκεί, μέσα στη στιγμιαία αυτή βία, η δημόσια απάντηση των δύο γυναικών φέρνει κάτι νέο: δεν εκρήγνυνται, δεν θρηνούν, δεν παραδίδονται. Απαντούν με ακρίβεια με ψυχραιμία που δεν είναι ψυχρότητα αλλά μορφή αγάπης. Μιλούν με τη γλώσσα που δίδαξαν σε εκατοντάδες ανθρώπους: ότι το τραύμα δεν θεραπεύεται με κραυγή, αλλά όταν γίνεται γνώση.
Το Orlando LGBT+ ως θεσμός φροντίδας
Μέσα στο ελληνικό τοπίο της ομοφοβικής βίας και της κανονικοποίησης κακοποιητικών στερεοτύπων που μας βασάνιζαν για δεκαετίες το Orlando LGBT+ δεν εμφανίστηκε μόνο ως «οργάνωση». Γεννήθηκε από την ανάγκη στο κενό που άφησε το κράτος και οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας. Εκεί όπου η θεραπεία έβλεπε τη διαφορετικότητα σαν σύμπτωμα, δύο γυναίκες έστησαν έναν χώρο που την είδε σαν δεδομένο ύπαρξης.
Δεν έφτιαξαν ένα «κέντρο στήριξης». Έφτιαξαν έναν μηχανισμό επινόησης, ανάλυσης, θεραπείας και φροντίδας εντέλει του ΛΟΑΤΚΙ+ εαυτού, μια κοινότητα που μετέτρεψε τη φροντίδα σε πολιτική.Όχι από συνθήματα, αλλά μέσα από συνεδρίες, εκπαιδεύσεις, μεταφράσεις της βίας σε λέξεις.
Η ψυχοθεραπεία, στο στόμα τους, παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και γίνεται δημόσια υποδομή ευαισθησίας.
Το παράδοξο είναι πως, ενώ ποτέ δεν διεκδίκησαν τον τίτλο του «ακτιβιστικού οργανισμού», το έργο τους απέκτησε πολιτική πυκνότητα και σημαντική επιρροή. Εκπαίδευσαν επαγγελματίες, έστησαν σεμινάρια, συνεργάστηκαν με πανεπιστήμια και πολιτιστικούς θεσμούς.
Κυρίως, έπλασαν ένα νέο λεξιλόγιο γύρω από τη διαφορετικότητα: λέξεις καθαρές, χωρίς φόβο, χωρίς ενοχικό σεβασμό. Αυτό το λεξιλόγιο διέσχισε σιωπηλά τη δημόσια γλώσσα. από τα ρεπορτάζ ως τις θεσμικές εκθέσεις. Έγινε εργαλείο αναπνοής σε μια χώρα που πνίγεται από την ομοφοβική ρητορική.
Δεν συγκρούονται με το σύστημα, το διαβάζουν. Δεν εκθέτουν θεσμούς τους εκπαιδεύουν. Δεν χρησιμοποιούν την ψυχανάλυση ως όπλο τη μετατρέπουν σε φροντίδα. Και μέσα σε αυτή την ήσυχη στρατηγική κρύβεται το ριζοσπαστικότερο τους μήνυμα: ότι η αντίσταση μπορεί να είναι ευγενική, αρκεί να είναι συνεπής.
Η πολιτική της ψυχραιμίας
Η ομοφοβική επίθεση εναντίον τους συνέβη το βράδυ της Κυριακής· η απάντηση ήρθε λίγες ώρες αργότερα. Όχι με θυμό, αλλά με δομή. Η δημόσια δήλωση των Νάνσυ Παπαθανασίου και Έλενας–Όλγας Χρηστίδη ήταν ένα από εκείνα τα κείμενα που δεν ζητούν τίποτα· απλώς υπάρχουν με τη δύναμη εκείνων που έχουν ήδη δει αρκετά.
Σε μια εποχή που η βία καταναλώνεται σαν θέαμα, εκείνες διάλεξαν τον αντίθετο δρόμο:τον ρυθμό της ψυχραιμίας. Η ψυχραιμία τους δεν είναι αποστασιοποίηση· είναι πολιτική επιλογή.Οι φράσεις τους αναπνέουν με ακρίβεια, στο κείμενο που ανάρτησαν στο facebook την Δευτέρα σαν κείμενο θεραπείας του queer κοινωνικού σώματος: ευχαριστίες, παρατήρηση, πολιτική θέση. Από το τραύμα προς τη γνώση, κι από τη γνώση προς τη συνέχεια.
Σε έναν δημόσιο λόγο που έχει μάθει να υψώνει φωνή για να αποδείξει το δίκιο του, εκείνες επιλέγουν να ψιθυρίσουν με διάυγεια: κι έτσι ακουγόμαστε όλ@ μέσα από αυτές πιο καθαρά. Η ψυχραιμία τους δεν είναι αποχή από το συναίσθημα· είναι η μορφή του όταν ενηλικιώνεται.
Το λεξιλόγιο της ευθύνης
Η δήλωσή τους έχει εσωτερική αρχιτεκτονική. Κάθε «ως» ,«ως ψυχολόγοι», «ως μέλη της κοινότητας του Ζακ», «ως πολιτικά υποκείμενα» λειτουργεί σαν σκαλοπάτι ευθύνης: επαγγελματική, βιωματική, συλλογική. Το επιστημονικό κύρος δεν σβήνει το συναίσθημα· το φωτίζει. Η μνήμη του Ζακ δεν γίνεται μνημείο· γίνεται οδηγός. Κι ο πολιτικός τους λόγος δεν ζητά ριζοσπαστικά επίθετα, τα υποκαθιστά με αλήθεια.
Αυτός ο λόγος σηματοδοτεί κάτι σπάνιο στον ελληνικό δημόσιο χώρο: μια queer φωνή που δεν υπερασπίζεται απλώς, αλλά ορίζει ΑΥΤΗ το ήθος της δημόσιας συζήτησης. Για πρώτη φορά, η αξιοπρέπεια δεν χρειάζεται πρόλογο.
Από την οργή στη φροντίδα
Η πιο τρυφερή στιγμή του κειμένου τους δεν είναι οι ευχαριστίες, αλλά εκεί όπου απευθύνονται «σε όσες-ους και όσα φοβούνται, ταράζονται, απελπίζονται». Είναι η στιγμή που η οργή μεταμορφώνεται σε φροντίδα. Η φροντίδα εδώ δεν είναι μαλακή αξία είναι αντιφασιστική τεχνική. Ένας τρόπος να ξαναχτίσεις κοινότητα μέσα σε μια κοινωνία διαρρηγμένη.
Αντί για πανό, έχουν πρωτόκολλα φροντίδας. Αντί για σύνθημα, συνέπεια. Κι αυτή η συνέπεια είναι πολιτικό πάθος με άλλη θερμοκρασία: καίει χωρίς θόρυβο.
Η μορφή της διαύγειας
Αισθητικά, η δήλωσή τους μοιάζει σχεδόν άδεια, χωρίς περιγραφές, χωρίς επιθετικά επίθετα, χωρίς θρήνο.Αλλά μέσα σε αυτή την πειθαρχημένη καθαρότητα, ανασαίνει κάτι βαθύ: η εμπειρία της επιβίωσης. Η γλώσσα τους θυμίζει το ιδίωμα της θεραπείας· ακριβής, ήρεμη, χωρίς υπεκφυγές. Η συγκίνηση δεν προβάλλεται∙ κυκλοφορεί εσωτερικά, σαν παλμός.
