Στην καρδιά της ναυτιλιακής Magna Marine, στη Βούλα, η έκθεση «Fernweh ή νοσταλγία για άγνωστους τόπους» με έργα από τη συλλογή της Ειρήνης Παναγοπούλου, προέδρου της εταιρείας και μιας από τις πιο σημαντικές συλλέκτριες σε διεθνές επίπεδο, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, είναι πρόγευση της γνωριμίας μας με μια μεγάλη και σπάνια συλλογή για την οποία η ιδρύτριά της αισθάνεται ευτυχής, τόσο για τη διαρκή εξέλιξή της όσο και για την απόφασή της να τη μοιραστεί με το κοινό, μια ιδέα που άρχισε ήδη να καρποφορεί.
Μας υποδέχεται σε αυτόν τον χώρο, το πνευματικό παιδί της, για τον οποίο μιλά με ανυπόκριτη χαρά, υπερήφανη για τη δημιουργία του αλλά και για την ανταπόκριση του κοινού και των καλλιτεχνών. Η εξαιρετικά ευγενική, προσηνής, χαμηλών τόνων γυναίκα πίσω από τη συλλογή ξεκινά τη συζήτησή μας μιλώντας μας για τον νέο ρόλο που έχει αποκτήσει, αυτόν της γιαγιάς. «Αυτός είναι ένας νέος ρόλος που σε βάζει σε νέο πλαίσιο, ένας ρόλος που δεν περίμενα να μου δώσει τόση ικανοποίηση», λέει.
— Με αυτή την αφορμή, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν είχατε παρόμοια σχέση με τις γιαγιάδες σας.
Είχα δυο υπέροχες γιαγιάδες, στις οποίες οφείλω τον χαρακτήρα μου. Γεννήθηκα στο Λονδίνο και κάποια στιγμή μετακομίσαμε στην Ελλάδα για να πάω σε ελληνικό σχολείο. Οι γονείς μου ταξίδευαν πολύ και οι δυο γιαγιάδες μου, η μία από την Ιταλία και η άλλη από την Κωνσταντινούπολη, είχαν αναλάβει ένθερμα τον ρόλο των γονέων. Τους παππούδες μου δεν τους γνώρισα, πέθαναν στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ένας στο Νταχάου, ο άλλος στην ανάκριση από την Γκεστάπο. Αυτές τις μνήμες της οικογένειάς μου τις κουβαλώ πάντα.
«Για μένα η συλλογή είναι ένας πολύ προσωπικός κόσμος, είναι ένας καθρέφτης και μπορεί να δει κάποιος πολλά πράγματα και για τον συλλέκτη. Πρέπει να έχεις το θάρρος να τα αποκαλύψεις, γνωρίζοντας ότι θα υπάρχουν πολλές γνώμες διαφορετικές από τη δική σου και ότι θα δεχτείς και κριτική».
— Υπήρχε αυτή η συζήτηση στο σπίτι σας;
Οι γονείς μου δεν ήθελαν να συζητούν για την περίοδο του πολέμου, είχαν άσχημα βιώματα. Όμως και οι δυο μιλούσαν για την πείνα, ήταν η πιο δυνατή ανάμνηση που είχαν. Η γιαγιά μου μιλούσε και για το κρύο, στην Κατοχή έκαψαν όλη της την προίκα για να ζεσταθούν, τα έπιπλα, κομμάτι-κομμάτι. Έχω ακόμα ένα κεσεδάκι του πατέρα μου από το συσσίτιο που έδιναν στα παιδιά στο σχολείο του, στη Λεόντειο – σούπα, για να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Εμείς αυτά τα φοβερά πράγματα δεν τα ξέρουμε, έχουμε ζήσει μια μακρά περίοδο ειρήνης, αλλά προσπαθούμε να τα εξιστορούμε στις νεότερες γενιές και ελπίζουμε να μην ξανασυμβούν. Ο πατέρας μου, όσο ήταν εν ζωή, πάντα φοβόταν, πάντα είχε την ανησυχία μην ξαναγίνει κάτι και ήταν πάντα σε ετοιμότητα. Μου έλεγε πάντα «η αλλαγή είναι θέμα δευτερολέπτων». Ήθελε να μπορούμε να προσαρμοστούμε σε οποιαδήποτε στιγμή για να επιβιώσουμε.

