Μια επιλογή από ενδιαφέροντα έργα που έχουμε δει και παραστάσεις που καλύπτουν πολύ διαφορετικές προτιμήσεις είναι μια καλή αρχή πριν βουτήξετε για τα καλά στο χαοτικό και ενδιαφέρον θεατρικό τοπίο της φετινής χρονιάς.
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Το έργο του έχει φανατικούς θαυμαστές σε διεθνές επίπεδο και αυτή η παράσταση, το «Relic», που γεννήθηκε πριν από δέκα χρόνια, μέσα στην κρίση και σε μια καθοριστική στιγμή για τον δημιουργό της, δεν παύει από τον τίτλο της και μόνο να μας υπενθυμίζει την έννοια ενός κατάλοιπου του παρελθόντος που περιφέρεται μόνο του στη σκηνή και λειτουργεί σαν καθρέφτης της εποχής, του εαυτού του, των θεατών. Μια σόλο περφόρμανς που μόνο με αντικείμενα και ήχους καταφέρνει να μας μεταφέρει σε βαριετέ, σε μισοφωτισμένα καμπαρέ, σε φάρσες και πράξεις στις οποίες τα λόγια περισσεύουν, σε έναν κόσμο μοναχικό, στον οποίο η εσωτερική, άηχη μοναξιά μας και η επιθυμία μας για επαφή συναντούν την επιθυμία αυτού του μοναχικού πλάσματος πάνω στη σκηνή, που σαν άλλο κομμάτι του εαυτού μας αιωρείται μέσα σε ένα απόκοσμο σύμπαν με αφοπλιστική ανάγκη για αγάπη.
Αυτό το κάτι που σε κάνει να πιστέψεις στο «για πάντα», αυτό το κάτι που φοβάσαι ότι θα χαθεί μέσα στην απώλεια ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Τιάγκο Ροντρίγκες το έβαλε σε λέξεις στο πρώτο του θεατρικό έργο «Ο χορός των εραστών», ένα αυτοβιογραφικό ποιητικό έργο που ξεκίνησε να το γράφει το 2006 και το ολοκλήρωσε το 2020. Αυτός ο τρυφερός ύμνος στην αγάπη βρήκε ιδανικό ταίριασμα στη σκηνή με δυο πρωταγωνιστές με μακρά συνεργασία, φιλία και αγάπη, τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, και έναν ιδανικό συντονισμό λέξεων, κινήσεων και αναπνοών. Το ζευγάρι που τρέχει μέσα στη νύχτα με κατεύθυνση ένα νοσοκομείο, με τον εφιάλτη του αβέβαιου μέλλοντος και την αναμέτρηση με μια οριακή εμπειρία ζωής και θανάτου να υψώνεται μπροστά του, αποκαλύπτει ποιητικά τις προσδοκίες μιας κοινής ζωής κόντρα στον χρόνο και την αναπόδραστη φθορά. Μια απρόσμενη κατάδυση στην καρδιά των σχέσεων και σε όλα όσα μας κρατάνε μαζί και ζωντανούς μέσα στην τρικυμιώδη ζωή μας.
Παιδεραστία, ομοφοβία, ένοχα μυστικά, καταπιεσμένες ζωές κι ένα τραγούδι που ξυπνά τις πιο εφιαλτικές αναμνήσεις υφαίνουν την πλοκή της παράστασης «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος».
Μοιάζει απίθανο ότι έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που σε μια παιδική χαρά ο Γιάννης Καλαβριανός με είχε συστήσει στους ανθρώπους που αφηγούνταν μια ιστορία που σημάδεψε τη ζωή τους στην παράσταση «Γιοι και κόρες». Κάποιοι από αυτούς έχουν φύγει από τη ζωή, ωστόσο αυτές οι ιστορίες και άλλες θα ζωντανέψουν στη σκηνή, στην παράσταση που έκανε τον συγγραφέα και σκηνοθέτη ευρύτερα γνωστό, με νέους ηθοποιούς και με ζητούμενο την επιστροφή στα βασικά, σε ένα χαμένο κέντρο, στις ιστορίες των ανθρώπων. Σε μια από τις πιο ζωντανές θεατρικές αφηγήσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ζωντανεύει μια περίοδος από το πρώτο μεταναστευτικό κύμα στην Αμερική, την Κατοχή και τον Εμφύλιο έως την Επταετία και τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η παράσταση, που έχει διαγράψει μια εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία, εξακολουθεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς μας τροφοδοτεί με μια εναλλακτική αφήγηση της επίσημης ιστορίας της χώρας μέσα από τις άγνωστες περιπέτειες των καθημερινών ανθρώπων που πιέζονται, λοξοδρομούν, δυσκολεύονται και αποτυγχάνουν, αλλά που σε κάθε εποχή επιμένουν να αναζητούν την ευτυχία.



