Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κηφισιά και είχα μια σχέση με τη φύση πολύ άμεση γιατί ο παππούς μου ήταν αρχιτέκτονας, έφτιαχνε κήπους, και μεγάλωσα σε έναν απίθανο κήπο με πολλά κιόσκια. Κάνοντας, στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής, το έργο «Folly for Songs for Funk Kinships / Καταφύγιο για τραγούδια και άγριες συγγένειες» που σχετίζεται με τη φύση, θυμόμουν να χώνομαι στα κιόσκια και να περνώ εκεί ώρες ατέλειωτες. Εκεί ξεκίνησα να φαντάζομαι τι υπάρχει πέρα από το ανθρώπινο.
• Οι γονείς μου ήταν μορφωμένοι άνθρωποι και προοδευτικοί, με ριζοσπαστικές απόψεις, με την πολιτική να παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και στη ζωή του σπιτιού, και αυτό με έκανε να βλέπω τον κόσμο και τη ζωή με κριτική άποψη, κάτι που έχει μεγάλη σημασία για το πώς σκέπτομαι σήμερα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να με παίρνει σε πολιτικές συγκεντρώσεις και να βγάζω φωτογραφίες. Υπήρχε γύρω τους ένας κύκλος με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, λογοτέχνες, ποιητές και συγγραφείς, και μια ενθάρρυνση να κοιτάζω τη ζωή αναπτύσσοντας έναν δικό μου τρόπο και αυτό εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα στη ζωή και στη δουλειά μου και στον τρόπο που διδάσκω.
Δεν πιστεύω στο «έρχομαι και κολλάω ένα έργο κάπου που πιστεύω ότι ταιριάζει». Για να τοποθετήσει ένας καλλιτέχνης ένα έργο στον δημόσιο χώρο πρέπει
να κάνει μεγάλη έρευνα.
• Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να γράφω, κι επειδή πήγα σε ιδιωτικά σχολεία, πάντα είχα τη δυνατότητα να έχω μια «φωνή». Έγραφα, σχεδίαζα, φανταζόμουν ιστορίες και μέσα στον μεγάλο μας κήπο καλούσα τους φίλους μου, φορούσαμε κοστούμια και ανεβάζαμε θεατρικά έργα αφελή αλλά με μεγάλη φαντασία. Οφείλω στο σπίτι μου ότι είχαμε τη δυνατότητα να εκφραστούμε σε ένα περιβάλλον όπου δεν μας έλεγαν «τι βλακείες είναι αυτές». Η λογοτεχνία, η τέχνη −ο πατέρας μου, μάλιστα, είχε μια υπέροχη συλλογή με χαρακτικά− ήταν μέρος της ζωής μας και το σπίτι γενικά μάς έδινε ερεθίσματα και δυνατότητες με πολλές κοινωνικές αναφορές, ευαισθησίες και ελευθερία σκέψης. Η μητέρα μου ποτέ δεν μας μίλησε για το νοικοκυριό, η επιθυμία της ήταν να προχωρήσουμε πέρα από τα «πρέπει», μάλιστα η ευχή της όταν έφυγα ήταν «κάνε στη ζωή σου ό,τι θέλεις, μη δέσεις τον εαυτό σου με κάτι που θα σε εγκλωβίσει».

• Το ότι έφυγα για την Αμερική μόλις τέλειωσα το σχολείο ήταν καθοριστικό γεγονός και αυτό που μου έδωσε ακόμα περισσότερες δυνατότητες. Εκεί έμαθα ότι μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, όπου το θέλω. Πάντα ήθελα να σπουδάσω τέχνη∙ πήγα στο Pratt που είχε και πολλή αρχιτεκτονική και πήρα μια μόρφωση ολιστική, δοκίμασα πολλά πράγματα. Όταν ξεκίνησα, έκανα πολύ σινεμά και βίντεο, φωτογραφία, σε μια εποχή που όποιος γινόταν καλλιτέχνης δεν σκεφτόταν ότι έπρεπε να κάνει ένα έργο για να μπει σε μια γκαλερί και αυτό σου έδινε ελευθερία σκέψης και δημιουργίας.