Αυτή είναι η αισθητική της διαύγειας : να επιλέγεις τη ψυχραιμία όχι για να κρυφτείς, αλλά για να μη χαθείς μέσα στον ανούσιο θόρυβο. Σε μια εποχή που η ορατότητα συχνά ταυτίζεται με την υπερέκθεση, το να μιλάς καθαρά χωρίς να κραυγάζεις είναι πράξη πολιτισμού.
Η δήλωση των δύο ψυχολόγων δείχνει πως υπάρχει μια νέα μορφή δημόσιου λόγου: ούτε θεσμική, ούτε ακτιβιστική, αλλά θεραπευτική με πολιτική ακρίβεια. Λόγος που δεν υπερασπίζεται μόνο τα queer σώματα, αλλά τη δυνατότητα της κοινωνίας να παραμείνει ανθρώπινη.
Η νέα συλλογική ηθική
Το παράδειγμά τους ανήκει ήδη στη ζωντανή μνήμη του ελληνικού queer κινήματος. Όχι ως σύμβολο θυματοποίησης, αλλά ως πρόταση ήθους. Η φωνή τους ενώνει επάγγελμα, πολιτική και φροντίδα σε ένα ενιαίο πεδίο ευθύνης. Εκεί όπου κάποτε κυριαρχούσε το «υπομένω», τώρα εμφανίζεται το «επιμένω με καθαρότητα».
Η Ελλάδα αλλάζει όχι θεαματικά, αλλά με μικρές μετατοπίσεις. Κάθε τέτοια δήλωση, κάθε ήσυχη απάντηση, μεταμορφώνει λίγο τον δημόσιο χώρο: από πεδίο αντιπαράθεσης σε τόπο συνύπαρξης.Η ορατότητα δεν είναι πια ζητούμενο· είναι υπόσχεση φροντίδας.
Κόντρα στη ύπουλη βία του θεάματος
Η μεγαλύτερη παγίδα του καιρού είναι ο μιντιακός θόρυβος.Τα media, τα σχόλια, η επιτελεστική λύπη όλα μετατρέπουν τη βία σε αφήγηση που καταναλώνεται. Η στάση των Παπαθανασίου και Χρηστίδη πηγαίνει αλλού: απορρίπτει τη λογική του σοκ, αποσύρει τη βία από το προσκήνιο, την μεταφράζει σε λόγο και συλλογική σκέψη.
Η αξιοπρέπεια, όταν δεν δραματοποιείται, είναι πιο επικίνδυνη από τον θυμό γιατί δεν μπορεί να εξουδετερωθεί με αντίλογο. Σ’ έναν κόσμο που έχει εθιστεί στην κραυγή, η ήρεμη φωνή γίνεται η πιο ανυπάκουη.
Ευαγγέλιο της επιμονής
Και στο τέλος, απομένει η εικόνα: δύο γυναίκες που περπατούν μαζί· ένα αυτοκίνητο που περνά·ένα χέρι που δεν αποσύρεται.
Η βία είναι στιγμιαία· η αξιοπρέπεια παρατεταμένη. Αυτό που τις έβρεξε δεν ήταν νερό, ήταν η μνήμη μιας χώρας που ακόμη φοβάται την ηρεμία των queer σωμάτων. Μα εκείνες συνέχισαν να περπατούν. Χωρίς κραυγή, χωρίς απολογία. Με ψυχραιμία που έγινε φως.
Γιατί το queer στην Ελλάδα δεν ζητά συγγνώμη πια: ζητά συνέπεια.
Οι φωτογραφίες που εικονογράφησαν το ποστ ανήκουν στην σπουδαία λεσβία φωτογράφο Chloe Serman
🩶 Η Róisín Murphy και το Τέλος της Pop Queer Συμμαχίας
(όταν οι pop ήρωες ξεχνούν ποιοι τους γέννησαν)
Η Róisín Murphy, η καλλιτέχνις που κάποτε υπήρξε ιερό σώμα της queer νύχτας, επιστρέφει με λόγο που πληγώνει.Η αποκήρυξη των τρανς δικαιωμάτων δεν είναι πια περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ένα επικίνδυνο πολιτισμικό ρεύμα που φοράει τη μάσκα της «ανησυχίας». Κι όταν προέρχεται από ανθρώπους που χτίστηκαν μέσα στην queer φαντασία, το ρήγμα βαθαίνει γιατί δεν είναι πια απλώς πολιτικό. Είναι υπαρξιακό.
🌕 Η ΣΙΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Η Róisín Murphy υπήρξε για χρόνια ο ήχος της queer επιβίωσης. Η φωνή που χρωμάτισε τα σκοτάδια των clubs, η τελετουργία του ιδρώτα και της αποδοχής. Σήμερα όμως, η ίδια φωνή εκπέμπει δυσπιστία, άρνηση.
Σε μια εποχή που οι τρανς ζωές βάλλονται σε όλο τον κόσμο, εκείνη επέλεξε τη ρητορική του «it was never real».Και αυτή η φράση, από ένα στόμα που κάποτε μας υπερασπίστηκε μελωδικά, ακούγεται σαν προδοσία με ρυθμό 4/4.
🩶ΑΠΟ ΤΗ ΝΤΙΣΚΟ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΗΡΥΞΗ
Η Murphy ήταν παιδί του ανδρόγυνου glam, της ηλεκτρονικής ρευστότητας, του drag που έγινε τραγούδι. Το queer κοινό την ανέδειξε όχι ως σύμμαχο αλλά ως αντανάκλαση γιατί στα σώματά μας έβρισκε την ελευθερία που υποσχόταν η μουσική της.
Κι όμως, το 2025, η ίδια γυναίκα επιλέγει να αμφισβητήσει την πραγματικότητα των τρανς ταυτοτήτων. Από το “Sing it back” στο “Take it back”. Η μετάβαση είναι πιο ηχηρή από οποιοδήποτε beat.
🩷 Η ΝΕΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ «ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ»
Η αντι-τρανς ρητορική σήμερα δεν φοράει σταυρό· φοράει κασμίρ. Μιλάει με ήρεμη φωνή, λέγοντας «νοιάζομαι για τα παιδιά». Η Murphy, όπως και πολλές φωνές του λεγόμενου gender concern feminism, μεταφράζει τον φόβο σε «προστασία» και τη δυσφορία σε «λογική».
Το «it was never real» δεν είναι φράση, είναι διαγραφή. Κι όταν έρχεται από στόμα που χτίστηκε πάνω στη ρευστότητα, μετατρέπεται σε βία με ύφος καλλιτεχνικό.
💬TERF MAINSTREAMING
Από την J.K. Rowling ως τη Róisín Murphy, ο «λογικός σκεπτικισμός» για τα τρανς δικαιώματα έχει γίνει η νέα κουλτούρα status, ειδικά μετά την εκλογή του Trump. Οι «ανησυχούντες» του 2020s δεν φωνάζουν, απλώς αποδομούν.