Μια παρόμοια περίπτωση παράστασης είναι το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», που ανέβηκε την περασμένη θεατρική περίοδο, δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα το 2011 με πρωταγωνιστές τότε τον Ακύλλα Καραζήση και τον Νίκο Χατζόπουλο. Οι δυο τους σκηνοθέτησαν το νέο ανέβασμα με πρωταγωνιστές αυτήν τη φορά τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη ως Φρίντριχ Νίτσε, τον Γιάννη Κότσιφα ως γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ και τον Θάνο Λέκκα ως Σίγκμουντ Φρόιντ. Η ψυχοθεραπευτική περιπέτεια που εκτυλίσσεται ενώπιον του κοινού γίνεται ίσως πλέον περισσότερο κατανοητή, καθώς έχουμε αποκτήσει άλλη εξοικείωση με την ψυχοθεραπεία μέσα στα χρόνια. Η παράσταση, που δίνει μια ερμηνευτική εκδοχή για τη γέννηση της ψυχοθεραπείας και τη σχέση της με την υπαρξιακή φιλοσοφία, επαναλαμβάνεται φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο ένα από τα πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα του Ίρβινγκ Γιάλομ, του οποίου αποτελεί διασκευή.
Τα έργα του Άντον Τσέχοφ όχι μόνο προκαλούν το διαρκές ενδιαφέρον του κοινού αλλά έχουν υπάρξει και πηγή πολλών σύγχρονων έργων και ο «Vanya» του Σάιμον Στίβενς αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Ο Στίβενς, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Βρετανούς δραματουργούς, δημιουργεί μια σύγχρονη, συμπυκνωμένη εκδοχή του γνωστού έργου του Άντον Τσέχοφ και προκαλεί έναν ηθοποιό να ερμηνεύσει οκτώ χαρακτήρες που θέλουν απεγνωσμένα να αλλάξουν τη ζωή τους, ακροβατώντας μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας. Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Γιώργο Καραμίχο που με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Ραπτοτάσιου υποδύεται οκτώ ανθρώπους οι οποίοι διψούν για έρωτα, αγάπη, επιτυχία, χρήματα, αποδοχή, ευτυχία· χαρακτήρες εγκλωβισμένους, γελοίους, τραγικούς και απόλυτα σύγχρονους που μπορεί να τους συναντήσουμε στην οικογένειά μας, στο γραφείο, σε ένα μπαρ ή στο σούπερ μάρκετ, εγκλωβισμένους σε έναν τόπο κατανάλωσης και αφθονίας που κρύβει μια άγονη λούπα − ένα ανθρώπινο καθαρτήριο.

Από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της περσινής χρονιάς, το «Λεωφορείο ο Πόθος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, ο οποίος φώτισε και διάβασε με τον δικό του τρόπο τους χαρακτήρες του Τενεσί Ουίλιαμς, επαναλαμβάνεται με δύο κρίσιμες αλλαγές στη διανομή, που μετατοπίζουν και την ανάγνωση από τον θεατή: ο Αινείας Τσαμάτης αναλαμβάνει τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι και η Ηρώ Μπέζου τον ρόλο της αδελφής της Μπλανς Ντιμπουά, Στέλλας. Ο σκηνοθέτης είδε την παράσταση σαν μια επίσκεψη στο μυαλό της Μπλανς − στις διογκώσεις και τις φαντασιώσεις της τραυματισμένης της ύπαρξης. Σε μια οριακή συγκατοίκηση των τριών βασικών προσώπων του έργου, η σύγκρουση της κοινωνίας των ψευδαισθήσεων και της προσκόλλησης στο παρελθόν που εκπροσωπεί η Μπλανς με την κοινωνία της επιβίωσης, της ορμής και του πραγματισμού του Κοβάλσκι θα είναι συντριπτική.

