Γεννήθηκα στις Τζιτζιφιές, σε ένα σπίτι με κήπο και αυλή, η οποία το συνέδεε με άλλα δύο. Αυτό το σπίτι υπάρχει ακόμα, το είδα πρόσφατα, περνούσα και είπα «ας πάω να δω την οδό Κλυταιμνήστρας», ένα στενό που στα μάτια μου φάνταζε πελώριο και είναι τόσο δα μικρό, με το ζόρι περνάει αυτοκίνητο. Έχω μια ανάμνηση, ότι έχει πλημμυρίσει ο δρόμος και είμαι σε μια σκάφη που την έχω κάνει βάρκα. Δυστυχώς, κανένας άλλος δεν το θυμάται.
• Οι γονείς μου έχουν καταγωγή από την Κεφαλονιά. Ήρθαν στην Αθήνα νέοι, έμειναν πρώτα στην περιοχή Χρυσάκη και, παρά τις δυσκολίες, η μητέρα μου θυμάται αυτά τα χρόνια με πολλή χαρά. Γιατί οι άνθρωποι από αυτήν τη γενιά είναι άνθρωποι αδιανόητης αντοχής και υπομονής. Μέχρι και σήμερα η μητέρα μου θα μαζέψει όλα τα σύκα από τις συκιές να μην πάει τίποτα χαμένο, ακόμα και για να ταΐσει τις κότες. Δεν είχα καταλάβει ότι ήμασταν φτωχοί, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, στη γειτονιά ήμασταν όλοι στα ίδια.
• Συνέβη ένα γεγονός καθοριστικό στην οικογένεια, λίγο αφότου γεννήθηκα: πέθανε η αδερφή του μπαμπά μου στη γέννα του δεύτερου παιδιού της. Ενώ μέχρι τότε ήταν όλοι μέσα στη χαρά, διαλύθηκαν, κόπηκε το γέλιο, σαν να σταμάτησε η γιορτή. Χάθηκε αυτό το μικρό οικογενειακό πλέγμα, προστατευτικό και υποστηρικτικό μαζί, με τη μικρή ψευδαίσθηση ασφάλειας. Πολύ συχνά οι άνθρωποι αρνούμαστε να αφήσουμε τη θλίψη πίσω, σαν να είναι ντροπή ή αμαρτία.
«Οι άνθρωποι είναι δημιουργικά όντα από τη φύση τους, αλλά η δημιουργικότητά τους ψαλιδίζεται από μικρή ηλικία –το σχολείο βγάζει παραγωγικές μονάδες, δεν καλλιεργεί επιθυμίες–, γι’ αυτό πηγαίνουν σε μια καλλιτεχνική σχολή. Ψάχνουν να βρουν τρόπο να εκφράσουν τη δημιουργική τους πλευρά».
• Η μητέρα μου είναι μοδίστρα, από μια οικογένεια με δέκα παιδιά, και ένας απ' όλους τους θείους μου είχε μια κάμερα Super 8, πράγμα σπάνιο τότε. Έτσι έχω ένα ταινιάκι στο οποίο είμαι τεσσάρων χρονών και τρέχω με το βρακί.
• Ήμουν σκανταλιάρα, υπερκινητική, ανήσυχη πολύ, καλή μαθήτρια, αλλά είχα να ανταγωνιστώ μια αδελφή που ήταν πολύ όμορφη, πολύ καλό παιδί, πολύ καλή μαθήτρια και νομίζω ότι αυτό με έκανε να είμαι πιο δυναμική.
• Στη Β’ Δημοτικού είχαμε μια δασκάλα που μου είπε «κάνεις ωραία γράμματα αλλά είναι μικρά» και πήρα ένα κίτρινο BIC κι έκανα όλη την αντιγραφή σε μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας –μπορώ και μικρότερα, κυρία Άννα!– κάτι που μπορώ ακόμα και σήμερα να κάνω. Το σχολείο δεν με δυσαρεστούσε, μου άρεσε που μάθαινα, αλλά εκεί στην Α’ Λυκείου άρχισαν να με ενδιαφέρουν τα αγόρια, όλα τα αγόρια, ξεκίνησαν και οι κοπάνες: κάναμε πολύ οτοστόπ, φτάναμε μέχρι τη Γλυφάδα, τη Βάρκιζα.
