Τι είναι τα «Κακά Σκηνικά»; Μια κωμωδία «μέχρι θανάτου» που έγραψε ο Γιάννης Αποσκίτης και σκηνοθετεί ο Σίμος Κακάλας, η οποία θα παρουσιαστεί στην Πειραιώς 260 από τις 26 έως τις 29 Ιουνίου, στον Κύκλο «Ρίζες» του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι δημιουργοί της παράστασης φαντασιώνονται μια «ζώνη του λυκόφωτος» που συγκεντρώνει όλα τα όμορφα –και τρομακτικά– πράγματα που συναντάμε στην ελληνική κωμωδία από την εποχή του θεάτρου σκιών ως τις μέρες μας.
Στην υπόθεση της παράστασης, μια σφαίρα στο κεφάλι ενός μακαρίτη μάς μεταφέρει στα άθλια σκηνικά ενός ερειπωμένου παραδοσιακού καφενείου, του Καφέ Αρκαδία, που έχει ένα μικρό θεατράκι για τις παραστάσεις των περιπλανώμενων μπουλουκιών, όπου στήνεται μια δαιμονική γιορτή κωμωδίας και αίματος − μια «κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.
Σ’ αυτό το εθνικό Γκραν Γκινιόλ, οι θεατές γίνονται μάρτυρες μιας σειράς από άκυρα, σκοτεινά και «τυχαία αριθμημένα» νούμερα, στα οποία η κωμωδία του σήμερα συναντά την κωμωδία του χθες: μπουλούκια που παίζουν εκδοχές παλιών κωμωδιών με κατακρεουργημένους ηθοποιούς της Φίνος Φιλμς, αρκουδιάρηδες που, αντί για αρκούδες, σέρνουν το φάντασμα του βασιλιά Αρκτούρου, θρηνώντας την Ελλάδα που καίγεται, κολασμένοι κωμικοί των τελευταίων δεκαετιών που τιμωρούνται σε κωμικά βασανιστήρια, Νοσφεράτορες και Φρανκενγκιόζηδες που σαρώνουν τη σκηνή.
«Η κωμωδία είναι υποτιμημένη, το σοβαρό είναι να κάνεις τραγωδία, η κωμωδία είναι κάτι ευτελές. Δεν είναι “σοβαρή” δουλειά να κάνεις κάποιον να γελάσει. Και μου θυμίζει το “Όνομα του ρόδου” του Έκο και τη σκέψη του πάνω σε αυτό, ότι το κλάμα είναι σοβαρή υπόθεση, το γέλιο δεν είναι. Βέβαια, η εκδίκηση της κωμωδίας είναι ότι μπορείς να βγάλεις λεφτά αν αποκτήσεις λαϊκό έρεισμα».
Από τις νούτικες κωμωδίες –δηλαδή τις ολιγόλεπτες αυτοσχεδιαστικές φάρσες− έως τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση, ο Σίμος Κακάλας και η Σοφία Πάσχου, με απόλυτα ανατρεπτική διάθεση, επανεξετάζουν το υλικό της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής κωμωδίας με σκοπό «να το βγάλουν από τον τάφο του».

Οι δημιουργοί «επισκέπτονται», λοιπόν, εκ νέου τα κωμικά στερεότυπα, δημιουργώντας φρικιαστικούς κωμικούς χαρακτήρες μέσα από ένα φίλτρο ακρότητας και παραμόρφωσης: επιστρέφουν σε βασικά υλικά του θεάτρου, όπως το πατάρι του πλανόδιου θιάσου, οι μάσκες και οι μεταμορφώσεις, το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου και η επικοινωνία με το κοινό.
«Είχα στα χέρια μου ένα υλικό από τις νούτικες κωμωδίες των μπουλουκιών, ένα υλικό με το οποίο κάνω μάθημα στις σχολές αλλά ποτέ δεν το είχα κάνει κάτι παραπάνω, και ήρθε η στιγμή να το κάνω κάτι τώρα. Είχα στο νου μου να κάνω κάτι σαν συνέχεια του “Greek freak”. Την περίοδο που τα σκεφτόμουν αυτά, ένας πρώην μαθητής μου, ο συγγραφέας Γιάννης Αποσκίτης, με έστειλε να δω μια παράσταση και όταν πήγα και άκουσα το κείμενο, που ήταν φρέσκο, είπα “να μια γενιά που επιτέλους γράφει ανθρώπινους διαλόγους, ωραίους χαρακτήρες”. Το θέατρο θέλει συγγραφείς από τα σπλάχνα του θεάτρου, από αυτούς που έχουν δουλέψει στο θέατρο», λέει ο Σίμος Κακάλας.