Ο Αργύρης Ξάφης επαναλαμβάνει τον πυκνογραμμένο, εξαντλητικό μονόλογο του Καταλανού Ζουζέπ Μαρία Μιρό «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», ένα έργο που, όπως σημειώνει, είναι «γραμμένο για έναν ή μία ηθοποιό. Το φύλο του δεν ενδιαφέρει. Ούτε η ηλικία του. Ούτε η σωματική διάπλαση». Ο Ξάφης ερμηνεύει όλους τους χαρακτήρες του δαιδαλώδους αυτού κειμένου, οι οποίοι εμπλέκονται σε γεγονότα που κόβουν την ανάσα, αποκαλύπτοντας την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας, της κλειστής κοινωνίας μιας επαρχίας. Παιδεραστία, ομοφοβία, ένοχα μυστικά, καταπιεσμένες ζωές κι ένα τραγούδι που ξυπνά τις πιο εφιαλτικές αναμνήσεις υφαίνουν την πλοκή γύρω από τη δολοφονία ενός εφήβου, του πιο όμορφου αγοριού σε όλη την περιοχή, που βρίσκεται νεκρό στη μέση του πουθενά.

Αυτό που συμβαίνει μέχρι να γίνει μια πρεμιέρα, η περίφημη «κουζίνα» του θεάματος, τα παρασκήνια, είναι για το κοινό –και για τον κόσμο των καλλιτεχνών– ένας μαγνήτης που τρέφει με πληροφορίες, μυστικά και «άγνωστες» λεπτομέρειες την ηδονοβλεπτική μας τάση, συνδέει πιπεράτα το προσωπικό με το δημόσιο και δημιουργεί μια αναπάντεχη οικειότητα μεταξύ κοινού και πρωταγωνιστών. Η ευχή «Merde!» που ανταλλάσσουν οι καλλιτέχνες πριν από την πρεμιέρα έδωσε τον τίτλο στο νέο έργο που έχει γράψει ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ο οποίος συνσκηνοθετεί την παράσταση με τον Γιώργο Κουτλή, με πρωταγωνιστές την ομάδα των «Παικτών» και τον Νίκο Καραθάνο. Το έργο έχει λίγο απ’ όλα, είναι σαν ένα ελληνικό «Το σώσε», έχει λίγο από τις «Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ», λίγη από τη διάθεση των «Δυο ξένων» και πολλά αναγνωρίσιμα πρόσωπα από την ελληνική πραγματικότητα.
Μια παράσταση που ανέδειξε πολλές αποχρώσεις της υποκριτικής δεξιότητας του Ορφέα Αυγουστίδη, ένας μονόλογος που έκανε εκατοντάδες παραστάσεις επί δύο χρόνια, η «Μηχανή του Τούρινγκ», επιστρέφει, με τον ερμηνευτή, υπό την καθοδήγηση του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, να ενσαρκώνει την ιδιοφυή προσωπικότητα του Άλαν Τούρινγκ, του «πατέρα» της επιστήμης των υπολογιστών, που κατηγορήθηκε για «σεξουαλική διαστροφή» και πέθανε στα 42 του χρόνια από δηλητηρίαση από κυάνιο, απομονωμένος και προδομένος από την ίδια του την εποχή. Το έργο του Benoit Solès μάς μεταφέρει στο μυαλό του Τούρινγκ, αυτού του υπερασπιστή της ανθρώπινης φαντασίας και μοναδικότητας, και στην ύστατη προσπάθειά του να επικοινωνήσει με όλους αυτούς που δεν τον κατάλαβαν τότε και όλους εμάς που προσπαθούμε να τον κατανοήσουμε σήμερα.