• Μια από τις καλύτερές μου αναμνήσεις είναι ο γιαρμάς στην παραλία, αλμύρα και γλύκα μαζί. Η θάλασσα όταν ήμουν μικρή μού άρεσε πολύ. Τη φοβάμαι, αλλά εδώ και μια πενταετία τη χαίρομαι ξανά‧ για λίγο δεν υπάρχει τίποτε άλλο από το σώμα μου και το νερό. Με ησυχάζει που το βλέμμα ταξιδεύει ανεμπόδιστα. Όταν επιστρέφω στην Αθήνα από τις διακοπές, οι τοίχοι, η εγγύτητα με τους ανθρώπους, η στενότητα του χώρου, το ότι είμαστε έτοιμοι να αρπαχτούμε με τον άλλο, είναι ο εφιάλτης μου. Είναι σαν να γίνεται πόλεμος και έχω την εντύπωση ότι και τα σήματα που δίνουν οι κυβερνώντες, της αυθαιρεσίας και της ατιμωρησίας, περνάνε και στους πολίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Προμηθέα τον δένουν το Κράτος και η Βία. Μια άλλη ανάμνηση είναι να πηγαίνουμε με ένα αστικό λεωφορείο που είχε ο θείος Γεράσιμος –τα είχαν ιδιώτες τότε– εκδρομές στο Σούνιο. Μάλλον γι’ αυτό ήθελα να γίνω εισπράκτορας σε λεωφορείο.
• Και οι δύο παππούδες μου ήταν παπάδες, αλλά εμείς είχαμε τυπική σχέση τυπική: ο μπαμπάς μου κομμουνιστής, η μαμά μου κοινωνικά θρήσκα. Εμένα με απασχολούσε από πολύ νωρίς το ερώτημα «γιατί οι γυναίκες δεν μπαίνουν στο ιερό;». Αναρωτήθηκα γιατί ως γυναίκα είμαι δεύτερης κατηγορίας, γιατί μιλάμε για «άμωμο σύλληψι», γιατί μια βασική ανθρώπινη λειτουργία μπαίνει στην κατηγορία της αμαρτίας, γιατί όλα έχουν σκοπό να μαντρώσουν τις γυναίκες και να τις κάνουν να φοβούνται τους άντρες. Η Εκκλησία με θυμώνει πολύ, δεν γίνεται έπειτα από 2.000 χρόνια να μην έχει κατορθώσει οι πιστοί της να είναι καλοί άνθρωποι. Και αν υπάρχουν ανάμεσα στους ιερείς και στους πιστούς κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι, αυτό δεν αποδεικνύει την αξία του δόγματος αλλά την αξία των συγκεκριμένων ανθρώπων. Έχει συμβεί και συμβαίνει ακόμη η Εκκλησία να είναι πιο κοντά στην εξουσία απ’ ό,τι στους πολίτες. Και δεν μπορώ να καταλάβω πώς συνδέουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τη λατρεία του ανθρώπινου σώματος και την πρόθεση να το παρουσιάσεις γυμνό, στο κάλλος του, με τον χριστιανισμό.
• Ο ένας παππούς μου έπαιζε βιολί, το έχασε όταν πήγε στη Μικρασιατική Εκστρατεία και είχε καημό τα εγγόνια του να μάθουν μουσική‧ έτσι ξεκίνησε η αδελφή μου να παίζει ακορντεόν. Άρχισα κι εγώ να κάνω πιάνο, ανταγωνιστικά – αν και είχα συμπαθητικά χέρια, δεν έχω μουσικό αυτί. Δεν θυμάμαι πώς έγινε και η αδερφή μου άρχισε να κάνει μπαλέτο, γι’ αυτό κάποια στιγμή, στο Λύκειο, είπα: «Θέλω να κάνω κι εγώ». Μου είπε η μητέρα μου, που πίστευε ότι δεν το χρειαζόμουν γιατί ήμουν αδύνατη: «Αν περάσεις σε κάποια σχολή, θα σου δώσω χρήματα να κάνεις μπαλέτο». Και πέρασα.