— Φαντάζομαι στη ναυτιλία αντιλαμβάνεστε άμεσα αυτές τις πολύ κρίσιμες αλλαγές στον κόσμο μας.
Η ναυτιλία είναι πολύ απαιτητική, δεν υπάρχει ρουτίνα. Είναι, όντως, ο πρώτος αποδέκτης των γεγονότων που συμβαίνουν στον πλανήτη κι εμείς είμαστε οι πρώτοι που βλέπουμε τις αλλαγές που συντελούνται. Αυτήν τη στιγμή στον πλανήτη καταγράφονται οι περισσότερες πολεμικές συρράξεις και διαμάχες από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν τον έχουμε ονομάσει Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Τόσο οι ειδήσεις όσο και τα social media συχνά μάς δίνουν μια λανθασμένη εικόνα για την πραγματικότητα· αναρωτιέσαι τι είναι και τι δεν είναι αληθινό, υπάρχει ισχυρή προπαγάνδα υπέρ αυτού ή του άλλου, φανατισμός και, ωθούμενοι διαρκώς προς τα άκρα, αναγκαζόμαστε να πούμε «προτιμώ αυτό ή το άλλο». Ή πρέπει να μας καθορίζει κάτι, όπως ένα lifestyle – το ζήσαμε σε μια σχετικά πρόσφατη εποχή και είχαμε ξεφύγει ως κοινωνία. Θυμάμαι, επειδή τότε μεγάλωνα τρία παιδιά, να προσπαθώ να τα κρατήσω προσγειωμένα στην πραγματικότητα της ζωής και όχι σε έναν ουτοπικό χώρο, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο.
— Τι σημαίνει να κοιτάζει κάποιος τον κόσμο μας μέσα από την τέχνη; Είναι παρηγορητικό;
Τον κόσμο τον κοιτάζω μέσα από την τέχνη και μέσα από αυτή μαθαίνω πολλά για τον άνθρωπο και τα θέλω του, μαθαίνω να διακρίνω την πραγματικότητα, αλλά κυρίως η ομορφιά στην τέχνη είναι αυτή που μου δίνει κουράγιο. Κάτι άλλο που με ενδιαφέρει είναι να παρατηρώ τι βλέπει ένας καλλιτέχνης. Ειδικά στη σύγχρονη τέχνη τα μάτια του καλλιτέχνη είναι παντού, οι αισθήσεις του λειτουργούν σαν κεραίες, κρατά και αποτυπώνει από τη ζωή συναισθήματα που τον ενδιαφέρουν να μοιραστεί με άλλους. Γι’ αυτό είναι σημαντική η τέχνη άλλωστε, σου ανοίγει τα μάτια στον πλανήτη. Και σου δίνει μια άλλη προοπτική, μια άλλη εικόνα γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω σου, μέσα από τα μάτια ενός καλλιτέχνη.
— Θυμάστε την πρώτη σας επαφή με την τέχνη;
Οι γονείς μου ήταν καλλιτεχνικές φύσεις. Η μητέρα μου έκανε πολύ ωραίες προσωπογραφίες, ο πατέρας μου έφτιαχνε έπιπλα, έπιαναν τα χέρια του και έκανε ελαιογραφίες, κυρίως τοπία. Εγώ ζωγράφιζα τοπία, στο σχολείο διέκριναν ότι ήμουν επίσης καλλιτεχνική φύση και με προέτρεπαν να ασχοληθώ σοβαρά.
— Τώρα ζωγραφίζετε;
Όχι πια. Φτιάχνω διαρκώς πράγματα, νομίζω ότι η δημιουργία είναι μέσα μου, αλλά όχι, δεν είμαι καλλιτέχνις, αν και σπούδασα τέχνη. Όταν ήμουν μικρή και έλεγα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος, όλοι μου έλεγαν «αυτό δεν είναι επάγγελμα», οπότε έπρεπε να βρω κάτι άλλο. Έτσι, έλεγα ότι θα γίνω νοσοκόμα ή δασκάλα, από τα επαγγέλματα των γιαγιάδων μου. Αλλά νομίζω ότι το πάθος μου ήταν η τέχνη, η ζωγραφική, η γλυπτική, που είναι και η τέχνη την οποία αγαπώ περισσότερο.