Η μεγάλη προσωπική επιτυχία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη «Φάλαινα» ανεβαίνει ξανά, με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη της παράστασης να υποδύεται τον Τσάρλι, έναν αυτοκαταστροφικό, παχύσαρκο μέχρι νοσηρότητας καθηγητή Αγγλικών, που έχει χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, μαζί και κάθε επιθυμία να συνεχίζει να ζει, και «βουλιάζει» μέσα στον χρόνο περιμένοντας τη λύτρωση από την ίδια τη ζωή. Παλεύει να συμφιλιωθεί με την αποξενωμένη κόρη του και με το ίδιο το παρελθόν του. Σε μια ιστορία κάθαρσης, αυτογνωσίας και συγχώρεσης τίθεται ένα ουσιαστικό ερώτημα: μπορούμε να σώσουμε ο ένας τον άλλον; Αυτό είναι σημαντικό σήμερα, ειδικά όταν οι άνθρωποι φαίνεται να απομακρύνονται από τον διπλανό τους. Ο Σάμιουελ Ντι Χάντερ έγραψε ένα έργο που σε ωθεί να βρεις την ανθρωπιά σε χαρακτήρες που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, που έχουν πλούσιο και περίπλοκο εσωτερικό κόσμο.

Η Νένα Μεντή διαπρέπει σε έναν μονόλογο –όπως και στο παρελθόν στην «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», που έγραψε ιστορία στο ελληνικό θέατρο– με τίτλο «Μια Ζωή - Ο μονόλογος μιας μοδίστρας» που έγραψε και σκηνοθετεί ο Πέτρος Ζούλιας. Ερμηνεύει έναν μοναδικό ρόλο, ταξιδεύοντάς μας από το χθες έως το σήμερα με μια ιστορία-φόρο τιμής στις απλές, προσωπικές ιστορίες του καθενός από εμάς αλλά και στις μεγάλες συγκινήσεις της ζωής, με ηρωίδα μια ηλικιωμένη μοδίστρα που ετοιμάζεται να μετακομίσει από το ατελιέ της και καθώς μαζεύει κομμάτια από τα ρούχα έρχεται αντιμέτωπη με κομμάτια της ζωής της. Με συντροφιά τα τραγούδια που σημάδεψαν γεγονότα και στιγμές της ζωής της, η προσωπική μνήμη συναντά κομμάτια από την ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.

Η «Καρυάτιδα» του Γιώργου Καπουτζίδη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη, ένα ξεκαρδιστικό σχόλιο πάνω στην ελληνική πραγματικότητα, ένα ρεσιτάλ υποκριτικής της Αγορίτσας Οικονόμου, που υποδύεται μια υπουργό Πολιτισμού η οποία καταφέρνει να γκρεμίσει την Καρυάτιδα, τη χαμένη έκτη αδελφή, το απαστράπτον σύμβολο ενός ολόκληρου πολιτισμού που μετά κόπων, διαπραγματεύσεων και βασάνων έχει φτάσει σε ελληνικό έδαφος λίγο πριν από τη συνέντευξη Τύπου και την οργανωμένη «από καρδιάς» υποδοχή της, είναι ο καμβάς μιας ανελέητης κωμωδίας αφιερωμένης στη μεγαλειώδη και ιστορική ικανότητα του πολύπαθου αυτού τόπου να μπλέκει μόνιμα σε κωμικοτραγικές περιπέτειες. Μια ιστορία για το υπερτροφικό εγώ που κυβερνά εδώ και χρόνια αυτόν τον τόπο, δοσμένη με μαύρο χιούμορ που γαργαλάει, ξεσκεπάζει, τσιμπάει και γδέρνει τον θεατή μέσα σε έναν διαρκή κλαυσίγελο.