• Υπήρχε μια θολή ιδέα να γίνω χημικός, αλλά τελικά πέρασα σε σχολή λογιστών στην Πάτρα – Αθήνα δεν είχα δηλώσει γιατί ήθελα να φύγω από το σπίτι μου. Εκεί αρχίζει μια σειρά φοβερών συμπτώσεων. Έπαθα ηπατίτιδα και μια μέρα, αδύναμη ακόμα, μπήκα σε ένα ταξί και ρώτησα τον ταξιτζή: «Ξέρετε καμιά σχολή χορού;». Μου λέει: «Ξέρω μία, πηγαίνει η εγγονή μου, την τάδε». Πάω και λέω: «Θέλω να κάνω μπαλέτο». Με βάζουν να κάνω γυμναστική με τις κυρίες, εγώ είπα «θέλω να κάνω μπαλέτο». Δεν υπήρχε τμήμα ενηλίκων και με έβαλαν με τα δεκάχρονα. Ο ιδιοκτήτης της σχολής ήθελε να κάνει το μπαλέτο της Όπερας της Πάτρας και είχε φέρει από τη Βουλγαρία τον Αντόν Στόινοφ, με τον οποίο κάναμε κάθε μέρα μάθημα και μου έλεγε: «Μπορείς, βρε, μπορείς». Στη σχολή λογιστών δεν πάταγα, ήμουνα όλη μέρα έξω με τους αναρχοαυτόνομους, αλλά κάθε μέρα στις 7 ήμουν στο μάθημα. Μου άρεσε να είμαι εκεί, δεν σκεφτόμουν κάτι άλλο.
• Κάποια στιγμή ήρθε απροειδοποίητα η μητέρα μου στην Πάτρα και κατάλαβα ότι όσο έπαιρνα χρήματα από εκείνους, είχαν το δικαίωμα να με ελέγχουν. Είπα «τέλος» και άρχισα να δουλεύω σε λάντζες, σουβλάκια, πατσατζίδικα, ό,τι έβρισκα.
• Όταν γύρισα στην Αθήνα, ο Αντόν μου σύστησε τη σχολή Γρηγοριάδου, όπου δίδασκε ο φίλος του, Ιβάν. Πάω εκεί και παθαίνω σοκ. Είναι όλα τα κορίτσια με τραβηγμένο μαλλί, ευθυτενή, λέω «πού χωράω εγώ εδώ;». Εν τω μεταξύ έρχεται ο Αντόν στη σχολή της Ραλλούς Μάνου και πάω κι εγώ. Ξεκινάω τα μαθήματα, με βλέπει η Ραλλού και μου δίνει μια άτυπη υποτροφία – έκανα μαθήματα και δεν πλήρωνα, πήρα μέρος και σε κάποιες παραστάσεις. Σε μία από τις πρώτες μου συμμετοχές ήμουν το παιδάκι της Μήδειας.
• Μαθαίνω ότι υπάρχει Κρατική Σχολή Χορού – ήταν η τελευταία χρονιά που μπορούσα να δώσω γιατί ήμουνα 23 ετών, και με παίρνουν. Στα τρία χρόνια της σχολής έλειψα μόνο μια φορά – εκεί ήθελα να είμαι και εκεί μόνο συγκεντρωνόμουν.
• Από τους δασκάλους μου θυμάμαι τον Γιάννη Μέτση, ο οποίος είχε ένα μαγικό χαρακτηριστικό: καταλάβαινε τους ανθρώπους που είχε απέναντί του, έψαχνε σε καθεμιά μας τον τρόπο να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε, μας αντιλαμβανόταν ως άτομα.
• Εγώ, για πολλά χρόνια, έκανα το μάθημα για να δείξω ότι είμαι καλή δασκάλα, έκανα το μάθημα για μένα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν είμαι εγώ το ζήτημα, αλλά οι άνθρωποι που βρίσκονται απέναντί μου. Αν και με αγχώνει η διδασκαλία, όπως όλα, τελικά μου αρέσει που είμαι στο Εθνικό, και στην Ακτίνα, τα αγαπώ τα παιδιά που συναντώ.