«Τα “Κακά Σκηνικά” είναι ένα κείμενο που προέκυψε από μια μεγάλη συζήτηση για την κωμωδία − μια συζήτηση με τον Σίμο που νιώθω πως ξεκίνησε από τότε που τον είχα δάσκαλο στη δραματική σχολή. Ο Σίμος υπήρξε ένας από τους καλλιτέχνες που με οδήγησαν δημιουργικά στην κωμωδία, οπότε όταν πλέον ήρθε, σχεδόν πέντε χρόνια μετά, η στιγμή να ξανασυναντηθούμε, εκτός σχολής πια, νομίζω ότι η συζήτηση είχε εξελιχθεί σε αυτήν τη σκοτεινή παράνοια που ονομάζεται “Κακά σκηνικά”. Το έργο αυτό είναι ένας φόρος τιμής και μια μελέτη πάνω στη μαύρη κωμωδία, το ύφος και τα είδη της, και σίγουρα στον πυρήνα του κρύβεται η ανάγκη που έχουμε σήμερα να γελάσουμε με τα χάλια μας: τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, εν τέλει με τα χάλια που φαντάζουν τόσο αναπόσπαστο μέρος της φύσης των ανθρώπων.



Η κωμωδία είναι ένα είδος εξορκισμού της κακίας, της ηλιθιότητας και του πόνου μέσα από την αναπαράστασή τους. Νιώθω ότι αυτό μας συγκινούσε και τους δυο παρά πολύ. Οπότε και εγώ και ο Σίμος μέσα από αυτές τις σκοτεινές διαπιστώσεις οδηγηθήκαμε πολύ φυσικά στο να φτιάξουμε αυτό το νεκροζώντανο “sketch comedy”, το οποίο στηρίχτηκε στη μελέτη των νούτικων κωμωδιών των μπουλουκιών, στις σκέψεις μας για την επικαιρότητα, στον φόβο που επικρατεί, και έρχεται σαν μια μακάβρια και απελπιστική συνέχεια του “Greek Freak”. Έτσι, με αφορμή τη στιγμή του θανάτου ενός παλιού κωμικού, μέσα από μια σφαίρα που διαπερνά το κεφάλι του βλέπουμε όλα αυτά τα “κακά σκηνικά” που έρχονται στο μυαλό του τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Μια σειρά από άκυρα, τυχαία αριθμημένα, κακά σκηνικά», λέει ο Γιάννης Αποσκίτης.
Ένα πράγμα που κάνει τον Σίμο Κακάλα να ξεχνά την ανθρώπινη υπόστασή του, τη δυστυχία και τον πόνο είναι η κωμωδία. Είναι η ευκαιρία −με τον ρόλο που επιτελεί− να μην πάρεις σοβαρά και τόσο βαριά το δράμα της ύπαρξης του ανθρώπου από την ώρα που γεννιέσαι. Ενώ το «Greek Freak» περιστρεφόταν γύρω από τον κόσμο του θεάτρου, τα «Κακά Σκηνικά» είναι ένα έργο που απευθύνεται παντού, έχει και πολιτική σάτιρα και κοινωνική για το πώς ζούμε, τι δουλειές θέλουμε να κάνουμε, τι θυσιάζουμε στη ζωή, και ένα σχόλιο για τις ξένες ορολογίες που μοιάζουν με τσιρότα μιας αβέβαιης ζωής. Η ίδια η ζωή μας είναι ένα παζλ ή μια συρραφή τέτοιων κωμικοτραγικών σκηνών, γεμάτη από «κακά σκηνικά». Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει για το αν πρόκειται για ένα έργο αισιόδοξο ή απαισιόδοξο. Είναι σαν ξόρκι: έστω για δυο ώρες που είμαστε όλοι μαζί, σε μια πόλη διαρκούς κατάθλιψης και ανασφάλειας, με όλη τη δυστυχία να ξεχύνεται από παντού, η κωμωδία έρχεται σαν αντίδοτο.