Η αντι-τρανς κουλτούρα δεν προβάλλεται πια από ακροδεξιούς, αλλά από πολιτισμικά οικείους: συγγραφείς, μουσικούς, influencers με queer παρελθόν. Αυτό είναι το TERF mainstreaming: η τρανσφοβία με γαλλικό άρωμα και εκδοτικό συμβόλαιο.
Η Murphy, άθελά ή μη, έγινε πρόσωπό του.Και το πρόβλημα δεν είναι η κακία ή ηθελημένη άγνοια, είναι η κανονικοποίηση της έλλειψης ευθύνης.
💄 Η ΑΠΟΙΚΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ QUEER ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Το queer έγινε φόρμα, όχι φλόγα. Το glitter φοριέται χωρίς την απειλή που κάποτε το έκανε πολιτικό. Η Róisín Murphy είναι το παράδειγμα μιας καλλιτέχνιδας που πήρε τη γλώσσα μας και την έκανε σκηνικό, όχι συγγένεια. Χρησιμοποίησε τη ρευστότητα ως στυλ, αλλά όχι ως ευθύνη.
Κι έτσι, όταν έπρεπε να σταθεί δίπλα στους τρανς ανθρώπους, στάθηκε απέναντι με ύφος καλλιτεχνικό, σχεδόν αισθητικά θλιμμένο. Όμως εμείς δεν είμαστε αισθητικό concept. Είμαστε σώματα που πληγώνουν και επιμένουν.
🕯 ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ
Δεν ζητάμε απολογία, ζητάμε μνήμη. Να θυμόμαστε ποιοι κράτησαν τα φώτα ανοιχτά όταν ο κόσμος μας έλεγε ντροπή. Η queer κοινότητα χτίζει ιστορία πάνω στα ίχνη όσων την αρνήθηκαν. Η μουσική της Murphy θα παραμείνει αλλά δεν θα τη χορέψουμε με τον ίδιο τρόπο.
Γιατί τώρα ξέρουμε ποιοι δεν θα σταθούν δίπλα μας αν το dancefloor πάρει φωτιά.
💔Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Η συμμαχία δεν είναι τίτλος, είναι διαρκής πράξη. Δεν αποδεικνύεται με hashtags, αλλά με παρουσία όταν οι τρανς ζωές στοχοποιούνται. Η Róisín Murphy μπορεί να κρατά ακόμα τον ήχο, αλλά έχασε τη συχνότητα.
Κι εμείς, που μάθαμε να αναγεννιόμαστε από την απόρριψη, θα συνεχίσουμε να χορεύουμε χωρίς εκείνους που ξέχασαν ποιον ρυθμό υπηρέτησαν.
>>> Οι εικόνες της Roisin Murphy δημιουργήθηκαν με visual εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (promptography). Σύλληψη & prompt κείμενο: Πάνος Μιχαήλ
💫 Beautiful Resistance
(Ο Daniel Obasi και η ομορφιά ως μέθοδος επιβίωσης)
Υπάρχουν εικόνες που δεν γεννήθηκαν για να μας συγκινήσουν∙ αλλά για να μας ξυπνήσουν.
Το Beautiful Resistance του Daniel Obasi δεν είναι λεύκωμα. Είναι μια υπενθύμιση: το σώμα που επιμένει να εμφανίζεται, ενώ ο κόσμος το θέλει αόρατο, δεν αναπαράγει «αισθητική». Ασκεί δικαίωμα ύπαρξης.
Κάποτε μάθαμε ότι η ομορφιά είναι απόδραση. Εδώ, η ομορφιά είναι επιστροφή. Επιστροφή στο σώμα, στη μνήμη, στη σκηνή όπου η επιθυμία δεν κρύβεταιαλλά ζητά να καταγραφεί.
Ο Obasi δεν φωτογραφίζει «θέματα». Φωτίζει πραγματικότητες που το βλέμμα της Δύσης έμαθε να παρακάμπτει. Σώματα που στάθηκαν απέναντι στον κόσμο χωρίς την πολυτέλεια της ντροπής. Κοινότητες που έκαναν το δέρμα τους έδαφος. Μια γενιά που έμαθε να αντιστέκεται με βλεμματική τρυφερότητα και θεατρική επιμονή.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΠΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟ ΦΩΣ
Κάποτε νόμιζα πως η κάμερα είναι εργαλείο καταγραφής. Τώρα ξέρω πως είναι σώμα.Ένας τρόπος να ακουμπάς τον κόσμο χωρίς να τον αγγίζεις φανερά∙ μια μορφή επαφής που μπορεί να γίνει είτε χάδι είτε ποινή.
Στις εικόνες του Daniel Obasi, το βλέμμα δεν είναι ουδέτερο. Δεν «παρατηρεί»∙ αναγνωρίζει. Κι αυτή η διαφορά είναι το πρώτο κεφάλαιο της queer αντίστασης.
Τα σώματα που φωτογραφίζει δεν ζητούν να γίνουν «ωραία». Δεν παλεύουν για φως. Το φως είναι δικό τους. Μοιάζει σαν να επιστρέφουν μια παλιά υπόσχεση: ότι η ομορφιά δεν είναι προνόμιο. Δεν είναι πρόκληση. Δεν είναι ρόλος. Είναι δικαίωμα παρουσίας.
Και όταν βλέπεις αυτές τις φωτογραφίες, νιώθεις κάτι σπάνιο: όχι θαυμασμό, αλλά αναγνώριση. Σαν να σου λένε: «Σε ξέρω. Κι εγώ έτσι επιβίωσα.»
Εδώ, η επιθυμία δεν είναι φωνή. Είναι στάση σώματος. Μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού.
Ένα βλέμμα που δεν χαμηλώνει. Ένα χέρι που δεν κρύβει τον λαιμό, δεν προστατεύει το στήθος, δεν μασάει τη γλώσσα του. Αυτές οι εικόνες δεν ποζάρουν, ανασαίνουν.
Κι αν η Δύση για χρόνια φωτογράφιζε την Αφρική σαν σκηνικό, ο Obasi φωτογραφίζει την αφρικανικότητα ως κόσμο. Δεν υπάρχει εξωτισμός εδώ. Δεν υπάρχει φολκλόρ. Υπάρχει μέσα.
Υπάρχει το μέσα μιας κοινότητας που αποφάσισε να κρατήσει το δικό της φως.
Ο AFROFUTURISM ΩΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Υπάρχει μια εικόνα του Daniel Obasi που δεν την ξεπερνάς εύκολα. Ένα σώμα στο κέντρο μιας αστικής ομίχλης, φορώντας φτερά τιρκουάζ, σαν να έχει μόλις ξεφύγει από μυθολογία που δεν γράφτηκε ακόμα. Ένα κράνος σαν αρχαίο, αλλά όχι ακριβώς ελληνικό∙ σαν υπόσχεση ή ανάμνηση από μάχη που δεν είδαμε, αλλά γνωρίζουμε πως συνέβη.
Και εκείνη η λέξη στο σώβρακο -Barb- ένα αστείο, ένα camp κόψιμο, ένα παιχνίδι, μια γροθιά. Γιατί αν το καλοσκεφτείς, ποια αντίσταση δεν κρύβει και χιούμορ; Ποιο τραύμα δεν έμαθε να φοράει φτερά για να μην το κουβαλά;
Εδώ ο afrofuturism δεν είναι αισθητική κατεύθυνση. Δεν είναι styling. Δεν είναι moodboard. Είναι επανεγγραφή μνήμης. Το μέλλον δεν έρχεται από μπροστά έρχεται από μέσα. Από τα σώματα που αρνήθηκαν να μιλήσουν τη γλώσσα του κόσμου που τα συνέτριψε. Από τις κοινότητες που επινόησαν τα δικά τους φτερά για να μην τους καρφώσουν ξανά τα ξένα βλέμματα στη γη.