— Φύγατε στο εξωτερικό για σπουδές αμέσως μόλις τελειώσατε το σχολείο;
Κατευθείαν, πήγα στην Αμερική. Ήμουν σε αυτό ανένδοτη, αν και οι γονείς μου ήθελαν να μείνω στην Ελλάδα. Έκανα για δυο χρόνια σπουδές οικονομικής φύσης, αλλά δεν έβρισκα καμία έμπνευση· μάλιστα, κάθε φορά που έπρεπε να επιλέξουμε μαθήματα, τα πρώτα που διάλεγα ήταν γύρω από την τέχνη, αυτά μου έδιναν χαρά. Τελικά εγκατέλειψα τα οικονομικά και σπούδασα στην Καλών Τεχνών, στο Mills, χωρίς να το έχω πει στους γονείς μου, που το ανακάλυψαν όταν ήρθαν στην αποφοίτηση και έπαθαν σοκ. Είχα κερδίσει όλα τα βραβεία, είχα τους καλύτερους βαθμούς στην τάξη μου και ήλπιζα ότι αυτό θα τους έπειθε για την απόφασή μου.
— Τα καταφέρατε;
Όχι. Ο μπαμπάς μου, αν και αγαπούσε την τέχνη και ήταν αυτός που ουσιαστικά με μύησε σε αυτή, ήθελε να έχει κάποιον κοντά του στη δουλειά. Και όντως τελικά τον ακολούθησα.
— Η σχέση σας πώς ήταν; Σας συγχώρεσε;
Η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν πάντα πολύ καλή, αλλά όχι, δεν με συγχώρεσε. Όποτε έκανα καμιά βλακεία στη δουλειά, μου έλεγε «είδες; Δεν το σπούδασες, γι’ αυτό τρως τα μούτρα σου». Αλλά ήξερε ότι η αγάπη μου για την τέχνη ήταν κάτι πολύ βαθύ. Άλλωστε ήταν και ο ίδιος συλλέκτης, αγαπούσε την τέχνη και συνέλεγε Έλληνες καλλιτέχνες της δεκαετίας του '60, του '70 και μέχρι το '80, τους σύγχρονούς του.
— Εσείς πώς αισθανόσασταν κάνοντας κάτι άλλο από αυτό που ποθούσατε;
Αισθανόμουν ότι μου πρόσφεραν τις σπουδές μου και έπρεπε να ανταποδώσω στην οικογένεια, απέναντι στην οποία είχα μεγάλο αίσθημα ευθύνης, γιατί έτσι ανατραφήκαμε. Η οικογενειακή επιχείρηση, σε όποιο μέγεθος κι αν ήταν, ήταν πηγή ζωής για όλους μας, οπότε δούλεψα δίπλα στον πατέρα μου μέχρι την τελευταία μέρα και δεν το μετάνιωσα. Η ζωή είχε άλλα σχέδια για μένα και δεν παραπονέθηκα ποτέ.
— Τα άλλα σχέδια ποια ήταν;
Να στηρίξω την τέχνη με άλλον τρόπο. Και να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια. Ήμουν τυχερή, γνώρισα έναν πολύ καλό άνθρωπο που ήμασταν μαζί από τα εφηβικά μας χρόνια και κάναμε οικογένεια και τρία παιδιά. Αν και δεν είμαστε πλέον μαζί, έχουμε μια πολύ καλή σχέση και χαιρόμαστε τα παιδιά και τα εγγόνια μας.


— Πώς αρχίσατε λοιπόν να συλλέγετε, πώς έγινε η αρχή;
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μού χάρισε κάποια έργα από τη συλλογή του, τέσσερα-πέντε κομμάτια, που τα έβαλα έτσι ώστε να συνομιλούν μεταξύ τους. Ήταν το ξεκίνημα της δικής μου συλλογής και αυτό τον πυρήνα θέλησα να συμπληρώσω με έργα που ταίριαζαν, συμπληρώνοντας παράλληλα τα κενά της συλλογής του πατέρα μου, μιας πολύ ελληνικής συλλογής. Οπότε, το επόμενο βήμα ήταν να κοιτάξω τους Έλληνες της διασποράς. Ήρθα σε επαφή με τα έργα του Σαμαρά, του Κουνέλλη, της Χρύσας, του Αντωνάκου και άλλων που ανακάλυψα στην πορεία. Το πρώτο σημαντικό έργο που αγόρασα μόνη μου ήταν το «Reconstruction #93» του Λουκά Σαμαρά και από αυτό ξεκίνησε μια συστηματική συλλογή έργων από αυτή την ομάδα καλλιτεχνών. Φυσικά, στη συνέχεια η συλλογή μεγάλωσε, επεκτάθηκε σε εύρος και άνοιξε διάλογο με τη σύγχρονη εποχή.
