ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ μεταφερόμαστε στις παρυφές της Πίνδου, σε ένα από τα χωριά του Μετσόβου, το Βοτονόσι, και μιλάμε με τη Βασιλική Γκουντέβενου, η οποία επέστρεψε στο χωριό πριν από λίγα χρόνια και αποφάσισε να μεγαλώσει εκεί τα παιδιά της.
Μας μεταφέρει την εικόνα ενός ζωντανού ακόμα χωριού που βασίζεται στην πτηνοτροφία και μιας κοινότητας η οποία προσπαθεί, κυρίως με ίδιους πόρους, να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί στα παιδιά της.
Ακολουθεί η ιστορία της Βασιλικής με τα δικά της λόγια:
«Ζω στο Βοτονόσι Μετσόβου, ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου που βρίσκεται στις παρυφές της οροσειράς της Πίνδου, σε υψόμετρο 770 μέτρων. Ανήκει στη δημοτική ενότητα Μετσόβου και το συναντά κανείς στην εθνική οδό Τρικάλων – Ιωαννίνων. Απέχει 40 χλμ. από την πόλη των Ιωαννίνων και μόλις 10 χλμ. από το Μέτσοβο.
Την ησυχία, την ηρεμία και τη γαλήνη που μου προσφέρει το χωριουδάκι μου δεν την αλλάζω με τίποτα, παρ’ όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν.
Στο Βοτονόσι λέγεται ότι είχε χτίσει ανάκτορο ο βασιλιάς Πύρρος – στο χωριό υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος μικρής έκτασης. Είμαστε επίσης γνωστοί για το πανέμορφο πέτρινο γεφύρι μας, που από κάτω του κυλά ο ποταμός Άραχθος. Στο χωριό μας δεσπόζει επίσης η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, η οποία χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Το τέμπλο της είναι μοναδικής ξυλουργικής τεχνικής και μεγάλης ιστορικής αξίας.
Το χωριό πήρε το όνομά του από την πληθώρα βοτάνων που υπάρχουν στην περιοχή. Λέγεται, μάλιστα, ότι το όνομα δόθηκε από τον βασιλιά Πύρρο, όταν ένας κάτοικος του χωριού έσωσε την κόρη του από βέβαιο θάνατο με τη χρήση ντόπιων βοτάνων.
Γεννήθηκα στο Κέντρο Υγείας του Μετσόβου την πρώτη χρονιά που άνοιξε, το 1987, και μεγάλωσα στο χωριό, με μοναδικές αναμνήσεις από παππούδες και γιαγιάδες, γείτονες και γειτόνισσες που μας αντιμετώπιζαν σαν δικά τους παιδιά και μας φρόντιζαν. Το παιχνίδι στην πλατεία του χωριού με τους φίλους μου έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Καθώς παιχνίδια δεν είχαμε –και, αν είχαμε, αυτά ήταν λιγοστά–, επινοούσαμε διάφορους τρόπους για να περάσουμε την ώρα μας, μέχρι πολύ αργά, καθώς φόβος στο χωριό δεν υπήρχε και προστατεύαμε ο ένας τον άλλο.
Νηπιαγωγείο και δημοτικό πήγα στο χωριό· τα παιδιά τότε ήταν πολύ περισσότερα και το σχολείο ήταν τετραθέσιο. Γυμνάσιο και Λύκειο πήγα στη Χρυσοβίτσα, που απέχει λίγα χιλιόμετρα από το χωριό μας. Εκεί φοιτούσαν όλα τα παιδιά από τις γύρω περιοχές, κάτι που εξακολουθεί να γίνεται και τώρα, με πολύ λιγότερα παιδιά βέβαια. Αφού δεν πέτυχα τους στόχους μου στις πανελλαδικές εξετάσεις, έδωσα εξετάσεις στη σχολή Γ.Ν. Χατζηκώστα στα Ιωάννινα για βοηθός νοσηλευτή και τις πέρασα με άριστα. Φοιτούσα στη σχολή το βράδυ και ταυτόχρονα δούλευα ως αποκλειστική νοσοκόμα για να μην επιβαρύνω την οικογένειά μου. Καθότι πολύτεκνοι και αγρότες, τα χρήματα ήταν πολύ περιορισμένα. Δούλεψα για 11 χρόνια ως αποκλειστική νοσοκόμα και παράλληλα σε εστιατόρια, σε ζαχαροπλαστείο και ως καθαρίστρια για να βιοποριστώ. Δύσκολες καταστάσεις, ελάχιστα χρήματα, χρόνος μηδέν. Το πάλεψα βέβαια όσο μπορούσα, αλλά από κάποιο σημείο και μετά άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά την επιστροφή στο χωριό και την ενασχόλησή μου με αγροτικές δουλειές.