• Για τον μεγάλο αριθμό παιδιών που δίνουν εξετάσεις σε δραματικές και σχολές χορού, σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι είναι δημιουργικά όντα από τη φύση τους, αλλά η δημιουργικότητά τους ψαλιδίζεται από μικρή ηλικία –το σχολείο βγάζει παραγωγικές μονάδες, δεν καλλιεργεί επιθυμίες, σκέψεις, την περιέργεια–, γι’ αυτό πηγαίνουν σε μια καλλιτεχνική σχολή. Ψάχνουν να βρουν τρόπο να εκφράσουν τη δημιουργική τους πλευρά. Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω ότι πολλά παιδιά, αντιλαμβάνονται την υποκριτική μόνο από αυτό που βλέπουν στην τηλεόραση ή κάνουν τη σκέψη ότι είναι κάτι εύκολο, ότι μπορείς να κάνεις καριέρα εύκολα, να βγάλεις χρήματα και να έχεις αναγνωρισιμότητα. (παιδιά, δεν είναι εύκολο)
• Στο δεύτερο έτος της Κρατικής πήγα να κάνω μαθήματα με τη Μαίρη Τσούτη που έκανε μια τρομερή προσπάθεια στα χρόνια της. Εκεί συνάντησα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου· εκείνος είχε έρθει από τον Κουμεντάκη, εγώ από μια φίλη του Ζάφου Ξαγοράρη που ήταν μαζί με τον Δημήτρη στην Καλών Τεχνών. Έτσι έγινε αυτή η συνάντηση, το πάντρεμα. Χορέψαμε με τον Δημήτρη σε παραστάσεις της Μαίρης, εγώ μετά πήρα μια υποτροφία από το Ίδρυμα Ωνάση και πήγα στη Νέα Υόρκη για σπουδές και ο Δημήτρης πήγε κι εκείνος στην Αμερική για μαθήματα και παραστάσεις στο La MaMa. Επιστρέφοντας, κάναμε την πρώτη πρόβα μαζί, στο μπαλκόνι του σπιτιού του, σε ένα δώμα στο Κουκάκι. Ήταν η πρώτη φορά που χόρευα σε εξωτερικό χώρο και ένιωθα να με κινεί ο αέρας. Ήταν κάτι αποκαλυπτικό, γιατί η πιο ισχυρή μου αίσθηση είναι η αφή. Ένιωσα τους πόρους του δέρματός μου να ζωντανεύουν.
• Συνήθως δεν σκέφτομαι το επόμενο βήμα, τα πράγματα μού έρχονται. Έτσι κάναμε τα πρώτα μας βήματα ως Ομάδα Εδάφους, τη βάφτισε έτσι ο Ζάφος. Την πρώτη μας παράσταση, το Βουνό, το 1987 την κάναμε στο στούντιο της Μαίρης και σε έναν χώρο στην Καλών Τεχνών όπου ήταν τότε στο Πολυτεχνείο. Μετά πήγαμε στην Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρώπης και της Μεσογείου, στη Βαρκελώνη, με το Βουνό και το Αδιάβροχο, και τη βραδιά που θα παίζαμε έγινε γενικό μπλακ-άουτ, αναβλήθηκε η παράσταση, δεν υπήρχε θέατρο να παίξουμε και ο Δημήτρης επέλεξε ένα οικόπεδο με ένα γκρεμισμένο σπίτι. Η Νίνα Παππά ζωγράφισε ένα βουνό στον τοίχο και φέρανε ένα αυτοκίνητο να φωτίσει με τους προβολείς του. Στη συνέχεια κάναμε τα Δωμάτια, με αυτά πήγαμε και στην Μπολόνια, και μετά, στην κατάληψη, τα Τραγούδια. Εκεί μας είδε ένα μεγαλύτερο κοινό, σε περισσότερες παραστάσεις, τότε γινόμασταν σιγά σιγά ομάδα. Στην Ομάδα Εδάφους ένιωθα τυχερή, σαν να είμαι σε έναν κήπο που θέλω να φροντίσω. Για πολλά χρόνια δεν πληρωνόμασταν, κάναμε άλλες δουλειές, εγώ τότε ακόμα δούλευα σε παιδικό σταθμό. (υπάρχει, άραγε, κανένα από τα τότε παιδιά που το διαβάζει αυτό το κομμάτι;)