• Έζησα τη Νέα Υόρκη πριν από το 1990, σε μια εποχή καταπληκτική. Υπήρχε ένα μποέμικο πνεύμα, η τέχνη ήταν πειραματική, ήταν παντού, η πόλη ήταν πιο φτηνή, νοίκιαζες ένα λοφτ με ελάχιστα χρήματα, οι καλλιτέχνες δεν είχαν ένα συγκεκριμένο στυλ ζωής, ήταν πιο ανοιχτοί, γνώριζες τους πάντες, όλη η πόλη ήταν μια ανοιχτή κοινότητα. Πηγαίναμε στο East Village, που ήταν τότε γεμάτο άστεγους, στο περίφημο «Τρίγωνο», σε κάτι υπόγεια τίγκα στην ηρωίνη, με τις drag queens να κάνουν εκπληκτικά σόου. Ήταν το καλύτερο μέρος του κόσμου τότε για να ζεις, να βλέπεις και να σπουδάζεις, να μαθαίνεις ότι τέχνη δεν σημαίνει «βλέπω μια καρέκλα και τη ζωγραφίζω», ότι η τέχνη είναι κοινωνική, ομαδική, ότι δεν τα ξέρεις όλα, ότι για να μεγαλώσει η δουλειά σου πρέπει να υπάρχει συλλογική σκέψη. Ήταν για μένα ένα φοβερό ξεκίνημα.
• Στη Νέα Υόρκη έζησα και την τρομερή εποχή του AIDS και γνώρισα πολλούς ανθρώπους που χάθηκαν. Το AIDS έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς αρχίσαμε να βλέπουμε την τέχνη κοινωνικά∙ άρχισε η τέχνη να αναφέρεται σε αυτά τα θέματα και άρχισε να ενδιαφέρει και εμένα αυτή η σημασία της. Έπαιξε μεγάλο ρόλο αυτή η περίοδος στο τι είδους τέχνη θα κάνω. Πήρα μια μεγάλη απόφαση, με ρίσκο, αλλά ένιωσα απελευθερωμένη, γιατί κατάλαβα ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο η γκαλερί∙ ο κόσμος είναι παντού και παντού μπορείς να κάνεις τέχνη. Ήταν μια μεγάλη ελευθερία, αλλά είχα και υποστήριξη· όταν έκανα ένα έργο, το καταλάβαιναν, υπήρχε διάλογος, και αυτό σε ενδυναμώνει.
• Το πρώτο έργο μου, που τώρα το θεωρώ από τα πιο σημαντικά μου, το έκανα στο μεταπτυχιακό μου. Ήταν ένα βιβλίο, το The Great Longing: The Greeks of Astoria, στο οποίο ασχολήθηκα με την κοινότητα των Ελλήνων στην Αστόρια. Τότε η ταυτότητα είχε μεγάλη σημασία και εμένα με ενδιέφερε η ταυτότητα των μεταναστών, τι σημαίνει για κάποιον να αφήνει τη χώρα του. Εκεί βρίσκεται η αφετηρία του τρόπου με τον οποίο δουλεύω. Δεν ήξερα κανέναν στην Αστόρια και για να εμπλακώ με την κοινότητα πήγα στον «Εθνικό Κήρυκα», την εφημερίδα, και πρότεινα να κάνω τη φωτογράφο τους δωρεάν. Άρχισα να γνωρίζω κόσμο – γι’ αυτούς ήμουνα ένα περίεργο ον, μια νέα κοπέλα που έτρεχε με μια φωτογραφική μηχανή και τους έβγαζε σε γάμους και γιορτές. Mου πήρε δυο χρόνια, δημιούργησα τρομερές σχέσεις και όλες οι φωτογραφίες των ανθρώπων που τράβηξα είναι μέσα στα σπίτια τους, είναι στιγμές ζωής. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ έκανε τις μεταφράσεις των αφηγήσεών τους στα αγγλικά. Εκεί φωτογράφισα και πολλούς που αργότερα πέθαναν από AIDS, Έλληνες, που έκρυβαν ότι είναι γκέι – είναι και μια θανατογραφία αυτό το βιβλίο. Έπιασα μια στιγμή στην ιστορία που η ταυτότητα ήταν «στην ντουλάπα», που το να έχεις στο σπίτι σου στην Αστόρια μια μαυροφορεμένη γιαγιά με το μαντίλι, αν ήσουν μικρός και πήγαινες σχολείο και ήθελες να γίνεις αμερικανάκι, σε έκανε να ντρέπεσαι. Με αυτήν τη δουλειά μού δόθηκε ο τρόπος να κατανοήσω τη νοοτροπία των μεταναστών, την έννοια του δημόσιου χώρου και το θέμα της μετανάστευσης.