Το σώμα στην εικόνα δεν είναι υπερήρωας. Είναι μάρτυρας. Μαρτυρεί πως το δέρμα θυμάται. Μαρτυρεί πως η επιθυμία αντέχει. Μαρτυρεί πως η ομορφιά μπορεί να είναι ασπίδα, όχι διακόσμηση.
Και το φόντο, η πόλη, ο καπνός, οι κεραίες, η καθημερινότητα που δεν αλλάζει, είναι εκεί για να μας υπενθυμίζει: Δεν χρειάζεται άλλος κόσμος για να φτιαχτεί ο νέος κόσμος.Αρκεί το σώμα που αρνείται να υποχωρήσει.
Αυτό είναι το Beautiful Resistance. Όχι γιατί είναι όμορφο. Αλλά γιατί επιμένει να είναι. Αυτό το σώμα δεν ζητά να γίνει αποδεκτό. Ζητά να γίνει ορατό. Και το ορατό, όταν το στερήσεις για αιώνες, δεν επιστρέφει ήρεμα.
Επιστρέφει τελετουργικό, διακοσμημένο, εξωπραγματικό. Επιστρέφει σαν προφητεία που λέει:«Θα με βλέπεις. Θέλεις δεν θέλεις.»
Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΩΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Υπάρχει ένας τρόπος να επιβιώνεις χωρίς να σκληραίνεις. Να γελάς χωρίς να ξεχνάς. Να παίζεις χωρίς να χάνεις την ορμή σου. Το Beautiful Resistance δεν ζητά συγκίνηση. Ζητά χαμόγελο, αυτό το περίεργο, διονυσιακό, σχεδόν επικίνδυνο χαμόγελο που έχουν οι άνθρωποι που ξέρουν ακριβώς τι τους πήρε ο κόσμος και παρ’ όλα αυτά επιλέγουν να είναι ωραίοι.
Γιατί το παιχνίδι, εδώ, δεν είναι παιδικότητα. Είναι τεχνική επιβίωσης. Το σώμα φοράει φτερά όχι για να γίνει άγγελος,αλλά για να μην γίνει στόχος. Το σώμα φοράει κράνος όχι για να πολεμήσει, αλλά για να χορέψει μέσα στη μάχη. Το σώμα γράφει Barb πάνω στο εσώρουχο σαν να λέει: «Με είδες; Αυτό είναι όλο το πορτρέτο μου.»
Το χιούμορ αλλάζει τη μοίρα της αδυναμίας. Το camp μετατρέπει την ευαλωτότητα σε θέατρο. Κι αυτό το θέατρο δεν είναι απόδραση. Είναι επανατοποθέτηση.
Εκεί που η κοινωνία έβλεπε «υπερβολή», η κοινότητα βλέπει κόστος και δικαίωμα. Εκεί που η εξουσία έβλεπε «καρικατούρα», εμείς βλέπουμε αναπνοή.
Κι αν κάτι σώζει στο τέλος, δεν είναι η ομορφιά. Είναι το δικαίωμα να την εφεύρεις ξανά και ξανά. Το Beautiful Resistance δεν λέει: «Κοίτα πόσο όμορφοι είμαστε.» Λέει:«Δεν μπορείς να μας κάνεις να σταματήσουμε να παίζουμε.»
Γιατί το παιχνίδι, όταν προέρχεται από το τραύμα, δεν είναι απόσπαση. Είναι μνήμη που αρνείται να πονέσει χωρίς μάρτυρες. Και το σώμα, όταν παίζει, είναι πιο ζωντανό από κάθε πολιτική.
Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΕ ΕΜΑΣ
Και σκέφτομαι εκείνον τον εικοσάχρονο queer αφροέλληνα που είδα ένα βράδυ στα Εξάρχεια, με μπλε νύχια, ασημί σκιά και ένα χαμόγελο που δεν ζητούσε τίποτα. Ήταν απλώς εκεί. Σαν να ήταν φυσικό να είναι εκεί. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ κόσμος που του είπε ότι «δεν γίνεται».
Κι ενώ η πόλη γύρω του προσποιούνταν πως ξέρει τι σημαίνει ανήκειν, εκείνος είχε ήδη ανήκει: στο σώμα του. Όχι επειδή ήταν περήφανος. Αλλά επειδή δεν χρειαζόταν πια να ντρέπεται.
Το φως από μια βιτρίνα έπεφτε πάνω του όπως στις φωτογραφίες του Obasi: όχι για να τον «αναδείξει»,αλλά για να τον αναγνωρίσει.
Και τότε κατάλαβα. Δεν χρειάζεται να ταξιδέψεις στην Αφρική για να δεις Afrofuturism. Δεν χρειάζεται να μιλήσεις για τραύματα ή για ιστορίες φυλής που δεν σου ανήκουν. Αρκεί να κοιτάξεις αυτό το σώμα να περπατά στην Αθήνα σαν να ξέρει ότι το μέλλον το ακολουθεί.
Γιατί αυτός ο εικοσάχρονος δεν κάνει πολιτική με συνθήματα. Την κάνει με στάση σώματος. Με τον τρόπο που χορεύει σε ένα club χωρίς να κοιτάζει γύρω του. Με τον τρόπο που γελάει δυνατά, σαν να μην υπάρχει σκιά. Με τον τρόπο που διαλέγει τι θα φορέσει, όχι για να «προκαλέσει» αλλά για να νιώσει αληθινός.
Το παιχνίδι του είναι σοβαρό όσο και η επιβίωση. Η ομορφιά του είναι αντανακλαστικό ζωής. Και αν ο Obasi δείχνει πώς ένα σώμα μπορεί να γίνει μύθος, εδώ, στα στενά της Αθήνας, βλέπουμε πώς ο μύθος γίνεται καθημερινότητα. Όχι επειδή ο κόσμος άλλαξε. Αλλά επειδή το σώμα αρνήθηκε να περιμένει. Και αυτό αυτό ακριβώς, είναι η πιο όμορφη μορφή αντίστασης.
Το Beautiful Resistance δεν είναι βιβλίο. Είναι μια μέθοδος: Να επιβιώνεις με χάρη.
Να παίζεις ενώ σε κοιτούν. Να φωτίζεις χωρίς να ζητάς άδεια.
Και κάπου ανάμεσα στα φτερά του Obasi και στα νύχια αυτού του παιδιού στην Αθήνα, το καταλαβαίνουμε: η ομορφιά δεν ήταν ποτέ διακόσμηση.Ήταν πάντα το πιο λεπτό και επικίνδυνο όπλο της επιβίωσης.