• Το καλοκαίρι που φτιάξαμε τη Μήδεια είναι από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Μας είχαν παραχωρήσει έναν χώρο στη σημερινή Καλών Τεχνών, τον καθαρίζαμε δυο μέρες. Τα φτιάχναμε όλα με τα χέρια μας, βάφαμε, φτιάχναμε τα σκηνικά. Η συγκάτοικός μου είχε μια επαγγελματική ραπτομηχανή και έραβα τα πανιά των εποχών, έβαζα τα λουλούδια. Όλη μέρα φτιάχναμε αυτά τα πράγματα και μετά κάναμε πρόβα. Αυτή η αίσθηση της οικογένειας, της κοινής προσπάθειας που όλοι συνεισφέραμε με τις ικανότητές μας, με έκανε να ζήσω αυτό το θαύμα. Είναι πιο ισχυρή αυτή η ανάμνηση απ’ ό,τι όταν βρισκόμουν στη σκηνή. Κάναμε κάτι στο «τώρα», δεν σκεφτόμασταν το μέλλον ή σε τι επενδύουμε. Ποιος το φανταζόταν ότι τα πράγματα θα πάνε έτσι; Είναι σπουδαίος καλλιτέχνης ο Δημήτρης. Το να είσαι στο τρένο που οδηγεί είναι ωραία περιπέτεια.
• Επειδή έγινε τόσο γνωστή η ομάδα και η εργασία όλων μας, αλλά κυρίως του Δημήτρη, συνδέθηκε ο χορός με κάτι που έχει μια πολύ ισχυρή εικόνα και νομίζω ότι έχει καταχωριστεί έτσι στο μυαλό πολλών θεατών.
• Μέσα σε όλο αυτό, όπως πάντα, αυτό που ένιωθα ήταν ανεπάρκεια. Εκ των υστέρων, αυτό που μπορώ να καταλάβω από τα λόγια των ανθρώπων είναι ότι η προσπάθεια που κατέβαλα και καταβάλλω δημιουργεί ένα πεδίο που γίνεται αντιληπτό. Αλλά προσπαθούσα, και προσπαθώ, πολύ σοβαρά να πνίξω τη φωνή που μου λέει: «Κατέβα, ντροπή σου». Έχω ανάμνηση από τα Σκαλοπάτια να κοιτάζω τις κουίντες και να λέω: «Φύγε τώρα». Υπάρχει αυτό το πράγμα στο κεφάλι μου που μου λέει πάντα «δεν φτάνεις» και νομίζω αυτός ήταν ο λόγος που χωρίσαμε με τον Δημήτρη, τα βήματά του άρχισαν να γίνονται πολύ μεγάλα κι εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Δεν το κατάλαβα τότε, αργότερα κατάλαβα ότι αυτό μου συνέβαινε. Και το 2001, έπειτα από 14 χρόνια, έφυγα.
• Για χρόνια ήμουν θυμωμένη. Ο Δημήτρης με κάλεσε να δουλέψω στην Ολυμπιάδα – η φιλία μας δεν είναι όπως παλιά, αλλά συναντιόμαστε και καλομιλάμε. Η αλήθεια είναι πως όταν ήρθε να δει πρόβα στο ΜΑΜΙ ήμουν χεσμένη, αλλά έπειτα από πέντε λεπτά ένιωσα ότι με κοίταζε με βλέμμα αγαπησιάρικο. Η σχέση που είχαμε, παρόλο που είμαστε πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, ήταν πολύ έντονη, αυτό που μας ένωνε ήταν η δουλειά, εκεί βάζαμε και οι δυο τα πάντα και για τη δική μου ψυχοσύνθεση αυτή η σχέση δεν μπορούσε να λυθεί με έναν σουηδικό τρόπο, έπρεπε να γίνει με δράμα. Και είμαι πολύ καλή σε αυτό.