• Έτσι ξεκίνησε η καλλιτεχνική μου ζωή και αυτό το βιβλίο ήταν η αφορμή να με καλέσουν να διδάξω στο Cooper Union. Εκεί έμαθα ότι σε έναν μαθητή διδάσκεις εμπειρίες, ότι η τέχνη δεν είναι αντιγραφή· μαθαίνεις τον άλλο πώς να φαντάζεται και να μεταφέρει τις εμπειρίες του σε ένα έργο. Η διδασκαλία εκεί, ανάμεσα σε καταπληκτικούς καθηγητές, είχε μεγάλη επίδραση στο πώς σκέφτομαι και πώς δουλεύω. Υπέροχες συμπράξεις που συνέβησαν στη Νέα Υόρκη και μου έκαναν τη ζωή πιο εύκολη, γιατί μου έδωσαν τη δυνατότητα να εμπλακώ αμέσως στα καλλιτεχνικά και να κάνω αυτά που ήθελα να κάνω. Αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στην τέχνη μου, κάτι που οφείλω και στο σπίτι μου, που μου έδωσε την οικονομική ανεξαρτησία ώστε να το πραγματοποιήσω.
• Είχα πάντα ένα ωραίο στούντιο στο Μπρούκλιν και ένιωσα πολύ τυχερή όταν με κάλεσαν, μόλις τέλειωσα τις σπουδές μου, να κάνω ένα δημόσιο έργο στον σταθμό «Jamaica» στο Κουίνς. Σκέφτηκα να πάρω πορτρέτα από μια κοινότητα και να κάνω μεγάλα billboards. Έβαλα πορτρέτα Ελλήνων, αλλά εκεί ζουν πολλοί μαύροι και διαμαρτυρήθηκαν για την επιλογή μου. Έγινε μεγάλο θέμα, με κυνηγούσαν εφημερίδες και κανάλια, ζητούσαν να κατέβει το έργο. Φοβήθηκα πολύ γιατί ήμουν πολύ νέα αλλά είχα μια καταπληκτική δικηγόρο που με συμβούλευσε να πηγαίνω κάθε πρωί και απόγευμα που είχε κίνηση ο σταθμός με flyers, να μιλάω με τον κόσμο και να εξηγώ το έργο. Το έκανα, αλλά κατάλαβα και το λάθος μου. Είχα κάνει ένα έργο με τους αρχιτέκτονες, τους «ειδικούς», αλλά δεν είχα εμπλέξει την κοινότητα. Αν με ρωτήσεις σήμερα, το έργο ήταν αυτή η πράξη, ότι πήγαινα και μιλούσα γι’ αυτό με τους ανθρώπους.