Η υπόθεση και τα γεγονότα γύρω από την κακοποίηση και τον θάνατο ενός χάσκι από την Αράχωβα ήταν η αφορμή για την παράσταση «Τα σκυλιά» που έγραψαν οι Μιχάλης Πητίδης και Γεράσιμος Μπέκας με τον σκηνοθέτη Ανέστη Αζά, μεταφέροντάς μας σε έναν κόσμο όπου μια ομάδα σκύλων ντέτεκτιβ έχει αποστολή να διαλευκάνει το έγκλημα σε ένα ρεσιτάλ σωματικού θεάτρου από τους ηθοποιούς. Με εξαιρετικές ερμηνείες και βαθιά ανθρωπιστική προσέγγιση, με όχημα τη μέθοδο του θεάτρου ντοκιμαντέρ και αναφορές στο φιλμ νουάρ και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ξετυλίγεται στη σκηνή μια πολιτική αλληγορία που σχολιάζει τη βία που αναπτύσσεται ολοένα περισσότερο εναντίον των αδύναμων μελών μιας κοινωνίας.
Για τέταρτη χρονιά η Ελένη Ράντου μόνη στη σκηνή συγκινεί με ένα έργο προσωπικό που έχουν δει περισσότεροι από 150.000 θεατές. Το «Πάρτι της ζωής μου» σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά κάνει τον θεατή να βλέπει τον εαυτό του επί σκηνής και είναι αναμφίβολα μια από τις πιο ευαίσθητες ερμηνείες της καριέρας της ηθοποιού, που ανυπόκριτα ακροβατεί μεταξύ κωμικού και τραγικού, πλάθοντας την ηρωίδα της με υλικά αυθεντικά και ευγενή σε ένα εξαντλητικό roller coaster συναισθημάτων και έναν μαραθώνιο αντοχής.
Για τρίτη χρονιά παρουσιάζεται το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη και Ερμίνας Κυριαζή. Είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του, παραμένει ένα διαχρονικό σε αξία ελληνικό έργο που μιλάει για μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τους δυο γιους της, συνθέτοντας μια συγκλονιστική́ οικογενειακή́ ιστορία η οποία φωτίζει τα όνειρα και τις ανησυχίες των προσώπων, βάζοντας στο μικροσκόπιο τον ψυχισμό τους, τον πόθο να αγαπηθούν και να υπάρξουν, υφαίνοντας μια μελέτη της ψυχοσύνθεσης των μεταναστών και της έννοιας του ξένου. Η αναζήτηση της αποδοχής και της αγάπης διαποτίζει το έργο που δίνει ανάγλυφα την εικόνα του εγκλωβισμού ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο χώρες, ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες.



Με τη Μαρία Ναυπλιώτου σε μια εξαιρετική, λεπταίσθητη ερμηνεία, το «Ακρωτήρι» του Σαρ Γουάιτ, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, ακολουθεί την ιστορία μιας επιτυχημένης νευρολόγου που αρχίζει να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Καθώς δίνει μια διάλεξη για ένα νέο φάρμακο, αρχίζει να βιώνει σύγχυση, παραισθήσεις και προβλήματα μνήμης. Πιστεύει πως έχει έναν σπάνιο όγκο στον εγκέφαλο, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει οικογενειακά προβλήματα – ο άντρας της φαίνεται να την εγκαταλείπει και η κόρη της έχει χαθεί από τη ζωή της. Το έργο εξελίσσεται με αναδρομές και μπλεγμένες εικόνες, όπου ο θεατής προσπαθεί να ξεχωρίσει τι είναι αληθινό και τι όχι. Στο κέντρο όλων βρίσκεται το «άλλο μέρος», ένα εξοχικό γεμάτο αναμνήσεις, που συμβολίζει όσα έχει χάσει αλλά και την ελπίδα για συμφιλίωση.