🩵 Η Τρυφερότητα ως Τρόπος
να Ξαναφωτογραφίσεις τη Λέξη “Fag”📷
Υπάρχουν βιβλία που δεν γεννιούνται από την επιθυμία να προσθέσουν κάτι στο ράφι, άλλο από το σοκ της απουσίας. Το t-fags του El Hardwick και του Orion Isaacs ξεκινά από εκεί: από το άδειο διάστημα ανάμεσα σε μια φωτογραφία του Mapplethorpe και ένα βλέμμα που δεν υπήρχε ποτέ εκεί. Όχι γιατί δεν υπήρξε ο πόθος, αλλά γιατί δεν υπήρξε χώρος για να εικονογραφηθεί.
Σε κάθε queer βιβλιοπωλείο, οι ράχες των κλασικών homoerotic albums, το ασπρόμαυρο σώμα ως αρχέτυπο, ο gay male πόθος ως αισθητικό κανόνας, μοιάζουν πια με μικρό μουσείο λήθης. Και το t-fags έρχεται σαν ένα παράταιρο ιερό αντικείμενο: ένα photobook που δεν κοιτάζει τα σώματα, αλλά τα αφήνει να κοιταχτούν.
🜂 Το βλέμμα που έλειπε
Ο Hardwick και ο Isaacs δεν κάνουν “trans representation”. Αυτό που φτιάχνουν είναι κάτι πιο επικίνδυνο: ένα βλέμμα χωρίς ιδιοκτήτη. Το φιλμ τους ιδρώνει, αναπνέει, επιθυμεί· είναι πιο κοντά στο σώμα παρά στη θεωρία. Οι συμμετέχοντες ποζάρουν όχι για να αποδείξουν ότι υπάρχουν, αλλά για να πειραματιστούν με το πώς θα ήθελαν να επιθυμηθούν.
Η κάμερα δεν είναι μηχανή καταγραφής αλλά όργανο συναίνεσης. Κάθε λήψη προκύπτει μετά από συζήτηση για το πού πονάει το σώμα, τι το διεγείρει, τι το τρομάζει. Είναι σχεδόν τελετουργικό: το να φωτογραφίζεσαι σημαίνει να ξαναβρίσκεις την άδεια να ονειρευτείς το δέρμα σου.
🜃 The new faggots
Η λέξη fag, αυτή η ιστορική βρισιά που έλιωσε πάνω σε γλώσσες γεμάτες φόβο γίνεται εδώ εργαλείο ελευθερίας. Ο Orion λέει: “We take it all back: our words, our light.” Και πράγματι, στο t-fags βλέπεις το φως να επιστρέφει σε σώματα που έμαθαν να φωτίζονται με δισταγμό.
Ο Hardwick, μέσα από τα ημερολόγια του Lou Sullivan, ξανασυνδέεται με την queer θηλυκότητα που κάποτε αναγκάστηκε να απορρίψει. Η φράση του μοιάζει με queer μανιφέστο: “Τα φουστάνια και τα μαλλιά δεν είναι τα ίδια όπως πριν τη μετάβασή μου. Τώρα είναι faggy.” Μια φράση που θα μπορούσε να γραφτεί στον τοίχο κάθε queer darkroom του κόσμου.
Εδώ η faggotry δεν είναι ούτε προσβολή ούτε πόζα· είναι μια θερμοκρασία. Ένας τρόπος να στέκεσαι, να επιθυμείς, να λιώνεις χωρίς να χρειάζεται να εξηγείς σε ποιο φύλο ανήκει ο τρόπος σου.
💬 Από το homoerotic στο trans tender
Στον παλιό homoerotic κόσμο, η ομορφιά ήταν συμμετρική, γυαλισμένη, σχεδόν κλασική. Στο t-fags, η ομορφιά είναι αντιδραστήριο: ιδρώτας, κόκκος φιλμ, μια γρατζουνιά φωτός πάνω στο μάγουλο. Η αισθητική τους θυμίζει frames από My Own Private Idaho ή My Beautiful Laundrette όχι γιατί τα μιμούνται, αλλά γιατί αποσπούν από εκεί το συναίσθημα του περιθωρίου, την πίκρα του ωραίου που δεν χωράει.
Είναι το βλέμμα ενός κόσμου που έμαθε να ποθεί στο σκοτάδι, κι αποφασίζει να ανοίξει το φως χωρίς να ζητήσει άδεια. Η κάμερα δεν παρατηρεί· συμμετέχει. Ο φωτογράφος δεν “παίρνει” εικόνες, επιτρέπει να συμβούν.
Η συναίνεση εδώ δεν είναι νομικός όρος· είναι η αισθητική αρχή που κρατά το έργο όρθιο.
🌫️ Το βιβλίο ως αντικείμενο πίστης
Το t-fags φτιάχνεται με φιλμ και χειροποίητες εκτυπώσεις. Στον κόσμο της άπειρης ψηφιακής αναπαραγωγής, αυτή η επιλογή μοιάζει σχεδόν θρησκευτική. Όπως λέει η Hardwick, «το έργο δεν προοριζόταν ποτέ για οθόνη». Η φυσική εκτύπωση λειτουργεί σαν τελετουργικό καθαρμού: να αγγίζεις το χαρτί, να βλέπεις το σώμα να υπάρχει χωρίς pixel, να θυμάσαι ότι η εικόνα είναι και αυτή ένα είδος σάρκας.
Στο Photo Book Café του Shoreditch, όπου θα παρουσιαστεί, θα είναι σαν να μπαίνεις σε μια εκκλησία χωρίς Θεό μόνο με πόθο.
🕯️ Το νέο queer βλέμμα
Το πιο ριζοσπαστικό που κάνει το t-fags δεν είναι ότι δείχνει trans σώματα. Είναι ότι τα δείχνει με τρυφερότητα. Και η τρυφερότητα, μέσα στην ιστορία της queer αναπαράστασης, είναι πάντα το πιο επαναστατικό πράγμα.
Γιατί εκεί όπου η κουλτούρα ζητάει από τα queer σώματα να είναι ή πολιτικά ή ποθητά, ο Hardwick και ο Isaacs επιλέγουν κάτι απλούστερο και πιο επικίνδυνο: να τα δείξουν ανθρώπινα.
Η φωτογραφία γίνεται πράξη συμπερίληψης, αλλά και υπενθύμιση ότι το να κοιτάζεις ένα σώμα με αγάπη είναι ήδη πολιτική χειρονομία.
💠 Επίλογος
Σε μια εποχή που τα queer σώματα κινδυνεύουν ξανά να λογοκριθούν, η πράξη του να κρατάς ένα βιβλίο γεμάτο trans ανδρικά και non-binary κορμιά είναι μια μικρή επανάσταση ευγένειας.
Το t-fags δεν είναι ένα photobook· είναι ένα σώμα που θυμάται ότι αξίζει να το κοιτάνε. Και ίσως αυτό να είναι το μέλλον της queer τέχνης: να μετατρέπεις τη βρισιά σε φιλί, και τη φωτογραφία σε απόδειξη ότι η επιθυμία παραμένει ζωντανη
🕯 Robert Glück: Ο Φιλόσοφος της Queer Επιθυμίας
Πώς ένα σώμα μιλάει για τη δύναμη μόνο όταν παραιτείται απ’ αυτήν.
Το σώμα ως αρχείο
Ο Robert Glück δεν χρειάζεται να φωνάζει. Το γράψιμό του υπάρχει στο όριο μεταξύ εξομολόγησης και θεωρίας, σαν μια προσευχή που αρχίζει με το σώμα και καταλήγει στη γλώσσα. Στα εβδομήντα του, εξακολουθεί να γράφει σαν κάποιος που δεν έχει ξεμπερδέψει με την εφηβεία της επιθυμίας γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει ενηλικίωση γι’ αυτήν.