• Ένα έργο στον δημόσιο χώρο σημαίνει ένα έργο τοπικό που συνδέεται με το μέρος στο οποίο το έχεις δημιουργήσει, που έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον γύρω του, με την κοινότητα και την κουλτούρα της. Δεν πιστεύω στο «έρχομαι και κολλάω ένα έργο κάπου που πιστεύω ότι ταιριάζει». Για να κάνει ένας καλλιτέχνης ένα έργο στον δημόσιο χώρο πρέπει να κάνει μεγάλη έρευνα, χρειάζεται γνώση και προσωπική εμπειρία, οφείλει να δημιουργήσει τη δική του βιωματική σχέση με τον τόπο. Όταν κάνω ένα τέτοιο έργο, θέλω αυτός που θα περάσει να πιστέψει ότι υπήρχε πάντα εκεί. Με ενδιαφέρει περισσότερο η ταυτότητα του χώρου, του τόπου, της κουλτούρας, παρά η δική μου καλλιτεχνική ταυτότητα ως Τζένης Μαρκέτου. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης στην εποχή μας πρέπει να είναι περίεργος και να διαβάζει. Πρέπει να ερευνά, να έχει αναφορές, για να καταλαβαίνει ότι δεν έχει ανακαλύψει τον τροχό, ότι δεν είμαστε οι πρώτοι που κάνουμε έργα.
• Στη δεκαετία του ’90 είχα μια μεγάλη τύχη: με κάλεσαν στην πρώτη Manifesta οι επιμελητές Rosa Martínez και Hans Ulrich Obrist και έτσι ξεκίνησε η διεθνής μου καριέρα. Εκεί έκανα το «TRANSlocal», τις «Τέντες», που ένα μέρος του ήταν στον δημόσιο χώρο και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, από το Μεξικό μέχρι ένα prostitution park στην Ολλανδία και στη Ραμάλα. Έπαιρνα τη σκηνή μου, πήγαινα σε έναν δημόσιο χώρο και την έστηνα εκεί για να δω ποια ήταν η σχέση του έργου με τον κόσμο, τι εντύπωση κάνει μια γυναίκα που πάει σε έναν δημόσιο χώρο, στήνει μια σκηνή και δημιουργεί έναν χώρο δικό της. Ήταν μια μελέτη πάνω στις κουλτούρες, στο πώς δέχονται έναν ξένο, και αυτό λέει πολλά και για την ταυτότητα και για το φύλο, για το πώς σε βλέπουν αν είσαι γυναίκα: είτε σαν αντικείμενο είτε σε συνδέουν με τη σεξεργασία. Είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που μου έχουν συμβεί, ο λόγος που μου αρέσει αυτή η τέχνη, ο πλούτος που ανακαλύπτεις μαθαίνοντας από τους γύρω σου.

• Το να δημιουργήσω ένα έργο σε έναν άλλο δημόσιο χώρο, στο ίντερνετ, που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν μια ουτοπία, ένας χώρος ελεύθερος στον οποίο μπορούσαμε να επέμβουμε, ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη διαδρομή μου. Μαθαίνοντας να δουλεύεις σε έναν τέτοιο χώρο αποκόμιζες μια άλλη γνώση, περισσότερο τεχνική, και άρχιζες ως καλλιτέχνης να βλέπεις πολύ διαφορετικά τη σχέση σου με τα μέσα, με τον χώρο στον οποίο τα δημιουργείς και με το κοινό που μπορεί να επέμβει στο ανοιχτό λογισμικό, να σου αλλάξει το έργο ή να το χακάρει και να το διαλύσει – το έργο μου «Smell Bytes» έτσι χάθηκε, από χάκερ. Ό,τι έχει απομείνει από αυτό είναι ένα τεχνολογικό ερείπιο. Σε αυτήν τη νέα τεχνολογία μπήκα την κατάλληλη εποχή και βγήκα, έχασα το ενδιαφέρον μου, όχι μόνο εξαιτίας της δυσκολίας που υπάρχει στο να δείξεις αυτά τα έργα, αλλά και γιατί έδινες συνεχώς μια μάχη με τον χρόνο, όλα πάλιωναν πολύ γρήγορα γιατί άλλαζε η τεχνολογία. Ωστόσο, συνειδητοποίησα τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση και πόσο διαφορετική είναι η σχέση σου με το κοινό∙ δεν ξέρεις ποιος βλέπει το έργο σου. Η τεχνολογία είναι έξυπνη, γρήγορη αλλά σε απομονώνει – εμένα με ενδιαφέρει η τέχνη μου να δημιουργεί κοινότητες. Εξακολουθώ να χρησιμοποιώ την τεχνολογία στην έρευνα που κάνω όταν ασχολούμαι με ένα θέμα. Τώρα βλέπεις ότι υπάρχει μια τάση οι καλλιτέχνες να κάνουν πολύ low tech έργα.
