Κάθε εποχή έχει μια στιγμή όπου η εικόνα κουράζεται από τον εαυτό της και το σώμα κουράζεται από τις απαιτήσεις της εποχής. Σήμερα αυτή η στιγμή δεν είναι εξαίρεση, είναι ο κανόνας. Κάτι λείπει διαρκώς: μια χειρονομία που δεν ολοκληρώνεται, μια έκφραση που αλλάζει πριν προλάβουμε να τη διαβάσουμε, μια μορφή που επιμένει να υπάρχει παρά το ρήγμα της.
Οι άνθρωποι που συναντώ σε αυτά τα κείμενα -από τη Charli μέχρι τον Hyacyn, από τον Parr μέχρι τη Sherman- δεν μου δείχνουν όσα έχουν· μου δείχνουν όσα λείπουν. Και μέσα σε αυτό το μικρό σκοτεινό διάκενο, εκεί όπου η ακεραιότητα υποχωρεί και η εικόνα προηγείται από το σώμα, γεννιέται η πιο καθαρή μορφή της εποχής μας: η μορφή που δεν προσποιείται ότι είναι ολόκληρη.
Οι queer ζωές το γνωρίζουν αυτό εδώ και χρόνια. Η επιμονή τους δεν βρίσκεται στην υπερβολική ορατότητα, αλλά στην αβίαστη παρουσία: στη δυνατότητα να σταθούμε χωρίς να αποδείξουμε, να υπάρξουμε χωρίς να ολοκληρώσουμε, να αναπνεύσουμε χωρίς να απολογηθούμε για το σημείο που λείπει.
Ίσως η νέα μας αισθητική να βρίσκεται ακριβώς εκεί: όχι στην τελειότητα, αλλά στην ήσυχη διαύγεια του ρήγματος.
🩻Το Πρόσωπο που Ζήτησε να Ξαναγίνει Άνθρωπος⊘
Η Charli XCX στον λαβύρινθο της ίδιας της εικόνας της
Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένη. Όχι εσένα προσωπικά, τη γυναίκα πίσω από το BRAT. Την Charli xcx. Εκείνη που αναγνωρίζεται μόνο όταν χαμηλώσει το βλέμμα και ξεχάσει για λίγα δευτερόλεπτα ποιον ρόλο πρέπει να υπηρετήσει.
Η πόλη της pop star Charli δεν είναι to Λονδίνο, ούτε to Λος Άντζελες. Είναι το timeline: μια συνοικία από είδωλα, αναπαραγωγές, λάθος hex codes και vertical βίντεο που δεν προλαβαίνουν να ζήσουν πριν κοπούν σε meme. Και κάπου εκεί, μια γυναίκα προσπαθεί να κρατήσει το πρόσωπό της όπως άλλοι κρατούν το κλειδί του σπιτιού τους· με την αγωνία μην τους πέσει.
Η κόπωση της Charli που περιγράφει η ίδια στη νεα της συνέντευξη στο Α Rabbit’s Foot δεν είναι pop. Είναι ανθρώπινη. Είναι η κόπωση κάποιου που φοράει το ίδιο πρόσωπο τόσο πολύ που αρχίζει να το νιώθει ξένο. Όχι επειδή είναι ψεύτικο αλλά επειδή το έχουν φορέσει κι άλλοι. Σε memes, σε σχόλια, σε καμπάνιες που δεν ζήτησε, σε ένα πράσινο χρώμα που έγινε δέρμα της χωρίς να το επιλέξει.
Γι’ αυτό στο βλέμμα της Vitti, στην γωνία ενός studio στο Downtown L.A.,σε αυτή τη φωτογράφηση αναγνωρίζω κάτι δικό της: έναν άνθρωπο που προσπαθεί να επινοήσει ξανά τον ρυθμό του σώματός του και της τέχνης του σε έναν κόσμο που έχει μόνο refresh.
Το σινεμά για αυτή δεν είναι escape. Ούτε career move.Είναι καταφύγιο. Ο μόνος τόπος όπου η εικόνα και η ίδια μπορεί να μείνει ακίνητη αρκετά ώστε να θυμηθεί από τι αποτελείται. Κι έτσι, σχεδόν αθόρυβα, η Charli παύει να είναι pop star. Γίνεται κάτι πιο σπάνιο: ένας άνθρωπος που προσπαθεί να μη χαθεί μέσα στο ίδιο του το πρόσωπο.