Στη συνέντευξη που έδωσε το 2004 στο περιοδικό BUTT, το πλαίσιο μοιάζει επιπόλαιο, αλλά ο ίδιος παραμένει φιλοσοφικά ακριβής: «Η μόνη συμβουλή στους daddies είναι να παραδώσουν την εξουσία». Μια φράση που, στην πραγματικότητα, μιλά για τον τρόπο που όλη του η σκέψη κινείται ανάμεσα στην επιθυμία και την παραίτηση, στο χάος και τη φροντίδα.
Η ηθική της επιθυμίας
Ο Glück, μέλος του κινήματος New Narrative του Σαν Φρανσίσκο, έφερε στη λογοτεχνία κάτι που ακόμη φοβόμαστε να πούμε: ότι η αφήγηση είναι τρόπος να θεραπεύσεις τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους, όχι να την ωραιοποιήσεις. Όταν λέει «όλα είναι αυτοβιογραφία», δεν εννοεί τον ναρκισσισμό του εξομολογητικού λόγου, αλλά την αναγκαιότητα να βρεις μια μορφή που να χωράει το συναίσθημα. Κάθε ιστορία που “δανείζεται” από άλλους είναι το σώμα του μεταμφιεσμένο σε αφήγηση.
Μιλάει για τον πατέρα φίλου του που δολοφονήθηκε και χρησιμοποιεί την ιστορία για να αγγίξει το δικό του τραύμα με τον πατέρα. Η βία των άλλων γίνεται η μορφή της δικής του τρυφερότητας. Αυτό είναι το Glück–effect: η ικανότητα να παίρνεις κάτι φριχτό και να το μετατρέπεις σε γνώση χωρίς να το αποστειρώνεις.
Κι όταν περιγράφει τον χωρισμό του με αναφορά στο Alien, κάνει κάτι που μόνο οι μεγάλοι λογοτέχνες της σάρκας καταφέρνουν φτιάχνει μεταφορά από τον τρόμο, όχι από τον ρομαντισμό. Η επιθυμία ως κάτι που κρατιέται απ’ τα τοιχώματα του κενού. Έτσι γράφει: με τον πανικό και τη χάρη ενός πλάσματος που δεν ξέρει πώς να σωθεί, άρα μαθαίνει να ζει.
Από τον Φουκώ στον Dizzy Daddy
Ο Glück δεν είναι θεωρητικός, αλλά είναι απ’ αυτούς που έζησαν τη θεωρία. Αν ο Φουκώ μίλησε για τη βιοπολιτική του σώματος, ο Glück έδειξε πώς αυτό το σώμα μαγειρεύει, γερνά, γελά, ζητά φροντίδα. Η δική του εξουσία δεν είναι αφηρημένη· είναι ερωτική.
Όταν δηλώνει «θα ήθελα να είμαι ένας dizzy daddy», εννοεί: η ηλικία δεν είναι προνόμιο, είναι αμηχανία. Ο μεγαλύτερος πρέπει να παραδώσει τη δύναμη για να υπάρξει αγάπη. Η σχέση δεν είναι ρόλος, είναι σύμβαση τρωτότητας.
Σε έναν κόσμο που μαθαίνει την επιθυμία μέσα από τα προφίλ και τις δηλώσεις, ο Glück επιμένει στην πράξη της σχέσης. Ο έρωτας, λέει, δεν είναι κατασκευή, αλλά ροή ισχύος που συνεχώς αντιστρέφεται. Το ίδιο κάνει και με τη γλώσσα του: ανάμεσα στη θεωρία και την αθυροστομία, η σκέψη του κινείται σαν φιλί που δεν αποφασίζει αν είναι ιερό ή πρόστυχο.
Οι αφηγήσεις του για τα bathhouses, τους εραστές που συνυπάρχουν με τις γυναίκες τους, τα σώματα που αδειάζουν σαν δοχεία, δεν είναι προκλητικές για να σοκάρουν. Είναι φιλοσοφικές τελετουργίες. Ο Glück βλέπει τη σεξουαλικότητα ως τρόπο να ανακτήσεις τη μεταφυσική εμπειρία του να είσαι ύλη. «Είναι θαυμαστό», λέει, «να βλέπεις κάποιον να χάνει τον εαυτό του μέσα στην πράξη». Εκεί βρίσκεται η δική του εκκλησία.
Η στοργή της ωμότητας
Ο Glück έγραψε για το σεξ όπως άλλοι γράφουν για τον Θεό. Με λεπτομέρεια, ευλάβεια και ειρωνεία. Η αιδώς γι’ αυτόν δεν είναι εχθρός· είναι εργαλείο μορφής. Δεν πιστεύει στην κάθαρση, αλλά στην παράταση: στην επιθυμία που δεν τελειώνει επειδή αλλάζει μορφή.
Γι’ αυτό και το έργο του δεν γερνά. Είναι ένας τρόπος να θυμάσαι ότι η σχέση ανάμεσα σε γλώσσα και σώμα είναι αδύνατη αλλά απαραίτητη. Ανάμεσα στα δύο υπάρχει πάντα ένα ίχνος από γέλιο, φροντίδα, κουβέντα για το φαγητό που θα μαγειρευτεί μετά το σεξ. Αυτή η καθημερινή, ταπεινή ευαισθησία είναι η πιο επαναστατική μορφή τρυφερότητας. Ο Glück, στο τέλος, μας μαθαίνει πως η πραγματική δύναμη βρίσκεται στο να εκθέτεις την αδυναμία σου χωρίς θεατρικότητα. Ότι το σώμα είναι το πρώτο και τελευταίο μας κείμενο.
Και πως η ειλικρίνεια, όταν είναι βρώμικη και στοργική ταυτόχρονα, μπορεί να σώσει ακόμη και τη γλώσσα.
🩸Mauvaises vies ή Δεν Υπάρχουν Πια Κακές Ζωές🌅
Στο Παρίσι, ο φωτογράφος Marc Martin επιστρέφει στη φράση “κακή ζωή” για να τη φωτίσει ξανά. Μέσα σε δωμάτια κόκκινου φωτός και σιωπής, τα queer σώματα δεν ζητούν δικαίωση, απλώς χώρο. Η επιβίωση γίνεται αισθητική, και η φροντίδα, η πιο ριζοσπαστική μορφή πολιτικής.
Η ερώτηση που επιστρέφει
Λευκά γράμματα πάνω σε κόκκινο φως. Μια ερώτηση χωρίς τελεία: Mauvaises vies ? Το βλέμμα του θεατή παγώνει για λίγο, σαν να θυμάται κάτι που δεν έζησε αλλά το κουβαλά. Η φράση αιωρείται ανάμεσα σε δύο αιώνες, τον αιώνα της ντροπής και τον αιώνα της επιβίωσης. Στην έκθεση του Marc Martin, η εικόνα δεν εξηγεί τίποτα· επαναφέρει. Η «κακή ζωή» δεν ζητά δικαίωση. Ζητά χώρο. Και αυτός ο χώρος είναι φως.