• Η τεχνολογία ήταν σύμμαχός μου όταν με κάλεσαν στο Seestadt της Βιέννης, μια πόλη πολύ high tech, σε ένα διεθνές εργαστήριο για να διερευνήσουμε τον ρόλο της τέχνης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Εκεί, σε μια πόλη που είχε πολύ design αλλά δεν είχε ψυχή, δημιούργησα την εγκατάσταση «Inside the belly of a garden», χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο σκάφος 120 ετών που κάποτε το είχαν για την πλοήγηση στον Δούναβη και ήταν εγκαταλελειμμένο σε μια ακτή – το μετέτρεψα σε ένα ζωντανό γλυπτό στην παραλιακή λεωφόρο του Seestadt. Στο εσωτερικό του μπορούν οι άνθρωποι να κάθονται, ενώ σε ένα μέρος του φυτεύτηκαν σπόροι, μετατρέποντας το σκάφος σε έναν καταπράσινο, αναγεννημένο κήπο. Το έργο έγινε ταυτόχρονα «γλυπτό και δοχείο», κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλληλεπιδρώντας με το νερό όχι μόνο ως πόρο αλλά και ως «ζωντανό αρχείο», έναν φορέα ιστοριών, αναμνήσεων και κλιματικής αλλαγής. Αυτό το έργο ζητά από το κοινό να ενεργοποιήσει τις αισθήσεις του με τις ιδέες που βρίσκονται στην καρδιά της εγκατάστασης: τον ρόλο του νερού, τη διασύνδεση των ειδών και τον ρόλο της δημόσιας τέχνης στην ενίσχυση της οικολογικής ευαισθητοποίησης.
• Το νερό, που έχει περισσότερη ζωή από όση μια πόλη, με απασχολεί στο έργο μου, όπως και τα ζητήματα που αφορούν το ευρύτερο πεδίο της υδροπολιτικής. Στη Νέα Υόρκη συνεργάζομαι με επιστήμονες, ακτιβιστές, ακαδημαϊκούς και κατασκευαστές σκαφών στο πλαίσιο του The Billion Oyster Project, που αποκαθιστά υφάλους στρειδιών στο λιμάνι της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με τις εκεί κοινότητες. Τα στρείδια, εκτός από τον ρόλο που έχουν παίξει στην οικονομία της πόλης, δημιουργούν έναν βιότοπο που καθαρίζει το νερό και αποτρέπει τη διάβρωση των ακτών, ανάμεσα σε άλλα. Εκεί είδα ότι κάθε ζωή έχει δικαιώματα, όχι μόνο η ανθρώπινη. Το νερό, όπως και ό,τι ζει μέσα σε αυτό, έχει δικαιώματα, δεν είναι μόνο βρόμικο ή καθαρό, έχει μνήμη και ιστορία, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Το είδα ως θέμα που πρέπει να μελετήσουμε, κυρίως τον ρόλο του στη μεταφορά ιστοριών και τραυμάτων, τόσο οικολογικών όσο και προσωπικών.