«Η κωμωδία είναι κάτι ευρύ, ένας τεράστιος πλούτος απ’ τον οποίο πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Αλλά μπορώ να πω τι δεν μου αρέσει, τι δεν καταλαβαίνω εγώ ως αστείο, τη χρήση και την ύπαρξή του καλλιτεχνικά, και αυτό είναι το σκατολογικό χιούμορ. Βέβαια, ξέρουμε από τις πλάκες των Σουμερίων ότι το πρώτο ανέκδοτο που έχει καταγραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ένα με μια κλανιά, οπότε λες αυτό είναι κάτι αρχαίο, η τάση να γελάς με κάτι τέτοιο. Το έχω παρατηρήσει και έχω πειραματιστεί με αυτό: αρκεί να αναφέρεις τη λέξη “σκατά” για να σκάσει το κοινό στα γέλια. Μου κάνει εντύπωση, γιατί εγώ δεν μπορώ να γελάσω με κάτι τέτοιο∙ ίσως αν είναι ενταγμένο σε ένα πλαίσιο και δεν είναι χυδαίο. Όταν ανατρέπεται ξαφνικά η σοβαροφάνεια, καταλαβαίνει κανείς ότι αυτή είναι η λειτουργία της κωμωδίας, αυτός είναι ο ρόλος της, από τον Αριστοφάνη μέχρι τον γελωτοποιό του βασιλιά, έχει στόχο να σπάσει αυτήν τη “σοβαρότητα”, την καθωσπρέπει μάσκα, και να την αντικαταστήσει με μια μάσκα γκροτέσκα, γελοία», λέει ο Σίμος Κακάλας.

«Η κωμωδία είναι υποτιμημένη, το σοβαρό είναι να κάνεις τραγωδία, η κωμωδία είναι κάτι ευτελές. Δεν είναι “σοβαρή” δουλειά να κάνεις κάποιον να γελάσει. Και μου θυμίζει το “Όνομα του ρόδου” του Έκο και τη σκέψη του πάνω σε αυτό, ότι το κλάμα είναι σοβαρή υπόθεση, το γέλιο δεν είναι. Βέβαια, η εκδίκηση της κωμωδίας είναι ότι μπορείς να βγάλεις λεφτά αν αποκτήσεις λαϊκό έρεισμα. Απλώς οι κωμικοί, και μιλάμε και γι’ αυτούς με παγκόσμιο βεληνεκές, δεν έχουν το στυλ της διανόησης. Όμως ο κωμικός έχει εμβαθύνει στην έννοια της ζωής, ξέρει καλά και το άλλο, το τραγικό κομμάτι», συμπληρώνει.
Πιστεύει ότι σε έναν κόσμο που σιωπά, η κωμωδία είναι αυτή που μπορεί να δημιουργήσει μια επαναστατική διάθεση, αυτός είναι ο ρόλος της. Να μη βολεύεται ο «βασιλιάς», που πιστεύει ότι δεν τον αγγίζει τίποτα.
«Αν κοιτάξουμε την ιστορία», λέει ο Σίμος, «θα δούμε ότι αυτό κυριαρχεί, το να σιωπήσουμε, να μην ασχοληθούμε, γιατί υπάρχει κάποιος που σου λέει: “Μη φοβάσαι, θα σε οδηγήσω σωστά”. Έχει ξαναγίνει αυτό με παραλλαγές στο παρελθόν και γίνεται και σήμερα. Μας χρωστάνε πάρκα και μια διαβίωση που έχουμε συμφωνήσει. Και αθετούν την υπόσχεση σαν να βρισκόμαστε στην εποχή της φεουδαρχίας. Εγώ δεν είμαι πλούσιος για να φτιάξω μια κατάσταση, είμαι η πλέμπα και μια τέτοια κωμωδία θα κάνω, να ενοχλεί, να τσιγκλάει, να υποστηρίζει το δίκιο που δεν μπορείς να βρεις».



Μιλώντας για την προετοιμασία της παράστασης, μου λέει ότι, όπως ένας ξυλουργός θέλει να έχει το ξυλουργείο του, έτσι και ο καλλιτέχνης θέλει τα εργαλεία του αλλά σκοντάφτει στον βράχο της ελληνικής πραγματικότητας και πρέπει να αποδώσει το καλύτερο με τα ελάχιστα που του προσφέρονται. «Η αξιοπρέπεια στη δουλειά δεν είναι είδος πολυτελείας, το να έχεις δηλαδή χώρο και χρόνο» λέει. «Βλέπεις ξένες παραστάσεις και καταλαβαίνεις πόσα μαθήματα ορθοφωνίας έκαναν το πρωί. Αυτό θέλει χρήματα. Κάνουν μια δουλειά και σε αυτή είναι όλοι αφοσιωμένοι. Βλέπω τους χορευτές, για παράδειγμα, περισσότερο από τους ηθοποιούς, και θαυμάζω τη λύσσα να επιμένουν σε αυτό που κάνουν μέσα σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον, που κοιτάζει την αγορά, τα εισιτήρια. Εκτός αν συμφωνήσουμε ότι η τέχνη είναι κάτι αχρείαστο, του διαβόλου. Αν θέλουμε παραστάσεις που θα φεύγουν πέρα από τις προθέσεις και τις ωραίες ιδέες και θα βλέπουμε μια υποδομή, μια προετοιμασία, πρέπει να χαράξουμε άλλο δρόμο».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την θεατρική παράσταση «Κακά σκηνικά» εδώ.