Η ψυχική γεωγραφία της Charli δεν είναι πόλεις. Είναι ζώνες εξάντλησης. Ανήκει πια παντού και πουθενά: στο Λονδίνο που την γέννησε, στο LA που της φόρεσε τον μηχανισμό, στη Νέα Υόρκη των σύγχρονων μύθων, στη δεκαετία των 2010s που σφράγισε το DNA της, στη δεκαετία που έρχεται και της ζητάει να αλλάξει ρόλο.
Η πραγματική της τοπογραφία, όμως, είναι η κόπωση του timeline.Η πίεση της αναπαραγωγής. Η θολή γραμμή ανάμεσα σε πρόσωπο και περσόνα. Ο pop star σήμερα δεν ταξιδεύει. Τον ταξιδεύουν. Και η Charli έχει γίνει δίκτυο: ήχος, meme, χρώμα, reference, επιθυμία, σύμβολο. Η εικόνα της προηγείται της ίδιας. Το σώμα ακολουθεί λαχανιασμένο.
Υπάρχει μια μυθολογία προσώπων γύρω της. Το πρόσωπο της BRAT: αιχμηρό, απόλυτο. Το πρόσωπο της μουσικής βιομηχανίας: λειτουργικό. Το “It-girl”: τσιγάρο, γυαλιά, αδιαφορία για πανοπλία. Το πρόσωπο της ηθοποιού που θέλει να εξαφανιστεί.
Και κάτω από όλα αυτά, ένα ακόμη: το πρόσωπο χωρίς πρόσωπο. Εκεί όπως πολλοί καλλιτέχνες συναντά το Eyes Without a Face του Franju όπου το τραύμα φοράει μάσκα και η επιθυμία για επιβίωση περνά από την κλοπή άλλων εικόνων. Η φήμη κάνει κάτι παρόμοιο: σε καίει απαλά, μετακινεί το δέρμα σου, σού επιστρέφει ένα πρόσωπο που δεν είναι δικό σου αλλά πρέπει να το υπηρετήσεις.
Το ερώτημα της Charli δεν είναι «ποια είμαι;» είναι «υπάρχει ακόμη δέρμα από κάτω;».Το BRAT ήταν θρίαμβος για τον κόσμο. Για εκείνη ήταν διάλυση. Η στιγμή που η επιτυχία έπαψε να είναι αφήγηση και έγινε κλουβί. “Είμαι σε hamster wheel από τα 15 μου.” λέει στην συνέντευξη. Δεν είναι εξομολόγηση. Είναι pop meta awareness διάγνωση από την βασίλισσα του είδους.
Η μουσική βιομηχανία δεν σε καταστρέφει επειδή πέφτεις. Σε καταστρέφει επειδή δεν σε αφήνει να σταματήσεις. Η Charli είδε το burnout πριν την καταπιεί. Δεν ήθελε να γίνει μια ακόμη Britney ένα σώμα που σπάει δημόσια για να συνεχίσει να λειτουργεί ως εικόνα. Δεν χρειάστηκε να ομολογήσει την ψυχική εξάντληση δέκα χρόνια αργότερα, όπως η Gaga. Ούτε να προστατευθεί πίσω από την υψηλή αισθητική, την americana μυθολογία και τα μελαγχολικά WASP-California vibes, όπως η Lana del Rey. Επέλεξε κάτι πιο επικίνδυνο: να σταματήσει πριν χαθεί. Χρειαζόταν να σωθεί.
Γι’ αυτό το σινεμά έγινε νέο της δέρμα. Το μόνο μέρος όπου μπορεί να χαθεί με αξιοπρέπεια. Η μουσική απαιτεί σταθερά την αναπαραγωγή του μύθου της. Το σινεμά την αφήνει να γίνει σκιά, ατέλεια, σώμα. Η επιλογή Antonioni στη φωτογράφηση που συνοδεύει την συνέντευξη δεν είναι mood board αναφορά. Είναι μια καλλιτεχνική ομολογία συγχρονικότητας με την παρούσα φάση της Ο Antonioni κινηματογραφούσε ανθρώπους που χάνουν την πρόσβαση στον εαυτό τους. Που περιπλανιούνται μέσα σε χώρους, σχέσεις, δωμάτια, ψάχνοντας ένα κομμάτι ταυτότητας που ίσως δεν υπάρχει πια. Και η Charli, φορώντας τη Vitti σαν μνήμη μιας εποχής που δεν έζησε, σου ψιθυρίζει: “Αφήστε με να υπάρξω κάπως πιο ήσυχα.”