• Επειδή με συνόδευε η φήμη της Ομάδας, δεν έμεινα ποτέ χωρίς εργασία. Με καλούσαν, έκανα και προσπάθεια να χορογραφήσω, αλλά δεν είναι το καλύτερό μου. Το δοκίμασα, δεν ήταν η περιοχή μου. Μπαίνοντας στον κόσμο του θεάτρου ήμουνα κι εκεί τυχερή, δούλεψα για πολλά χρόνια στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Και εκεί υπήρχε η αίσθηση τού «μαζί», ήταν σε τέτοια φάση το θέατρο και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει ανοιχτή καρδιά για όλους. Το ότι έπρεπε να βγάζω τα προς το ζην ήταν πολύ εξισορροπητικό για τη ζωή μου, αν είχα λυμένο αυτό το θέμα μπορεί να μην έκανα και τίποτα, παρόλο που η σωματική αδράνεια δεν είναι καλή για τον ψυχισμό μου. Είμαι φιλότιμη και ό,τι αναλαμβάνω το φέρνω σε πέρας. Τελευταία έχω εκτιμήσει πολύ τις χειροτεχνίες. Πιστεύω πολύ σε αυτό που αντιλαμβάνονται τα χέρια.
• Για πολλά χρόνια οι διδασκαλίες ήταν αυτές που με συντηρούσαν οικονομικά. Δίδασκα σύγχρονο, έφτιαχνα κάτι που είναι της δικής μου ιδιοσυγκρασίας και πρότεινα στους ανθρώπους να κάνουν αυτό που κάνω εγώ. Αναρωτήθηκα «γιατί να μην τους οδηγήσω να κάνουν το δικό τους;» και άρχισα να διδάσκω αυτοσχεδιασμό. Τα τελευταία χρόνια συναντιέμαι με μαθητές, σε δικά μου μαθήματα, με ανθρώπους που αγαπούν τον χορό, που δεν είναι επαγγελματίες. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις ανθρώπους που η κίνησή τους δεν είναι επαγγελματική, ραφιναρισμένη, ή που έχουν μια δύσκολη σχέση με το σώμα τους να βρίσκουν τρόπο να εκφραστούν, να κάνουν μια κίνηση που στα μάτια μου μεταφέρει το νόημά της – χαίρομαι πάρα πολύ. Κι άλλο τόσο καμαρώνω όταν έρχονται και τα παιδιά από τις σχολές και μου λένε ότι το μάθημά μας τα βοηθάει. (συγγνώμη για το «παιδιά», παιδιά)
• Από το θέατρο έχω μια πολύ έντονη ανάμνηση. Δούλεψα με τον Βογιατζή στον Τόκο και θυμάμαι πως υπήρχε μια σκηνή οικογενειακού τραπεζιού και είχαν φέρει κάτι ρυζάκια. Και είπε ο Λευτέρης: «Αν δεν μπορούμε να έχουμε φαγητό πλούσιο, θα έχουμε κάτι λεμονόκουπες και θα κάνουμε ότι τρώμε». Έτσι έγινε και το πίστευες αυτό που έβλεπες, γιατί η πραγματικότητα που δημιουργούσε είχε δικούς της κανόνες που δεν αμφισβητούσες, ενώ αν ερχόταν το ρυζάκι θα ’λεγες: «Δεν είχαν λεφτά, καμώνονται ότι τρώνε». Αυτό μου φάνηκε συγκλονιστικό και αυτό καταλαβαίνω για το θέατρο: όταν μια παράσταση έρχεται και εγκαθιστά μπροστά σου μια πραγματικότητα με δικούς της κανόνες, την πιστεύω‧ όταν υποδύεται την πραγματικότητα, κάνω πίσω και περιμένω να τελειώσει. Το θέατρο είναι ένα ψέμα και το ζήτημα είναι πώς θα το κάνεις να μοιάζει αληθινό και να το πιστέψει ο άλλος από κάτω, να γίνει μέρος του ψέματος, της συνθήκης σου.