Στη Μαρία Μαγκανάρη ταιριάζει ο Τσέχοφ και η λιτή, ποιητική προσέγγισή της στις «Τρεις Αδελφές» ρίχνει φως σε ένα μωσαϊκό συναισθημάτων και στην εσωτερική ζωή των προσώπων, αναδεικνύοντας τον στοχασμό, τη σιωπή και τη διαρκή προσμονή που χαρακτηρίζουν τα έργα του Τσέχοφ. Η σκηνική σύνθεση είναι απλή, σχεδόν μινιμαλιστική, επιτρέποντας στον θεατή να επικεντρωθεί στις λέξεις, στα βλέμματα και στις λεπτές αλλαγές στη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων. Σε ένα σκηνικό περιβάλλον παγωμένο στον χρόνο πρωταγωνιστούν οι διαχρονικές υπαρξιακές ανησυχίες: η ανάγκη για νόημα, η σημασία της απώλειας, η επιθυμία για έναν άλλο τόπο στον οποίο δεν θα φτάσουν ποτέ οι ματαιωμένοι ήρωες. Ο εσωτερικός, σχεδόν μυστικός αυτός κόσμος και το υποδόριο χιούμορ της καθημερινής τελετουργίας και της οικογενειακής ζωής των εγκλωβισμένων, απελπισμένων ηρώων του αποκαλύπτονται με λεπτότητα.
Στο «Festen» του Τόμας Βίντερμπεργκ ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μετατρέπει τους χώρους του θεάτρου σε έναν ζωντανό, ρεαλιστικό σκηνικό κόσμο και ενσωματώνει το κοινό στην πλοκή, μετατρέποντας τον θεατρικό χώρο σε οικογενειακή εκδήλωση στην οποία οι θεατές συμμετέχουν ενεργά, βιώνοντας την οικογενειακή δυναμική. Αυτή η ενδιαφέρουσα προσέγγιση, με τους θεατές να «γίνονται» καλεσμένοι της σκηνικής οικογένειας, εστιάζει στην ένταση των σχέσεων και την αποκάλυψη των σκοτεινών πλευρών των πρωταγωνιστών, προσφέροντας μια πρωτότυπη θεατρική εμπειρία. Η συναρπαστική ιστορία του έργου διαδραματίζεται σε μια οικογενειακή γιορτή ενός επιφανούς επιχειρηματία. Κατά τη διάρκεια του εορταστικού δείπνου, ο γιος του, Κρίστιαν, αποκαλύπτει δημόσια μια ανατριχιαστική αλήθεια: ο πατέρας του είναι υπεύθυνος για τη σεξουαλική κακοποίηση του αδελφού του και της δίδυμης αδελφής του, η οποία αυτοκτόνησε, γράφοντας τους τίτλους τέλους της φαινομενικά αρμονικής οικογένειας.
Η περίφημη Ραραού, μια απόμαχη ηθοποιός περιπλανώμενων θιάσων, επιστρέφει με την Υρώ Μανέ να υποδύεται την ηρωίδα του εμβληματικού μυθιστορήματος του Παύλου Μάτεσι «Η μητέρα του σκύλου» σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, ξετυλίγοντας αιχμηρά και με απροσδόκητο χιούμορ μια ιστορία από τις σκοτεινές μέρες της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι τη δικτατορία και τη Μεταπολίτευση, σε μια κατακερματισμένη αφήγηση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Η Ραραού, η απόλυτη πρωταγωνίστρια της ζωής της, περιστοιχίζεται από έναν θίασο φανταστικών χαρακτήρων και φαντασμάτων του παρελθόντος σε μια ιδιόμορφη αφήγηση που ζωντανεύει την ελληνική κοινωνία.



Άλλος ένας μονόλογος για τη Λένα Παπαληγούρα, η οποία κάνει μια εξαιρετική ερμηνεία σε ένα έργο που δίνει αφορμή για μεγάλες συζητήσεις. Σε σκηνοθεσία Γιώργου Οικονόμου, υποδύεται στο «Prima Facie» της Σούζι Μίλερ μια δικηγόρο που θεωρείται κορυφαία στην υπεράσπιση υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης. Παθιασμένη με την επιτυχία, έχει καταφέρει να ξεφύγει από την ταπεινή της καταγωγή, έχει αυτοπεποίθηση και πίστη στο δικαστικό σύστημα. Όλα θα αλλάξουν όταν θα πέσει και η ίδια θύμα σεξουαλικής επίθεσης. Οι ρόλοι ανατρέπονται και βρίσκεται σε μια θέση που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, αναγκασμένη να βιώσει το ταξίδι των γυναικών που δεν είχε κατανοήσει, τις πατριαρχικές αντιλήψεις του δικαστικού συστήματος, τις αμφιβολίες και την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται οι γυναίκες. Ένα ανάγλυφο για τη στάση ολόκληρης της κοινωνίας απέναντι στον πόνο και τη βία.