Το κοινό, αυτός ο απρόσωπος βασιλιάς του κανιβαλισμού, δεν αγαπάει ανθρώπους. Αγαπάει λειτουργίες. Όμως η Charli επέζησε από αυτή τη μετατροπή. Γύρισε από τη διάλυση. Και τώρα ζητάει κάτι ακατανόητο για μια pop star: να μην κόβεται σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Να μην είναι meme πριν γίνει άνθρωπος. Να μην είναι reference πριν γίνει σώμα.
Το “Death of Cool” το essay της που ειναι στο ίδιο τεύχος με την συνέντευξη δεν είναι θεωρία. Είναι μια μικρή νεκρολογία. Όχι για το look για τον μηχανισμό. Το κορίτσι του Shoreditch έγινε σημείο αναφοράς της γενιάς της. Τώρα θέλει να γίνει φωνή. Το cool ήταν η στολή της επιβίωσης. Αλλά και η εξάντλησή της. Η Charli ζητάει κάτι σπάνιο: το δικαίωμα να μην είναι συνεχώς τέλεια.
Και τότε, εκεί στη γιγάντια σκακιέρα του σετ, την ώρα που το crew αλλάζει φώτα, συμβαίνει κάτι σχεδόν αόρατο: Η Charli δεν παίζει. Ανασταίνεται. Το σώμα της επιστρέφει στον εαυτό του. Το πρόσωπο σταματά να είναι σύμβολο. Η εικόνα αποκτά βάρος. Η γυναίκα εμφανίζεται. Η pop star που κάποτε ήταν παντού, τώρα θέλει μόνο ένα πράγμα:
Το HYACYN και η μικρή τελετουργία του να αντέχεις κάποιον
Υπάρχουν στιγμές όπου η μόδα σταματά να είναι προϊόν και γίνεται πράξη πάνω στο σώμα. Μια πράξη τόσο απλή και τόσο βίαιη όσο ένα παπούτσι που ακουμπάει τη σπονδυλική στήλη κάποιου. Όχι για να τον τιμωρήσει· για να τον καταλάβει.
Κάπως έτσι αισθάνθηκα όταν είδα τις τελευταίες εικόνες του HYACYN: ένα σώμα-έδαφος, ένα σώμα-βάρος, δύο αγόρια που αλλάζουν ρόλους όπως αλλάζει ο αέρας ενός άδειου δωματίου. Και ανάμεσά τους, το EROTTOD: παπούτσι–μηχανισμός, σκιά που πατάει σε δέρμα πριν πατήσει σε δρόμο.
Ο Tobias Ulmer, ο ιδρυτής και σχεδιαστής του HYACYN δεν φτιάχνει αντικείμενα. Φτιάχνει τελετουργίες επιβίωσης. Παιδί της Στουτγκάρδης, μαθημένος σε τεκνο κάστρα και leather πειθαρχίες, χτίζει σήμερα στη Νέα Υόρκη ένα brand που μοιάζει λιγότερο με μόδα και περισσότερο με υπαρξιακό ημερολόγιο. Κάθε συλλογή είναι ένα μικρό ερώτημα: Ποιος είμαι; Ποιοι είμαστε; Τι κάνουμε εδώ; Και στα EROTTOD, αυτή η ερώτηση δεν γράφεται. Ζυγίζεται.
Εκεί, στη στιγμή που ένα παπούτσι ακουμπάει την πλάτη ενός άλλου ανθρώπου, η ταυτότητα γίνεται βάρος. Η σχέση γίνεται επιφάνεια. Και το σώμα, για λίγα δευτερόλεπτα, λέει την αλήθεια του χωρίς να μιλά. Δεν υπάρχει κάλεσμα για BDSM. Δεν υπάρχει ρόλος dom/sub. Υπάρχει μόνο η βαρύτητα της επιθυμίας και η απόφαση να τη μοιραστείς.