• Το 2023 ο Γιάννης Νικολαΐδης μού πρότεινε να κάνουμε μια παράσταση με τη Σταυρούλα Σιάμου, με την οποία υπήρξαμε πολύ στενές φίλες. Είχαμε χαθεί και όταν ξανασυναντηθήκαμε συνειδητοποίησα πόσο σημαντικός άνθρωπος είναι στη ζωή μου. Όταν άρχισαν να φτάνουν κείμενα δυσκολεύτηκα πολύ, αλλά ο Γιάννης είναι πολύ τρυφερός και έχει κατανόηση για τα πάθη και τη στραβομάρα των ανθρώπων. Έτσι, όταν άρχιζε το άγχος της επάρκειας, έβρισκε έναν τρόπο πολύ ήσυχο να με υποστηρίζει και να με μαζεύει. Η παράσταση επικοινώνησε με το κοινό, συνδέθηκαν οι άνθρωποι με αυτό που έβλεπαν και σε εμένα εμφανίστηκε ξανά η επιθυμία να είμαι μέσα σε αυτή τη συνθήκη μαζί με άλλους ανθρώπους και να φτιάχνουμε πράγματα – πετυχημένα ή όχι, δεν έχει σημασία.
• Ο Μάριο Μπανούσι δεν με είχε δει να χορεύω, δεν με γνώριζε, όπως και οι υπόλοιποι συνεργάτες. Εισέπραξα σεβασμό από όλους αυτούς με τους οποίους δουλέψαμε στο ΜΑΜΙ, ένιωσα ότι με σέβονται ως τον άνθρωπο που είμαι, όχι ως τον άνθρωπο που έχουν ακούσει. Ο Μάριο έχει ένα πολύ τρυφερό βλέμμα και μια τρυφερή συμπεριφορά απέναντι στους ανθρώπους. Ξεκινήσαμε τις πρόβες στην Ολλανδία. Η συνθήκη που ζήσαμε εκεί συμβαίνει σπάνια, γιατί δεν είχαμε να τρέχουμε σε χίλιες δυο άλλες δουλειές, σε φίλους και προσωπική ζωή, ήμασταν μαζί συνέχεια, μακριά από όλα, αφοσιωμένοι σε αυτό. Περάσαμε πολύ ωραία και σαν παρέα, ήταν σαν πενταήμερη, είναι όλα χρυσά παιδιά. Και στις πρόβες συντονιζόμασταν, το ένιωθα. Αν και πάντα έχω ανησυχία, σε αυτές τις ερευνητικές αρχικές πρόβες υπήρχαν στιγμές που ένιωσα να τριπάρω, να ξεχνάω αν είμαι ή δεν είμαι καλή, να είμαι σε σύνδεση με ένα κουκουτσάκι μέσα μου. Εκείνη την ώρα νομίζω ότι μπορώ να καβαλήσω το πιο μεγάλο κύμα του κόσμου. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα, αλλά είναι σαν ένα μικρό ναρκωτικό που ελπίζεις να ξαναπάρεις. Είναι η μόνη παράσταση που έχω κάνει χωρίς να φοβάμαι.
• Σκέφτομαι αν έχει σημασία να μιλάμε για εμάς σε έναν κόσμο που συμβαίνουν πράγματα τρομακτικά: η γενοκτονία στην Παλαιστίνη, ο πόλεμος στην Ουκρανία, μικρότεροι πόλεμοι, η πείνα σε πολλά μέρη του πλανήτη, η διαφθορά στη χώρα μας, η σαρωτική επικράτηση του χρήματος ως μοναδικής αξίας στη ζωή… Όμως ξέρω ότι η απαισιοδοξία είναι παράδοση και η απελπισία πολυτέλεια (δεν είναι δικό μου αυτό, κάπου το διάβασα και το σημείωσα, αλλά δεν θυμάμαι τον συγγραφέα).
Η Αγγελική Στελλάτου θα παίξει στην παράσταση «Τα Χρόνια», που θα ανέβει στο θέατρο Θησείον από τις 11/12 έως τις 31/01, σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση. Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.