— Θα επισημάνω εδώ ότι είστε μία από τις λίγες γυναίκες συλλέκτριες.
Ήμουν τυχερή να έχω δικούς μου πόρους, αυτούς έχω χρησιμοποιήσει γι’ αυτήν τη συλλογή, η οποία χρηματοδοτείται αυστηρά από εμένα. Δεν χρειάστηκε ποτέ να ρωτήσω κάποιον άντρα στη ζωή μου και είναι αλήθεια ότι βλέπεις πολλούς άντρες ή ζευγάρια να συλλέγουν, αλλά μία γυναίκα μόνη της σπάνια θα δεις. Θα ήθελα να επισημάνω και εγώ με τη σειρά μου ότι αυτή δεν είναι μια γυναικεία συλλογή αλλά η συλλογή μιας γυναίκας.
— Ωστόσο, το φύλο σας δεν προσδιορίζει τον χαρακτήρα της συλλογής;
Αυτό θα το πουν οι άλλοι, αλλά νομίζω ναι, πολλά από τα θέματα που με απασχολούν προέρχονται από τα δικά μου προσωπικά βιώματα, οπωσδήποτε υπάρχει μια τέτοια απόχρωση.
— Ξεκινώντας κάποιος να κάνει μια συλλογή, ξεκινά και μια δική του εσωτερική διαδρομή, μια αναζήτηση. Αν είναι έτσι, τι είδους διαδρομή είναι η δική σας;
Όταν ξεκίνησα να γίνω καλλιτέχνιδα, ήδη με απασχολούσαν διάφορα θέματα που σχετίζονταν με τον κόσμο και πολλά από αυτά εξακολουθούν να με απασχολούν και σήμερα. Τα ερωτήματα που υπάρχουν στο μυαλό μου τα ψάχνω στους άλλους καλλιτέχνες και με πολλή χαρά και ικανοποίηση έχω δει πολλά αυτά να απαντώνται σε έργα τους που ήδη βρίσκονται στη συλλογή μου. Για μένα αυτή η αναζήτηση μέσα στα έργα των άλλων καλλιτεχνών είναι υπαρξιακή. Έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, το φύλο, τη θέση της γυναίκας, τη δικαιοσύνη, την ισότητα και τις ανισότητες ανάμεσα στους πολίτες, με θέματα που διευρύνονται συνεχώς γιατί η ζωή μας συνεχίζει να εξελίσσεται και να αλλάζει.
— Μεγαλώνοντας αλλάζουμε, μπορεί να αλλάξει και ο προσανατολισμός μιας συλλογής; Αν σας ρωτούσα για τις αλλαγές που έχουν συμβεί μέσα στον χρόνο, τι θα μου λέγατε;
Μεγαλώνοντας, σε απασχολούν θέματα που σχετίζονται με το γήρας, τη ζωή και τον θάνατο, την ψυχική υγεία, τη μοναξιά. Θα αναφέρω ενδεικτικά τον Κουνέλλη, που ασχολήθηκε πολύ με το θέμα της ζωής και του θανάτου, τον Σαμαρά, που εκτονώνει τη μοναξιά του με το χρώμα και τα αιχμηρά υλικά, ψάχνοντας την υφή των πραγμάτων, το άγγιγμα. Μιλώντας για τη μοναξιά, είναι κάτι που με απασχολεί όπως όλους μας, αλλά δεν έχω αισθανθεί ποτέ μόνη μου στον κόσμο της τέχνης, έχω κάνει τις ωραιότερες συζητήσεις και έχω νιώσει το βαθύ συναίσθημα της χαράς, όχι μόνο συλλέγοντας έργα αλλά και υποστηρίζοντας καλλιτέχνες.