Η μικρή γενιά της αλήθειας
Αν κάτι κάνει το HYACYN να ξεχωρίζει, είναι ότι απευθύνεται σε μια γενιά που δεν αντέχει άλλο το στιλιζάρισμα της αλήθειας. Τα αγόρια του Ulmer δεν είναι ήρωες· είναι μαρτυρίες. Σώματα που κουβαλάνε την επιβίωση της πόλης, την Νέα Υόρκη που σε γονατίζει και σε σηκώνει στην ίδια αναπνοή.
Οι stepping εικόνες δεν είναι editorial. Είναι η εικονογραφία της απόστασης που μικραίνει. Ο χώρος δεν είναι σκηνικό, είναι συνθήκη. Το φως δεν είναι αισθητική επιλογή, είναι αλήθεια. Και η οικειότητα δεν είναι performance, είναι πίεση.
Ο Ulmer μιλά συχνά για τη νύχτα. Για τις ώρες όπου η δημιουργικότητα δεν χρειάζεται να παριστάνει τίποτα. Αυτή η νυχτερινή ενέργεια διατρέχει όλο το HYACYN: άδεια δωμάτια, φθηνές λάμπες, σώματα που δεν ποζάρουν. Σιωπές που δεν ζητούν μετάφραση. Οι σιλουέτες του, balloon bomber, camouflage set, 3D boots μοιάζουν σαν να έχουν γεννηθεί κάπου ανάμεσα σε επιβίωση και όνειρο. Σαν να κρατούν το σώμα, αλλά και να το αμφισβητούν. Σαν να λένε: “Μπορώ να σε σηκώσω, αλλά πρέπει να μου πεις ποιος είσαι.”
Το queer που δεν χρειάζεται πια να το δηλώσει
Η queer εικονογραφία του 2025 δεν είναι loud. Δεν σοκάρει. Δεν κατασκευάζει closeness με επιτήδευση. Το νέο queer βλέμμα κινείται χαμηλά: στο πάτωμα, δίπλα σε δύο σώματα που μοιράζονται το βάρος χωρίς να μιλούν.
Το HYACYN δεν δείχνει queer αισθητική. Δείχνει queer χώρο. Δείχνει την απόσταση που μικραίνει, την τρυφερότητα που γίνεται ρόλος, την βία που γίνεται στάση, τη στάση που γίνεται επιβίωση. Το σώμα επιστρέφει όχι ως φαντασίωση, αλλά ως πραγματικότητα: με τσακίσματα, σημάδια, φως που καίει, δωμάτια χωρίς πρόθεση. Η εικόνα δεν διεκδικεί τέλεια αφήγηση. Διεκδικεί δικαίωμα στην ατέλεια.
Και αυτό είναι πολιτικό. Είναι πολιτικό να δείχνεις επιθυμία χωρίς μύθο. Να αφήνεις το flash να πει την αλήθεια. Να δείχνεις δύο αγόρια που δεν πουλούν closeness, το αντέχουν κυριολεκτικά πάνω στο σώμα τους.
Το queer του 2025 είναι μηχανικό, όχι αφηγηματικό. Ενδιαφέρεται για weight, balance, access. Για το ποιος πατάει πού. Για το πώς η επιθυμία μεταφράζεται σε γεωμετρία. Και κάπου ανάμεσα σε μια πλάτη που δέχεται ένα παπούτσι και σε ένα δωμάτιο που ξεχνά να είναι όμορφο, η μόδα του HYACYN ψιθυρίζει κάτι απλό: η επιθυμία δεν είναι εικόνα· είναι σχέδιο.
Ο άνθρωπος που κράτησε την εικόνα πριν γίνει performance
Αν κάτι πέθανε μαζί με τον Martin Parr, δεν είναι απλώς ένας μεγάλος φωτογράφος. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο πριν αυτός προλάβει να ποζάρει. Ένας τρόπος να λες την αλήθεια χωρίς το ένστικτο της ντροπής. Και κάτι πιο λεπτό, πιο υπόγειο, ένας τρόπος να βλέπεις τις queer ζωές όχι ως εξαίρεση, αλλά ως φυσικό μέρος του ίδιου λαϊκού σύμπαντος όπου κινούνται όλοι.
Ο Parr δεν ήταν queer καλλιτέχνης. Ήταν όμως ένας από τους λίγους που απέδειξαν ότι το queer δεν χρειάζεται ειδικό φωτισμό ή κάδρο για να υπάρξει· χρειάζεται μόνο χώρο.