Δεν υπάρχει αφήγηση, μόνο διάχυση. Η είσοδος στην έκθεση είναι σαν είσοδος σε μνήμη, μια θερμοκρασία, μια διακοπή χρόνου. Δεν βλέπεις τα πρόσωπα αμέσως· πρώτα τα νιώθεις.
Ένα βλέμμα στηριγμένο σε μια άκρη του τοίχου, ένα κορμί που φωτίζεται για λίγο και μετά χάνεται, μια παλάμη που κρατά κάτι που δεν φαίνεται. Εδώ, η σιωπή δεν είναι απουσία είναι σκηνή.
Η αμαρτία ως σκηνή επιστροφής
Τα δωμάτια του Martin είναι σχεδιασμένα σαν χώροι επανεμφάνισης. Η γυμνότητα δεν είναι πρόκληση, είναι επιβίωση. Οι άνθρωποι που απεικονίζονται δεν παίζουν ρόλο· επιστρέφουν. Η κάμερα δεν τους αιχμαλωτίζει, τους παραχωρεί χώρο να αναπνεύσουν. Είναι σαν να βλέπεις την ιστορία να κάνει ένα βήμα πίσω για να τους αφήσει να περάσουν.
Η κατηγορία της mauvaise vie γεννήθηκε στον 19ο αιώνα για να ονομάσει όσους ζούσαν «έξω από την κανονικότητα»: εργάτριες του δρόμου, ομοφυλόφιλους, trans άτομα, φτωχούς. Η κοινωνία ονόμασε «κακή ζωή» αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Martin παίρνει τη φράση, την γυρίζει από μέσα προς τα έξω και τη φωτίζει. Εκεί που υπήρχε ντροπή, βάζει ευγένεια. Εκεί που υπήρχε επιτήρηση, βάζει ανάσα.
Κάθε δωμάτιο λειτουργεί σαν μικρό προσκύνημα της μνήμης. Φωτογραφίες που θυμίζουν σώματα από όνειρο· το φως είναι ζεστό, αλλά ποτέ απειλητικό. Η εικόνα δεν σε καλεί να δεις, σε καλεί να συμμετέχεις σ’ ένα αργό τελετουργικό φροντίδας. Το βλέμμα εδώ δεν εξουσιάζει· παρηγορεί.
Το queer μετά τη φασαρία
Η εποχή των κραυγών τελείωσε. Η ορατότητα, που κάποτε ήταν στόχος, σήμερα έγινε κόπωση. Το queer σώμα βρίσκεται πια εγκλωβισμένο ανάμεσα σε hashtags, συμβόλαια συνεργασίας και φίλτρα ευαισθησίας. Η νέα μορφή επιτήρησης είναι η αισθητική. Το Mauvaises vies ? αντιστέκεται σ’ αυτό με τον πιο απλό τρόπο: αρνείται να παραστήσει τη χειραφέτηση. Αφήνει τη φροντίδα να γίνει πολιτική πράξη. Δεν θέτει το queer ως θεματική, αλλά ως ρυθμό ύπαρξης.
Το φως του Martin δεν είναι θεϊκό είναι ανθρώπινο. Έχει κάτι απ’ τον ιδρώτα των bathhouses, κάτι απ’ το βλέμμα ενός φίλου που σε προσέχει χωρίς να μιλά. Στις φωτογραφίες, τα σώματα στέκονται χωρίς πρόθεση να σε πείσουν. Η αλήθεια τους είναι ότι υπάρχουν ακόμη.
Και αυτό, σήμερα, είναι σχεδόν επαναστατικό. Σε έναν κόσμο που απαιτεί να εκτελείς την ταυτότητά σου, το να παραμένεις ήσυχος είναι μια μορφή εξέγερσης. Η ορατότητα εδώ δεν είναι performance, είναι μαρτυρία χωρίς λόγια.
Η επιμονή ως μορφή ομορφιάς
Στο τέλος της έκθεσης, στους τοίχους γράφεται: Toutes les vies se valent. Όλες οι ζωές αξίζουν. Η φράση, μέσα στο κόκκινο φως, παύει να είναι σύνθημα. Γίνεται προσευχή. Όχι προς έναν Θεό, αλλά προς όλους εκείνους που δεν πρόλαβαν να ζήσουν αρκετά για να γίνουν φωτογραφία.
Η σιωπή του χώρου δεν είναι άδεια, είναι πλήρης. Η απουσία ήχου γεμίζει από τον αργό ρυθμό της αναπνοής, από τη μνήμη της επιβίωσης που κουβαλά κάθε σώμα. Και τότε συνειδητοποιείς: το Mauvaises vies ? δεν είναι αναδρομή ούτε μνημόσυνο. Είναι ένας καινούργιος τρόπος να βλέπουμε.
Δεν υπάρχουν πια κακές ζωές. Υπάρχουν ζωές που αρνήθηκαν να χαθούν, και που μετέτρεψαν τη ντροπή σε τέχνη, τη σιωπή σε μορφή, το σώμα σε αρχείο του φωτός.
Ο Marc Martin δεν δείχνει απλώς εικόνες. Επιστρέφει την ψυχή στο σώμα.
Κι εκεί, μέσα σ’ αυτό το επιστρεφόμενο φως, καταλαβαίνεις πως η τέχνη και η επιμονή είναι το ίδιο πράγμα: δύο τρόποι να μην πεθάνεις εντελώς.
🕯️ Η Δήμητρα της Λέσβου περπατά ξανά 💃
(από τη σιωπή της Ελλάδας στη μνήμη της Ευρώπης)
Φοράει κόκκινο φόρεμα και περπατά στο χωριό της, τη Σκάλα Συκαμνιάς.
Το κεφάλι της ψηλά, το βλέμμα ίσιο, σαν να έχει επιτέλους δικαίωμα να την κοιτάξουν χωρίς να την πονέσουν.
Ο ουρανός χαμηλώνει, ο ήλιος σπάει πάνω στα πλακάκια, και για μια στιγμή μοιάζει σαν να ξαναγράφεται η ιστορία: όχι εκείνη που τη σταύρωσε, αλλά εκείνη που δεν πρόλαβε να υπάρξει.
Η φωτογράφος Chiara Fabbro την παρακολουθεί σιωπηλά, σε μια σειρά εικόνων που τιτλοφορεί Invisible Border. Η Δήμητρα δεν είναι πια εδώ, κι όμως περπατά. Η φωνή της διασχίζει την Ευρώπη μέσα από τα τζάμια μιας γκαλερί στο Breda της Ολλανδίας, όπου η έκθεση Life Stories φιλοξενεί τη μνήμη της.
Από τις σκοτεινές νύχτες της Λέσβου ως τα φώτα των ευρωπαϊκών μουσείων, η ίδια γυναίκα συνεχίζει να περνά την αόρατη queer μεθόριο αυτή τη φορά, χωρίς φόβο.
🌫Η Αόρατη Μεθόριος
Η Δήμητρα γεννήθηκε στη Σκάλα Συκαμνιάς. Σε ένα σπίτι γεμάτο αλάτι, εικόνες και πατριαρχία παλιάς κοπής. Στα δεκατέσσερα είπε στους γονείς της ότι είναι κορίτσι. Η απάντηση της χώρας ήταν ένα ίδρυμα. Τη νάρκωσαν με φάρμακα για να μάθει να “συμπεριφέρεται”. Για να τη σβήσουν από τον καθρέφτη της.