— Έχετε μια πολύ μεγάλη συλλογή. Την έχετε δει ποτέ ως επένδυση;
Όχι, ποτέ. Σίγουρα υπάρχουν έργα στη συλλογή που πιθανόν έχω ξεπεράσει. Μέχρι σήμερα έχουμε δωρίσει, δεν έχουμε πουλήσει. Δεν βρίσκω ότι είναι λάθος η πώληση ενός έργου να συντηρήσει την αγορά άλλων. Για πολλά χρόνια ήμουν εναντίον αυτής της πράξης· σήμερα το βλέπω πιο ανοιχτά, γιατί υπάρχουν πολλών ειδών συλλέκτες.
— Έναν συλλέκτη τον καθορίζουν οι προθέσεις του;
Στη δική μου περίπτωση, είμαι πάντα με τη μεριά των καλλιτεχνών. Εδώ είμαστε ενεργοί συλλέκτες, στο μέτρο του εφικτού, κοιτάζουμε πολύ τους νέους καλλιτέχνες και θέλουμε να τους γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρόθεση. Αν και πολλές φορές ακούμε γκρίνια για τους νέους καλλιτέχνες, προσωπικά ενθουσιάζομαι, γιατί ειδικά οι πολύ νέοι έχουν να προσφέρουν μια νέα οπτική, μια νέα γλώσσα, που δημιουργεί προσδοκία για μια μελλοντική εξέλιξη.
— Αν ρωτούσα ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας καλλιτέχνες;
Είναι οι σύγχρονοί μου, με αυτούς έχω μακροχρόνιες σχέσεις και μεγαλώνουμε μαζί, παράλληλα. Τους νέους καλλιτέχνες τους έχω γνωρίσει κυρίως μέσα από τα παιδιά μου, που κι αυτά αγαπούν την τέχνη. Υπάρχουν πράγματα που δεν θα μου έκαναν εντύπωση αν δεν είχα την ευκαιρία να τα συζητήσω και να τα δω μέσα από το βλέμμα τους. Μου ανοίγουν τα μάτια και μπορώ να δω ότι οι νέοι καλλιτέχνες παλεύουν για τα δικά τους δικαιώματα με τον δικό τους τρόπο έκφρασης. Τα θέματα που τους απασχολούν εμείς δεν τα είχαμε διανοηθεί, δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό μας. Εμείς δίναμε μάχη για την ισότητα, τώρα η μάχη δίνεται για την ταυτότητα φύλου, τη δίκαιη και ισότιμη απονομή δικαιοσύνης, όχι πια σε τοπικό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κόσμος τους είναι μεγαλύτερος και πιο ευρύς, βλέπεις ότι τα ίδια θέματα απασχολούν τους νέους εδώ και στην Κίνα. Όταν μεγάλωνε η γενιά μου, το μόνο ερέθισμα ήταν η μαυρόασπρη τηλεόραση, ήμασταν μια μαυρόασπρη γενιά. Σήμερα τα ερεθίσματα είναι παγκόσμια, υπάρχει ο κόσμος των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των ρομπότ, του ΑΙ, ο κόσμος αυτών των καλλιτεχνών εμπεριέχει και μια έκρηξη χρωμάτων.
— Παρακολουθείτε συστηματικά την ελληνική σκηνή της τέχνης και έχουν συμβεί σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια.
Σίγουρα υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση της αξίας της τέχνης από ό,τι σε προηγούμενες δεκαετίες. Υπάρχουν περισσότερες γκαλερί, έχει ανοίξει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η Εθνική Πινακοθήκη έχει πλέον ενεργό ρόλο στη σύγχρονη σκηνή, δεν είναι απλώς ένα ιστορικό μουσείο, και παράλληλα έχουμε φορείς όπως το Ίδρυμα Νιάρχος, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Όλα συντελούν στο να υπάρχει περισσότερος κόσμος γύρω από την τέχνη, νέοι άνθρωποι και ένας κόσμος που αναγνωρίζει και παρακολουθεί διαφορετικά είδη τέχνης.