Η πρώτη μου επιστροφή ήταν με αφορμή μια θέση εργασίας σε οδοντιατρείο του Μετσόβου. Οι ώρες ήταν αρκετές, η κούραση το ίδιο, αλλά το περιβάλλον εξαιρετικό. Επιστρέφοντας, ήρθα πιο κοντά με τον άντρα μου, συστηθήκαμε από την αρχή, καθώς γνωριζόμαστε από παιδιά, αλλά με διαφορετικό τρόπο αυτήν τη φορά. Εκείνος είχε μείνει στο χωριό, ασχολούνταν με τη φύση και τα ζώα και έκανε και διάφορες άλλες δουλειές. Τα τελευταία δύο χρόνια είναι ο ιερέας του χωριού μας.
Με την έλευση του πρώτου μας παιδιού, μείναμε για δύο χρόνια στα Ιωάννινα. Τα βάλαμε κάτω και αποφασίσαμε πως δεν θέλαμε να ζούμε έτσι, μέσα στη φασαρία της πόλης και στην ασφυξία του τσιμέντου. Ανεβήκαμε στο χωριό λοιπόν και εγώ ξεκίνησα να ασχολούμαι με το πτηνοτροφείο του πεθερού μου, που δεν το δούλευε πια.
Στο χωριό μας, όπως και σε κάθε χωριό της επαρχίας, υπάρχει ποιότητα ζωής. Οι δυσκολίες είναι σίγουρα πολλές αλλά όχι αξεπέραστες. Πλέον, με την Εγνατία, βρισκόμαστε αρκετά κοντά στα Ιωάννινα, όπου πολλοί κάτοικοι του χωριού μετακινούνται για τη δουλειά τους κάθε μέρα. Στο Μέτσοβο, όπως και στη Χρυσοβίτσα, υπάρχουν εξωσχολικές δραστηριότητες που μπορούν να ακολουθήσουν τα παιδιά, και φροντιστηριακές μονάδες ξένων γλωσσών, πληροφορικής, ρομποτικής κ.ά. Η κόρη μου πήγε νηπιαγωγείο σε διπλανό χωριό, γιατί το δικό μας δεν ήταν ανοιχτό, και έπειτα συνέχισε στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, που παραμένει ανοιχτό έστω και με λίγα παιδιά.
Πριν από δύο χρόνια καταφέραμε να ανοίξουμε ξανά το νηπιαγωγείο μας, μετά από τέσσερα χρόνια αναστολής της λειτουργίας του. Στείλαμε ένα email στο υπουργείο Παιδείας, περιγράψαμε την όλη κατάσταση, εξηγήσαμε πως για να ζήσουμε στο χωριό αξιοπρεπώς πρέπει τα παιδιά μας να έχουν τα απαραίτητα –και τι πιο απαραίτητο από το σχολείο–, και εισακουστήκαμε. Από τότε όλοι οι γονείς φροντίζουμε όσο γίνεται τα παιδιά μας να ζουν σε ένα ευχάριστο και καθαρό περιβάλλον, κάνοντας διάφορες εργασίες καθαριότητας στο σχολείο. Δυστυχώς, και λυπάμαι που το λέω, ο δήμος αδιαφορεί για πάρα πολλά πράγματα, η κρατική μέριμνα είναι ανύπαρκτη και σε αυτόν τον τομέα. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούμε κάθε μέρα, δουλεύοντας αδιάκοπα, να προσφέρουμε στα παιδιά μας, παίρνοντάς τα πολλές φορές μαζί μας στο πτηνοτροφείο και στα κτήματα. Τι καλύτερο από την ενασχόληση με τη φύση και τα ζώα για την ευεξία μυαλού και σώματος;
Την ησυχία, την ηρεμία και τη γαλήνη που μου προσφέρει το χωριουδάκι μου δεν την αλλάζω με τίποτα, παρ’ όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν. Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου το πρωί και πηγαίνω με ευχάριστη διάθεση στη δουλειά μου, χωρίς την πίεση της πόλης, φτιάχνοντας το δικό μου πρόγραμμα, όπως με εξυπηρετεί. Μεγάλο προνόμιο.