• Όταν με κάλεσαν στην Ελευσίνα, στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα, κάναμε το «Futuring Waters», ένα καλλιτεχνικό και ερευνητικό έργο στο οποίο συνεργαστήκαμε με επιστήμονες και την κοινότητα για να εξετάσουμε τους τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, η οποία συνδέεται με τις καταχρηστικές ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον. Από αυτήν τη διατομεακή έρευνα προέκυψε ένα μανιφέστο για τα νερά της Ελευσίνας, μια γραπτή διακήρυξη για τα δικαιώματά τους, που εισήγαγε την έννοια της φύσης ως νομικού προσώπου. Μαζί με τα δικαιώματα της φύσης αναγνωρίζονται και τα οικοσυστήματα ως υποκείμενα δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, εξουσιοδοτούνται οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις να υπερασπίζονται τα δικαιώματά της προς όφελος των οικοσυστημάτων. Εκεί είδα τη συζήτηση που προκάλεσε μια δημόσια γλυπτική παρέμβαση, το «Εκκολαπτήριο», που δημιουργήσαμε σε μια πολύπαθη περιβαλλοντικά περιοχή, τη Βλύχα, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα από κοχύλια, στρείδια, άμμο, φύκια και νερό ως υπενθύμιση των υποβρύχιων οικοτόπων.

• Αυτό με έκανε να ενδιαφερθώ για τα είδη εκτός του ανθρώπινου. Εδώ, στο κέντρο της Αθήνας, στον Κήπο του Μεγάρου, η εγκατάσταση αυτή, στην οποία αξιοποιήσαμε πρακτικές φυσικής δόμησης και βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένα καταφύγιο αποτελούμενο από πήλινα στοιχεία, πλίνθους φυσικών υλικών, ξύλο και οργανικά ιχνοστοιχεία. Οι δομές που έχουν δημιουργηθεί φιλοξενούν πουλιά, έντομα, μικρά ζώα, φυτικούς οργανισμούς και άλλες μορφές ύπαρξης, με την ανθρώπινη παρουσία να αποσύρεται από το κέντρο και να συμμετέχει ισότιμα σε μια πολλαπλή κοινότητα. Το έργο εγγράφεται στον κήπο αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί το πλαίσιο για την ανάδυση ενός νέου οικοσυστήματος σχέσεων, ενός τόπου συνάντησης του έμβιου και του άβιου, όπου επαναδιατυπώνονται οι έννοιες της ζωής, της ύλης και της φροντίδας. Πρωταγωνιστές αυτού του έργου είναι τα μη ανθρώπινα όντα γύρω μας. Είναι για μένα μια επιστροφή στα βασικά, μια δήλωση αντικαπιταλιστικής αρχιτεκτονικής, ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα με υλικά από τη φύση. Γιατί να μην επιστρέψουμε σε ένα υλικό που βρίσκουμε γύρω μας, στον κήπο μας, δεν καταστρέφει τη φύση, είναι φτηνό και αποδεδειγμένα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ανθεκτικό;
• Όταν αφήνεις τη Βασιλίσσης Σοφίας, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τον θόρυβο της πόλης, το χάος, μπαίνεις στον κήπο που λειτουργεί ως τόπος στοχασμού και υπενθύμισης της λειτουργίας της φύσης. Ακούς τιτιβίσματα, βλέπεις χελώνες και πουλιά στις ταΐστρες, παπαγαλάκια στα δέντρα, συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι ο πρωταγωνιστής της φύσης. Δεν κάνω ανθρωποκεντρική τέχνη∙ ο ανθρωποκεντρισμός μάς έχει δημιουργήσει την ιδέα ότι μας ανήκουν όλα και ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, ακόμα και τους άλλους ανθρώπους – η τεχνολογία βοήθησε πολύ σε αυτήν τη χειραγώγηση. Υπάρχουν κι άλλα είδη γύρω μας, κι άλλες κοινότητες που είναι σημαντικές και τις χρειαζόμαστε. Πιστεύω ότι είναι καιρός να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας και να επανεξετάσουμε την ιδέα της συμβίωσης, κοιτάζοντας και προς ένα άλλο κέντρο.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική εγκατάσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.