Η λαϊκότητα ως οικουμενική γλώσσα
Το έργο του Parr είναι μια μεγάλη, πολύχρωμη εγκυκλοπαίδεια ανθρώπινης αμηχανίας.
Παραλίες όπου ο ήλιος είναι πιο σκληρός από την πραγματικότητα. Μπουφέδες όπου η υπερβολή γίνεται άθελη ποίηση. Οικογενειακές στιγμές που μοιάζουν με διαφημίσεις που δεν πέτυχαν.
Αυτό που τον έκανε ξεχωριστό δεν ήταν η ειρωνεία. Ήταν η τρυφερή παραδοχή πως κανείς δεν είναι όμορφος όταν δε προσπαθεί· κι όμως, ακριβώς τότε είμαστε πιο αληθινοί.
Ο Parr φωτογράφισε τον κόσμο σαν να μας έλεγε: «Μην ανησυχείτε. Είμαστε όλοι λίγο γελοίοι.» Και αυτή η φράση, ειπωμένη με τρυφερότητα, είναι πολύ πιο ριζοσπαστική από οποιαδήποτε art meta irony.
Το queer χωρίς εισαγωγικά: κοινότητα, όχι θέαμα
Το queer angle του Parr δεν είναι αισθητικό, δεν είναι camp, δεν είναι fetishization. Είναι η βαθιά του άρνηση να αντιμετωπίσει τη queer ζωή ως εξωτική υποενότητα της κοινωνίας.
Στο Bristol Pride από το 2017 μέχρι το 2024 επέστρεφε κάθε χρόνο. Όχι για να φωτογραφίσει τα spectacular πρόσωπα αλλά για να δείξει: την κούραση των εθελοντών, τη queer χαρά που ιδρώνει χωρίς πόζα, το χαρτόνι που λυγίζει στη βροχή, την αμηχανία μιας χειρονομίας αγάπης μπροστά στο πλήθος
Και αυτό είναι ίσως το πιο queer πράγμα που έκανε: έσπασε την απόσταση ανάμεσα στο “εμείς” και στο “αυτοί” σε μια εποχή σαν τη δικιά μας που τα κάθε είδους σύνορα μας χωρίζουν.
Το Parr Foundation και το queer αρχείο που κατάφερε να γίνει ορατό
Ο Parr, με την ίδρυση του δικού του ιδρύματος δεν έδωσε απλώς χώρο σε νέους φωτογράφους. Έδωσε χώρο σε ιστορίες που η βρετανική φωτογραφία συστηματικά άφηνε εκτός κάδρου. Η έκθεση του Ajamu X, "FIERCE: Bristol", ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Black queer βρετανικής οπτικής κουλτούρας, βρήκε εκεί στέγη, ορατότητα, σεβασμό.
Δεν το έκανε για να διαφημίσει inclusion. Δεν το έκανε ως “χειρονομία καλοσύνης”. Το έκανε γιατί πίστευε πως η φωτογραφία οφείλει να καταγράφει το πλήρες κοινωνικό σώμα.
Και το queer σώμα είναι κομμάτι αυτού του σώματος.
Ο Parr ως τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην ομοιομορφία
Υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία στη στιγμή του θανάτου του. Ο Parr έζησε για να δει τον κόσμο να ποζάρει πια πριν καν ζήσει. Έζησε την εποχή όπου κάθε εικόνα έχει προορισμό: feed, story, brand, narrative. Το αυθόρμητο έχει γίνει performance, η αλήθεια έχει γίνει αισθητική και vibe, η ζωή έχει γίνει editing.
Και οι queer ζωές, που τόσο συχνά υπήρξαν θέαμα ή απειλή, μέσα από το δικό του μάτι έγιναν απλώς παρουσία.
Το δικαίωμα να υπάρχουμε χωρίς να εξηγούμαστε
Όταν σκέφτομαι τι χάθηκε με τον Parr, δεν σκέφτομαι την τεχνική, τα overexposed χρώματα, τις υπερβολές του. Σκέφτομαι κάτι απλούστερο. Τον άνθρωπο που μας φωτογράφιζε σαν να μην χρειαζόταν να εξηγήσουμε τίποτα. Κι αυτό, για όσους μεγαλώσαμε σε κοινότητες που αναγκάζονταν πάντα να εξηγούν, ήταν ένα μικρό θαύμα.