Αν, βέβαια, μπορούσα να αλλάξω κάτι στο χωριό μου, αυτό θα ήταν η νοοτροπία κάποιων ανθρώπων. Αυτός που είπε πως πηγαίνοντας στο καφενείο του χωριού μαθαίνουμε πράγματα για εμάς τους ίδιους που δεν ξέραμε, είχε δυστυχώς απόλυτο δίκιο. Θεωρώ πως αυτή είναι μία από τις δυσκολίες που αποτρέπουν κάποιον από το να έρθει να μείνει στο χωριό μόνιμα.
Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν εδώ 15 νέα ζευγάρια με τις οικογένειές τους και θα έλεγα πως το χωριουδάκι μας είναι ακόμα ζωντανό. Υπάρχει ζωντάνια καταρχάς, γιατί υπάρχουν ακόμα το νηπιαγωγείο και το δημοτικό, αλλά και δύο καφενεία και μία ταβέρνα, τα οποία προσελκύουν ακόμα τουρίστες και ντόπιους, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, για το κλασικό καφεδάκι και το πατροπαράδοτο τσίπουρο στο υπέροχο, ορεινό τοπίο του χωριού μας.
Με την πτηνοτροφία στην περιοχή καταπιάνονται από το 1970 και το χωριό μας παραμένει ζωντανό χάρη σ’ αυτήν· έχουμε τους περισσότερους πτηνοτρόφους στην Ήπειρο, και η πλειονότητα ανήκει στην οικογένεια του πτηνοτροφικού συνεταιρισμού «Πίνδος». Η δουλειά είναι δύσκολη, ακόμα και τώρα, γιατί παρά τις ευκολίες που έφερε η ανάπτυξη της τεχνολογίας, οι προδιαγραφές και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται τα κοτόπουλα απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Όπως όλα τα επαγγέλματα, έχει και αυτό τα μυστικά του.
Και τώρα που μιλάμε για μυστικά, να πούμε πως το Βοτονόσι, όπως όλα τα χωριά, έχει κι αυτό τους δικούς του θρύλους, όπως οι περιβόητοι καλικάντζαροι. Τον χειμώνα δίνουν και παίρνουν οι ιστορίες για τα γλέντια τους, καθότι στο χωριό μου παντρεύονται και το γλεντάνε. Αυτές και άλλες ιστορίες θα ακούσεις από τα παππούδια του χωριού, που πραγματικά είναι όλα ένα κι ένα, με προσωπικότητες που δεν υπάρχουν. Σαν το Κολοκοτρωνίτσι, ένα πράγμα! Άλλες ιστορίες είναι πολύ οδυνηρές, άλλες είναι γεμάτες βάσανα και όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Άλλες είναι τόσο “κουλές” που νομίζεις ότι τις σκηνοθέτησε ο Φώσκολος.
Έχουν βγάλει και έναν στίχο για το χωριό μου: “Βοτονόσι, Βοτονόσι, που έβαλε ο νους σου γνώση”. Το αγαπώ το χωριό μου και το πονάω, δεν το αλλάζω, παρά τις δυσκολίες του. Το εκτιμώ όχι μόνο για τον πλούτο της φύσης που μας προσφέρει αλλά και για τους ανθρώπους του. Μου έχουν διδάξει πολλά και συνεχίζουν να μου διδάσκουν, όπως να προσπαθώ κάθε μέρα να είμαι καλύτερη, όχι από τον συγχωριανό μου, αλλά από τον άνθρωπο που ήμουν χθες, και πως σε έναν κόσμο όπου μπορώ να είμαι ό,τι θέλω, μπορώ να είμαι απλά ο εαυτός μου και αυτό είναι εντάξει».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]