— Είστε μία εξ αυτών που θα υποστηρίξουν τη διοργάνωση της Μπιενάλε της Αθήνας. Τι σημαίνει η διοργάνωση για την πόλη;
Κοιτάξτε, δεν πρέπει να περιμένουμε μόνο από το κράτος να δραστηριοποιείται, οφείλουμε και μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία να προσπαθούμε να κρατάμε κάποιους θεσμούς ζωντανούς και να προωθούμε κάτι που είναι εξαιρετικό, όπως η Μπιενάλε της Αθήνας, ένας θεσμός με παγκόσμια εμβέλεια. Έχουμε δεσμευτεί να τον κρατήσουμε ζωντανό. Είναι ένα μέσο για να προωθούμε και να δείχνουμε στον πλανήτη τη δραστηριότητα γύρω από τη σύγχρονη τέχνη που χαρακτηρίζει την Αθήνα και είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που μπορεί να δει κάποιος στην πρωτεύουσα.

— Αποφασίσατε να ανοίξετε τη συλλογή σας στο κοινό. Δεν το κάνουν πολλοί συλλέκτες, αλλά έχουμε πολύ καλά παραδείγματα.
Είμαι ευγνώμων και στον Δάκη Ιωάννου και στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο γιατί είναι δάσκαλοί μου και υποκλίνομαι σε αυτά που έχουν προσφέρει. Δεν θέλω, ούτε μπορώ να συγκριθώ μαζί τους, αλλά πάντα ήθελα να μοιραστώ τη συλλογή. Μέχρι σήμερα το κάναμε δανείζοντας έργα και πολλές εκθέσεις έχουν βασιστεί στη συλλογή μας. Συνεχίζουμε να δανείζουμε έργα, αλλά ήρθε η ώρα να δημιουργήσουμε με αυτό τον χώρο έναν ακόμα πόλο έλξης για την τέχνη, με κόπο και δουλειά και οργάνωση για να χτιστεί ένα ολόκληρο σύστημα. Είναι ένας χώρος που τον ονομάζουμε collection space, με διττό ρόλο, εκθεσιακής δραστηριότητας και διαχείρισης της συλλογής, ενώ παράλληλα είναι επισκέψιμος για μελέτη, υπάρχει βιβλιοθήκη και πολύ μεγάλο αρχείο ανοιχτά στο κοινό. Όσο περνάει ο καιρός διευρύνουμε τα ωράρια και ξεκινάμε παράλληλα προγράμματα. Ο χώρος είναι στελεχωμένος με πολύ ικανά άτομα για τις ανάγκες της συλλογής και την εξυπηρέτηση του κοινού και σχεδιάζουμε να κάνουμε μία ή δύο εκθέσεις τον χρόνο. Ξεκινήσαμε την πρώτη μας έκθεση με την Κατερίνα Χατζή και θέλουμε στη συνέχεια να προσφέρουμε σε επιμελητές την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν μια έκθεση για ένα θέμα με αφετηρία τα έργα της συλλογής.
— Τι είδους απόφαση είναι να ανοίξετε τη συλλογή σας στο κοινό;
Είναι μια απόφαση που πήρε πολλά χρόνια, γιατί πρέπει να ωριμάσει στο μυαλό σου η συλλογή ώστε να αισθανθείς άνετα να την ανοίξεις στο κοινό. Για μένα η συλλογή είναι ένας πολύ προσωπικός κόσμος, είναι ένας καθρέφτης και μπορεί να δει κάποιος πολλά πράγματα και για τον συλλέκτη. Πρέπει να έχεις το θάρρος να τα αποκαλύψεις, γνωρίζοντας ότι θα υπάρχουν πολλές γνώμες διαφορετικές από τη δική σου και ότι θα δεχτείς και κριτική.
— Τι καθρεφτίζει η δική σας συλλογή;
Όλα αυτά τα βιώματα που κουβαλάω και με έχουν απασχολήσει στη ζωή μου, το φύλο μου, τις σχέσεις με τους ανθρώπους, καλές και κακές, όλες μου τις αναζητήσεις.
— Μιλώντας για το φύλο, ένα μεγάλο μέρος αυτής της έκθεσης αφορά καλλιτέχνιδες τις οποίες μας συστήνετε, συχνά υποτιμημένες.