Ο Parr πέθανε. Αλλά η ματιά του. τρυφερή, ειρωνική, ανθρώπινη θα συνεχίσει να μας θυμίζει ότι υπάρχει ομορφιά σε κάθε αδέξια στιγμή και αξιοπρέπεια σε κάθε ζωή που δεν προσποιείται.
Και αυτή η αλήθεια, όσο κι αν αλλάξει ο κόσμος, θα παραμένει βαθιά queer.
☠️Δεν Προλαβαίνω να με Ακολουθήσω✕
Σκέψεις για την queer παρουσία στην εποχή της εξαντλημένης εικόνας
Κάπου ανάμεσα στις τελευταίες δεκαετίες, συνέβη κάτι που κανείς δεν ονόμασε: η εικόνα άρχισε να ταξιδεύει χωρίς το σώμα. Πιο γρήγορη, πιο ανθεκτική, πιο εύθραυστη από εμάς. Ένα είδωλο που δεν περιμένει τον άνθρωπο να μπει μέσα του∙ τον προσπερνά.
Για εμάς, τις queer υπάρξεις, αυτό δεν είναι νέο. Ξέραμε τι σημαίνει να σε διαβάζουν πριν μιλήσεις, να σε φτιάχνουν πριν εμφανιστείς, να σου προσφέρουν καθρέφτες που ποτέ δεν ζήτησες και να καλείσαι να ζήσεις μέσα σε μία εκδοχή που δεν σε χώραγε. Η εικόνα ήταν πάντα λίγο απειλή, λίγο σπίτι, λίγο παρεξήγηση. Αλλά τώρα έγινε ρυθμός. Και ο ρυθμός δεν έχει έλεος.
Το queer σώμα κουράζεται πρώτο, όχι από την απόκλιση, αλλά από τη διαρκή προσπάθεια να συμβαδίσει με το είδωλό του. Να του μοιάσει λίγο, να του ξεφύγει λίγο, να μη χαθεί ολοκληρωτικά μέσα του. Είναι μια παράξενη γεωγραφία: το σώμα στη μία άκρη, η εικόνα στην άλλη, κι εμείς στη μέση, να προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιο από τα δύο επιζεί καλύτερα χωρίς εμάς.
Η παρουσία μας γίνεται θραύσμα. Ένα μικρό φωτάκι που αναβοσβήνει. Ένας ίσκιος που πέφτει λίγο στραβά. Μια χειρονομία που δεν ολοκληρώνεται. Κάποτε το γιορτάζαμε αυτό το σπάσιμο, το βλέπαμε ως ελευθερία, ως σιωπηλή επανάσταση. Τώρα μοιάζει με χρέος: να πρέπει να δίνεις κομμάτια σου στον αέρα για να αποδείξεις ότι ακόμη αναπνέεις.
Υπάρχει μια στιγμή, ξέρεις ποια, που το πρόσωπο κουράζεται. Όχι από τη ζωή∙ από την αναπαραγωγή της. Δεν αντέχει να βγαίνει σε τόσες εκδοχές. Δεν αντέχει να το κοιτούν άνθρωποι που βλέπουν άλλα αντί για σένα. Δεν αντέχει την απαίτηση να είναι πάντα έτοιμο, διαθέσιμο, αναγνώσιμο. Και τότε αρχίζει η πραγματική queer αγωνία: όχι «ποιος είμαι», αλλά: «ποιο πρόσωπο αντέχω να με εκπροσωπεί χωρίς να με πληγώνει;»
Η εξάντληση δεν είναι αδυναμία. Είναι γνώση. Είναι το σημείο όπου το σώμα λέει την αλήθεια που η εικόνα δεν μπορεί: «δεν προλαβαίνω να με ακολουθήσω». Και αυτή η παραδοχή, όσο σιωπηλή κι αν ακούγεται, είναι μια μορφή αντίστασης. Γιατί εκεί, μέσα στη μικρή καθυστέρηση, ξαναβρίσκουμε κάτι ανθρώπινο.