Δεν ήξεραν, όμως, πως ο καθρέφτης της Δήμητρας δεν έσπαγε, έλιωνε. Κι έπαιρνε νέο σχήμα κάθε φορά που την εξόριζαν. Στην Αθήνα έζησε χρόνια αόρατα. Στους δρόμους, στα υπόγεια, στις στάσεις του τρόλεϊ.
Έμαθε να μιλά με βλέμματα, όχι με λέξεις. Κάθε queer σώμα στην Ελλάδα ξέρει αυτή τη διάλεκτο της επιβίωσης: να χαμογελάς όσο σε προσπερνούν, να πονάς χωρίς ήχο, να ζεις χωρίς να ζητάς συγγνώμη, μα και χωρίς να σε βλέπουν.
Κάθε χώρα χτίζει τα σύνορά της πρώτα πάνω στα σώματα εκείνων που δεν χωράνε. Κι η Ελλάδα τα χτίζει ακόμη.
💠Η Εξορία της Τρυφερότητας
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Δήμητρα γύρισε στο χωριό. Για πρώτη φορά χωρίς κανέναν να τη φυλάει από τον εαυτό της. Φόρεσε γυναικεία ρούχα. Το σώμα της χαλάρωσε σαν ύφασμα που βρήκε επιτέλους το σωστό σώμα να το φορέσει. Έβγαινε κάθε μέρα στους δρόμους, μιλούσε στα παιδιά, τραγουδούσε μόνη της στο καφενείο, ζούσε σαν θαύμα που δεν ζήτησε να γίνει γνωστό.
Η κοινωνία γύρω της τη θεωρούσε “ιδιορρυθμία”. Αλλά η Δήμητρα δεν ήταν ιδιορρυθμία. Ήταν τρυφερότητα εξόριστη.Ήταν αυτό που συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος κουβαλάει την ψυχή του ολόκληρη σ’ έναν τόπο που την αντέχει μόνο μισή.
Η ιστορία τελείωσε με βία όπως τελειώνουν οι ιστορίες των ανθρώπων που αρνήθηκαν να ζητήσουν συγγνώμη.
Όμως το σώμα της, αντί να γίνει πτώμα, έγινε σήμα. Έγινε τρόπος να κοιτάμε αλλιώς τη χώρα.
Η Ελλάδα έχει μια νοσηρή ικανότητα: να φτιάχνει αγίους από τα πτώματα εκείνων που εξόρισε. Να λέει «η Δήμητρα ζει» ενώ την είχε αφήσει να πεθάνει.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την υποκρισία, υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο: η ανάγκη να κρατήσουμε το πρόσωπό της, να μην το σβήσει ο χρόνος.
🕯 Η Ευρώπη των Φαντασμάτων
Τώρα, λίγα χρόνια μετά, η Δήμητρα επιστρέφει. Όχι στην Ελλάδα στην Ευρώπη. Μέσα από τη ματιά μιας φωτογράφου που είδε σ’ εκείνη κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα τοπικό δράμα.
Η Fabbro δεν τη φωτογραφίζει σαν θύμα, ούτε σαν “περίπτωση”. Τη βλέπει σαν γυναίκα που περνά ένα σύνορο αόρατο, εκεί όπου το φύλο, η πίστη και η επιθυμία αγγίζουν η μία την άλλη χωρίς να λιώνουν.
Στο Breda, ανάμεσα σε καλλιτέχνες και θεατές από όλη την ήπειρο,η Δήμητρα γίνεται κομμάτι της queer ευρωπαϊκής μνήμης: μιας Ευρώπης που μαθαίνει τι σημαίνει να μνημονεύεις χωρίς να κρίνεις, να αγαπάς χωρίς να αποδεικνύεις. Δεν είναι δικαίωση. Είναι δεύτερη ζωή , πιο ήσυχη, πιο φωτεινή, αλλά όχι χωρίς αίμα.
Γιατί το αίμα παραμένει το μελάνι αυτής της ήπειρου. Κάθε queer καλλιτέχνης που σηκώνει τη μηχανή του, κάθε θεατής που κοιτάζει μια τέτοια φωτογραφία, κρατά μέσα του λίγο από το τραύμα της Δήμητρας και λίγο από τη λύτρωση της.
🩸Το Κόκκινο του Αγίου Δημητρίου
Το κόκκινο φόρεμα δεν είναι πια ντροπή. Είναι αναστάσιμο ένδυμα.
Η Δήμητρα της Λέσβου περπατά και πάλι, μες στις φωτογραφίες, στις εκθέσεις, στα βλέμματα.
Η μορφή της διασχίζει την Ολλανδία σαν προσευχή για όλους εμάς που κάποτε σκύψαμε το κεφάλι.
Το φως του Αγίου Δημητρίου πέφτει πάνω στο κόκκινο ύφασμα και μοιάζει με φλόγα που δεν καίει μόνο θυμίζει.
Αν τη δεις να περπατά, μην τη λυπηθείς. Κοίτα μόνο το βλέμμα της. Είναι εκείνο που μας λέει πως η τρυφερότητα μπορεί να νικήσει τη βία αλλά θέλει να καίει.
*Υ.Γ/
👁Το σώμα που μαθαίνει να κοιτά👁
Η εποχή κοιτάζει χωρίς να βλέπει. Η ορατότητα έγινε νέα μορφή πίστης∙ οι εικόνες ζητούν λατρεία, όχι κατανόηση. Κι όμως, ανάμεσα στα pixels και στις γνώμες της τηλεόρασης, υπάρχει ένα βλέμμα που δεν θέλει να σώσει θέλει να επιμείνει. Να υπάρξει, έστω για λίγο, έξω από το κάδρο.
Κάτω απ’ όλα τα πρόσωπα που περάσαν, επιστρέφει η ίδια ερώτηση: ποιος βλέπει ποιον; Και ποιο σώμα επιμένει να υπάρχει μέσα στο φως των άλλων;
Η κουλτούρα ανακυκλώνει το τραύμα της, μα το queer βλέμμα αρνείται να γίνει προϊόν αισθητικής ανακύκλωσης. Δεν ζητά εξήγηση∙ ζητά οξυγόνο.
Camp, επιθυμία, φωτογραφία, επιμονή, οι μικρές τεχνικές της queer αναπνοής. Η ομορφιά στην ΟΑΣΗ δεν είναι καταφύγιο. Είναι τρόπος να στέκεσαι όταν όλα γύρω λάμπουν υπερβολικά.
Η queer πίστη δεν ζητά ουρανό. Της αρκεί να φωτίζει τον άλλον χωρίς να τον καταναλώνει. Η εικόνα γίνεται προσευχή και αναπνοή μαζί. Το σώμα, φακός. Η αγάπη δεν σώζει∙ βλέπει. Κι αυτό αρκεί.
Από το με κοιτούν στο με βλέπουν, κι από το με βλέπουν στο υπάρχω.
Αυτό είναι το αόρατο ρεύμα της εποχής: το queer σώμα που, μέσα στον υπερκορεσμό των εικόνων, μαθαίνει ξανά να κοιτά.
Ήσυχα. Ακριβώς εκεί όπου όλοι νομίζουν πως δεν υπάρχει τίποτα να δεις.