Αυτό που έχουν εισπράξει αυτές οι γυναίκες το έχω εισπράξει κι εγώ στη ζωή μου, δεν μου είναι άγνωστο. Κοιτάζω λοιπόν πώς το αντιμετωπίζουν, πώς βρίσκουν τη δύναμη να στέκονται στα πόδια τους, από πού αντλούν τη δύναμη να συνεχίζουν ακάθεκτες, καθεμιά με τη δική της στάση, τη δική της γλώσσα, φωνή και πραγματικότητα. Με ενδιαφέρει η γυναικεία φύση, δεν επικεντρώνομαι μόνο στις γυναίκες καλλιτέχνιδες, με ενδιαφέρει πώς υπάρχει η γυναίκα μέσα στο έργο όλων των καλλιτεχνών, ανεξάρτητα από το φύλο τους, αν τη βλέπουν ως σεξουαλικό αντικείμενο ή τη θεωρούν υποδεέστερη. Είναι κάτι που έχω εισπράξει ως γυναίκα και μπορώ να το διακρίνω σε κάποιους καλλιτέχνες. Με ενδιαφέρει λοιπόν να το δείξω και ως απόδειξη, ως ένα στοιχείο και της δικής μου ζωής.
— Θέλει μεγάλη δύναμη, ειδικά αν ανήκει σε μια συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική τάξη, να μιλήσει μια γυναίκα γι’ αυτά τα θέματα.
Ακούστε, μια ζωή δέχομαι υποδείξεις για το πώς πρέπει να είμαι, ότι πρέπει να χαμογελάω, να είμαι σέξι, να είμαι όμορφη. Όταν μεγάλωνα, στη ναυτιλία δεν υπήρχαν πρότυπα ισχυρών γυναικών, είναι πρόσφατα τα παραδείγματα. Εγώ πάντοτε έχω στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου τη φωνή της γιαγιάς μου που μου είχε πει ξεκάθαρα «μην το βάζεις κάτω, έχεις πολύ περισσότερη δύναμη από πολλούς άντρες εδώ γύρω μας». Τα διδάγματα των γιαγιάδων μου, που ήταν πολύ δυνατές, μου εμφύσησαν αυτή τη δύναμη.
— Δείχνετε μεγάλο ενδιαφέρον για την παρουσία των Ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό. Στο διεθνές περιβάλλον υπάρχει ενδιαφέρον;
Όντως, αυτό το κάνω έχοντας κάποιον ρόλο και με την παρουσία μου σε μουσεία και σε ιδρύματα. Εκπροσωπώ τη χώρα μου, πρεσβεύω την ελληνική τέχνη και σε κάθε ευκαιρία επιδοτώ και υποστηρίζω τους Έλληνες καλλιτέχνες. Παίξαμε ρόλο στην έκθεση του Takis στην Tate, στην έκθεση της Χρύσας στη Νέα Υόρκη. Βρήκαμε με την επιμελήτρια Jessica Morgan στα αρχεία της Tate ότι υπήρχε εκεί έργο της Χρύσας σε άθλια κατάσταση. Χρηματοδοτήσαμε τη συντήρησή του και το έργο μπήκε στα εκθέματα της Tate. Πήρε πολλά χρόνια για να γίνει μια εμπεριστατωμένη μελέτη και ένα βιβλίο για τη Χρύσα στη Νέα Υόρκη. Η Χρύσα θα είναι στην έκθεση του Bourse de Commerce «Minimal» που ξεκινά τον Οκτώβριο με έργο από τη συλλογή μας. Όλα αυτά θέλουν υπομονή και επιμονή και ένα μακροπρόθεσμο όραμα που οικοδομείται μέσα στα χρόνια. Αυτό που καταφέρνουμε με το να ανοίγουμε τις συλλογές μας είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να έρθει από το εξωτερικό και να δει –εκτός από τα μουσεία, που είναι πολύ σημαντικά– τις ιδιωτικές συλλογές, που παίζουν και αυτές ρόλο και έχουν την ευθύνη να προάγουν και να συστήνουν τους Έλληνες καλλιτέχνες ισότιμα δίπλα στους ξένους ομότεχνούς τους. Για μένα αυτό είναι μεγάλη τιμή και είμαι υπερήφανη, γιατί δεν υπολειπόμαστε σε τίποτα, η τέχνη μας είναι πολύ αξιόλογη.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τη συλλογή εδώ.