Το «Κόκκαλο» επιστρέφει στο θέατρο Σημείο, ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη για τη ζωή και το έργο του ρηξικέλευθου διανοητή Αντονέν Αρτό. Καλλιτέχνης, ιδιοφυής, επαναστάτης, αναθεωρητής, ποιητής, δάσκαλος, παραληρηματικός, επιθετικός, επιληπτικός, αυτοκαταστροφικός και βαθιά, πολύ βαθιά ερωτευμένος και ερωτικός, συνθέτει με τρόπο προβοκατόρικο την τελική του ετυμηγορία απέναντι στον σύγχρονο καθωσπρεπισμό, βγάζοντας τη γλώσσα στην κοινωνική υποκρισία και στις επινοημένες αυθεντίες του καιρού μας και επαναφέροντας το «θέατρο της σκληρότητας» στη θέση που του ανήκει: στις φλογισμένες καρδιές των εξεγερμένων. Τον υποδύεται ο Γεράσιμος Γεννατάς, που επί σκηνής συναντά τον ιδιοφυή μουσικό περφόρμερ Γιώργο Παλαμιώτη.

Η βασισμένη στον «Φάουστ» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ομώνυμη παράσταση, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο για δεύτερη χρονιά με τον Χάρη Φραγκούλη στον ομώνυμο ρόλο για να μας ταξιδέψει ξανά στο υποσυνείδητο ενός από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες της δυτικής λογοτεχνίας. Ένα περιπετειώδες ψυχικό ταξίδι στις ανεξάντλητες πτυχές ενός ήρωα που αποτελεί διαχρονικά σύμβολο της ανθρώπινης εξερεύνησης, των ηθικών διλημμάτων, του υπαρξιακού αδιεξόδου. Από τον Γκαίτε στον Μάρλοου και τον Ντε Σαντ, και από τον Φρόιντ στον Γιουνγκ, ο «Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη είναι μια παράσταση με έντονη μουσικότητα για τη δριμεία σύγκρουση ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, το βίωμα και τη γνώση, το απολλώνειο και το διονυσιακό, και για την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να βρει το νόημα της ύπαρξης και τη λύτρωση.

H «Τελευταία Επιθυμία», μια παράσταση για τον χρόνο, την επικοινωνία με τον άλλο κόσμο, επαναλαμβάνεται στο H.ug (Human Underground) Art Space. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος και η Κέλλυ Παπαδοπούλου έγραψαν ένα έργο για μια συνομιλία με τον άλλο κόσμο. Στη σκηνή θα δημιουργηθεί ένας κόσμος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ένας χώρος όπου η επιθυμία πραγματοποιείται σαν ένα ζωντανό πηγάδι ευχών. Με έμπνευση από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, τον Σάμουελ Μπέκετ, την ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ και του Γιώργου Σεφέρη αλλά και από προσωπικές αναμνήσεις δημιουργείται ένας χώρος όπου ο χρόνος για λίγο θα σταματήσει, για να συναντήσουμε τους νεκρούς. Σε μια παρατεταμένη στιγμή θα τους ακούσουμε, θα τους αγκαλιάσουμε και θα τους φιλήσουμε για μια τελευταία φορά – αυτή είναι η τελευταία επιθυμία. Στην παράσταση ακούγεται η φωνή του Κώστα Τσιούκα και ερμηνεύουν οι Αντώνης Αντωνόπουλος, Τάσος Καραχάλιος, Γρηγόρης Μπαλλάς, Βασίλης Σαφός, Βασιλική Σουρρή.