Το queer αίτημα σήμερα δεν είναι η ακραία ορατότητα. Είναι η αβίαστη παρουσία. Η δυνατότητα να εμφανιστείς χωρίς να χρειάζεται να αυτο-ερμηνευτείς. Να σταθείς χωρίς να αποδεικνύεις. Να υπάρχεις χωρίς να μετατρέπεσαι αμέσως σε υλικό επεξεργασίας.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο των avatars και των ανακυκλώσιμων προσώπων, η queer ζωή κρατάει ακόμη ένα μικρό πείσμα: μια επιθυμία να μην εξατμιστεί. Να διατηρήσει ένα κομμάτι αδιαφάνειας, μια νυχτερινή γωνία μέσα στην οποία παραμένει σώμα και όχι εκδοχή.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν φωτογραφίζουν τον εαυτό τους∙ φωτογραφίζουν τον κόσμο όπως αυτός παριστάνει ότι δεν τους βλέπει. Και υπάρχει η Cindy Sherman, η γυναίκα που έκανε το αυτονόητο βλασφημία: έδειξε πως ό,τι αποκαλούμε “εγώ” είναι μια στοίβα από κοστούμια που ξεχνάμε ότι φοράμε.
Το καινούργιο εξώφυλλό της στο THE FACE δεν είναι είδηση. Είναι σύμπτωμα εποχής. Κάτι σαν μακριά αντήχηση από τα ’70s που ξαναγυρνά για να μας θυμίσει ότι η εικόνα, όπως και η ταυτότητα, δεν ήταν ποτέ σταθερή. Απλώς τότε δεν υπήρχαν τα φίλτρα· τώρα υπάρχουν οι οθόνες. Και μέσα τους μια αδιάκοπη, σχεδόν ναυτία-γενεσιουργός ανάγκη να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε. Η Sherman το είχε πει πριν από όλους: η επιθυμία να σε δουν είναι το πιο ύπουλο είδος αυτο-εξαφάνισης.
Οι χαρακτήρες της δεν είναι πρόσωπα είναι αρχέτυπα αγωνίας. Το βλέμμα της τοποθετεί τη θηλυκότητα σε μια γωνία όπου δεν υπάρχει ασφάλεια, μόνο ρόλοι που γλιστρούν απότομα: η ingenue που παίζει να είναι θήραμα, η επαγγελματίας που έγινε φάντασμα σε στούντιο αναμονής, η γυναίκα που διαβάζει ένα γράμμα που δεν θα παραδεχτεί ποτέ πως έγραψε η ίδια.
Αυτή η διαρκής ολίσθηση είναι η πρώτη μεγάλη της ιεροσυλία: ότι η “εικόνα” δεν λέει την αλήθεια για την ταυτότητα λέει την αλήθεια για το πώς θέλουμε να κρυφτούμε.
Και τι κάνει η εποχή μας, πέρα από το να κρύβεται με υψηλή ανάλυση;
Αντικατοπτρισμοί: το queer σώμα, η ψηφιακή μάσκα, το βλέμμα που δεν ξέρει πια τι νιώθει
Περπατάμε σε έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι είναι μια μικρή Sherman του εαυτού τους: σε κάθε selfie, σε κάθε βίντεο 3 δευτερολέπτων, σε κάθε περίεργο TikTok που παριστάνει την αυθορμησία αλλά είναι σκηνοθεσία μιας απουσίας.
Το queer σώμα το ξέρει αυτό. Το έμαθε πολύ πριν το Instagram. Γιατί το queer σώμα έμαθε να επιβιώνει ως εικόνα πριν επιβιώσει ως άνθρωπος. Έμαθε ότι η ταυτότητα δεν είναι βεβαιότητα είναι performance. Και ότι το βλέμμα του άλλου είναι πάντα τρομερό, πάντα έτοιμο να γίνει φάντασμα, πάντα έτοιμο να ζητήσει κάτι που δεν μπορεί να επιστραφεί.
Η Sherman, χρόνια πριν γίνει η εποχή μας εμμονή με avatars, έκανε την πιο queer χειρονομία της σύγχρονης τέχνης: προσέφερε τον εαυτό της ως πεδίο προβολής όχι για να την δούμε, αλλά για να δούμε τον μηχανισμό που μας κοιτάζει.
Σε μια εποχή που όλοι είμαστε “παρόντες” και ταυτόχρονα απελπιστικά απόντες, το έργο της χτυπάει εκεί που πονάει η εποχή: στο σημείο όπου η εικόνα παριστάνει πως μας διαβάζει, αλλά στην πραγματικότητα μας καθρεφτίζει μόνο τη δική της πείνα.
Γιατί η Sherman επιστρέφει πάντα όταν ο κόσμος αλλάζει δέρμα;
Το THE FACE δεν την βάζει στο εξώφυλλο επειδή είναι θρύλος. Την βάζει επειδή είναι αναγκαία.
Κάθε φορά που ο κόσμος αλλάζει ρυθμό όταν η τεχνολογία πηδάει μία γενιά, όταν το βλέμμα γίνεται όπλο, όταν τα social μετατρέπουν την αθωότητα σε χρηματιστηριακό προϊόν η Sherman εμφανίζεται σαν να λέει: «Το ήξερα. Το ήξερα από τότε που ντυνόμουν άλλους ανθρώπους για να μην χρειαστεί να σας εξηγήσω ποια είμαι.»
Στη νέα σειρά φωτογραφιών της για το THE FACE, ξαναγίνεται αυτό που πάντα ήταν: η γυναίκα που δεν ανήκει στην εποχή αλλά την ξεκλειδώνει. Στο στούντιο του SoHo, μέσα σε υφάσματα που μοιάζουν με σκηνικά ονείρου και outfit που γλιστρούν ανάμεσα στο thrift και το haute couture, χτίζει ένα θίασο από φαντάσματα της σύγχρονης ζωής: γυναίκες που είναι λίγο υπερβολικές, λίγο κουρασμένες, λίγο κατασκευασμένες, λίγο αηδιαστικά αληθινές.
Οι μορφές της είναι πάντα λίγο εκτός ίριδας, λίγο πέρα από το “όμορφο”. Γιατί εκεί κατοικεί η αλήθεια του 21ου αιώνα: στην άβολη ζώνη όπου η ομορφιά και η φρίκη κρατάνε το ίδιο χέρι.
Ό,τι καταλαβαίνει η Sherman πριν από εμάς
Αν κάτι ενώνει τη Cindy Sherman με την queer εμπειρία, είναι αυτό: ότι η ταυτότητα δεν επιβεβαιώνεται ποτέ. Αποκαλύπτεται μόνο όταν καταρρέει.
Ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν ποιος είσαι μέχρι να τους δείξεις αυτό που φοβούνται. Ότι η εικόνα που βγάζεις προς τα έξω δεν είναι ποτέ δική σου είναι διαπραγμάτευση επιβίωσης. Ότι το βλέμμα του άλλου σε σώζει και σε καταπίνει την ίδια στιγμή. Ότι η εποχή φτιάχνει καινούργια προσωπεία πιο γρήγορα απ’ όσο προλαβαίνεις να τα βγάλεις.
Και κυρίως: ότι η τέχνη δεν είναι αντικείμενο θαυμασμού, αλλά καθρέφτης που σου γυρνάει πίσω το βλέμμα ενισχυμένο σαν να σε ρωτάει “και τώρα ποιος είσαι χωρίς όλα αυτά;”
Το βλέμμα που σε ξαναγράφει
Στο τέλος κάθε εικόνας της υπάρχει ένα σημείο που σταματάει ο ρόλος και αρχίζει η αποκάλυψη: το σημείο όπου καταλαβαίνεις ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι μια γυναίκα σε κοστούμι αλλά μια ρωγμή. Μέσα στη ρωγμή αυτή βρίσκεται η εποχή μας ολόκληρη: η ταυτότητα που γίνεται avatar, η επιθυμία που γίνεται branding, η εικόνα που γίνεται δεύτερη φύση.
Και κάπου εκεί, μέσα σε αυτή τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ωραίο και στο ανυπόφορο, στο υπερσκηνοθετημένο και στο εντελώς αδέξιο, η Sherman συνεχίζει να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα από όλους: μας δείχνει ότι κάθε φορά που κοιτάζουμε μια εικόνα, είναι η εικόνα που μας κοιτάζει πίσω σαν να ξέρει περισσότερα για εμάς από όσα αντέχουμε να παραδεχτούμε.
Κοιτάζω ξανά τα πρόσωπα και τα σώματα αυτού του πολυποστ, τις σιωπές τους, τις καμπύλες τους, τις μικρές ατέλειες που φωτίζουν περισσότερο από κάθε τελειότητα. FacebookTwitter
Και καταλαβαίνω ότι η εποχή δεν μας ζητά να γίνουμε ολόκληροι.