Η Μαριάμ Ρουχάτζε είναι η νικήτρια –μαζί με τη Νοεμή Βασιλειάδου– του φετινού βραβείου «Ελευθερία Σαπουντζή», που έχει θεσπιστεί στη μνήμη της πρόωρα χαμένης ηθοποιού και σκηνοθέτιδας. Η 29χρονη ηθοποιός και μουσικός μιλά για τη σημασία του βραβείου: «Εμείς οι καλλιτέχνες τρέχουμε όλα τα χρόνια, κυνηγάμε δουλειές, κάνουμε τόσα πράγματα και κάποια στιγμή αναρωτιόμαστε αν βλέπει κανείς όλη αυτή την προσπάθεια, αν υπάρχει κάποιος που βλέπει πόσο έχεις κοπιάσει. Αυτό το βραβείο είναι μια αναγνώριση, σημαίνει ότι κάποιοι βλέπουν την προσπάθειά σου και την επίδοσή σου. Ειδικά φέτος που στην επιτροπή υπάρχουν νέοι άνθρωποι, επιτυχημένοι στον χώρο τους, το ότι επιλέγουν εμένα –και τη Νοεμή φυσικά– θεωρώ ότι είναι μια μεγάλη αναγνώριση και μου δίνει πολύ κουράγιο και θάρρος να συνεχίσω για οτιδήποτε θέλω να κάνω στο μέλλον».
Η Μαριάμ αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2018 και είχε κλείσει την πρώτη της δουλειά, με την Κατερίνα Ευαγγελάτου στην «Κωμωδία των παρεξηγήσεων», πριν καλά-καλά τελειώσει τις σπουδές της. Από τότε εργάζεται χωρίς παύση στο θέατρο, ενώ ετοιμάζεται να πάρει μέρος στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας», το μιούζικαλ που ετοιμάζει ο Γιάννης Καλαβριανός στο θέατρο Ακροπόλ. Το επόμενο καλοκαίρι σχεδιάζει να κάνει μια δική της παράσταση.
Το να βρίσκομαι σε μια γενιά ανθρώπων που φέρνουν κάτι καινούργιο, που λένε κάτι το οποίο μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά και τολμούν να πουν καινούργια πράγματα, είναι εξαιρετικό. Το θέατρο και η τέχνη γενικότερα δεν γίνεται μόνο για την τέχνη αλλά γιατί υπάρχει μια ανάγκη στους ανθρώπους να πουν κάτι, να αλλάξουν κάτι και να επικοινωνήσουν με τους άλλους.
Γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας και σε ηλικία έξι ετών ήρθε για διακοπές με τη μητέρα της και τον αδελφό της στην Ιεράπετρα της Κρήτης, όπου ζούσαν και εργάζονταν η γιαγιά της και ο πατέρας της. Η οικογένεια αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα, να ζήσουν ενωμένοι, και η Μαριάμ πήγε στο ελληνικό σχολείο από την Α’ Δημοτικού. «Με τον κόσμο του θεάτρου δεν είχα επαφή, η μουσική με ενδιέφερε, και από επτά ετών άρχισα να μαθαίνω βιολί. Αγαπούσα τη μουσική, να ακούω, να βλέπω ορχήστρες, και το όνειρό μου ήταν να έχω δική μου ορχήστρα ή να είμαι μέλος μιας ορχήστρας, αυτό ήθελα».

Όταν έφτασε στο λύκειο, αποφάσισε μαζί με μια φίλη της να πάνε σε μια θεατρική ομάδα για να κάνουν και κάτι εξωσχολικό και να ξεφεύγουν κατά κάποιον τρόπο από το άγχος του σχολείου και το βάρος των πανελλήνιων εξετάσεων. «Ήταν κάτι που μας άρεσε πάρα πολύ, κάναμε παραστάσεις και στη συνέχεια ανακάλυψα ότι το θέατρο μού έδινε τεράστια χαρά∙ το σχολείο δεν μου άρεσε και εκεί βρήκα ένα καταφύγιο. Με πήγαιναν και έβλεπα όλες τις παραστάσεις που έφταναν στην Ιεράπετρα. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη παράσταση που είδα σε έναν πολύ μικρό χώρο. Όταν τέλειωσε, είπα στη μαμά μου ότι θέλω να γνωρίσω τη σκηνοθέτιδα, την Ελεάννα Καραντινού, και να της πω ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Πήγα και τη ρώτησα τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν είχα ιδέα για όλο αυτό το κομμάτι της Αθήνας, τις δραματικές σχολές, δεν ήξερα τίποτα. Είδε τον ενθουσιασμό μου, μου πρότεινε κομμάτια, είπε ότι θα με βοηθήσει και κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα».
Τη ρωτάω τι σημαίνει να είσαι ξένη, από τη Γεωργία, σε μια τόσο μικρή πόλη. «Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί υπήρχε ρατσισμός απέναντι σε μια χώρα που δεν ήξεραν καν», λέει.
Η Μαριάμ έστειλε από την Ιεράπετρα τις αιτήσεις για να μπει στο Εθνικό και για τις εξετάσεις του υπουργείου. Δεν τα πήγε πολύ καλά την πρώτη χρονιά. «Ήμουνα ένα κορίτσι από ένα χωριό που ξαφνικά βρέθηκε στην πρωτεύουσα και δεν ήξερε πραγματικά τίποτα». Γράφτηκε ωστόσο σε μια σχολή, έκανε έναν πρώτο χρόνο και αποφάσισε να ξαναδώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Πέρασε, μπήκε στη σχολή και ξαφνικά άνοιξε μπροστά της ένας δρόμος και ένας καινούργιος κόσμος. «Ξεκίνησε μια εντελώς διαφορετική εμπειρία μέσα στη σχολή, ειδικά για εμένα που πήγα εκεί αμέσως μετά το σχολείο. Από το χωριό μπήκα στα θέατρα και αυτή ήταν μια μεγάλη αλλαγή».
Δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω αν στο σχολείο ένιωθε άνετα ή ήταν απομονωμένη. «Μιλάμε για τη δεκαετία του 2000 στην Κρήτη. Εύχομαι σήμερα να έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά μιλάμε για μια δεκαετία στην οποία ο ρατσισμός ήταν πολύ συνηθισμένος και αποδεκτός. Την πρώτη σχολική χρονιά ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα γιατί δεν μιλούσα τη γλώσσα, δεν μπορούσα να κάνω φίλους, δεν μου μιλούσε κανείς και δεν μιλούσα σε κανέναν, κι αυτό με έκανε να κλειστώ πολύ ως άτομο, απομονώθηκα πολύ και ήταν κάτι που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου. Στα διαλείμματα, για παράδειγμα, δεν έπαιζα με τα άλλα παιδιά, πήγαινα και σκαρφάλωνα στα δέντρα, έκανα τέτοια πράγματα. Μετά, τα επόμενα χρόνια, έμαθα γρήγορα τη γλώσσα, άρχισα να κάνω φίλους, αν και ήμουν κλειστό παιδί, αλλά βίωσα μεγάλο ρατσισμό από δασκάλους κυρίως και αυτό ήταν το πιο απογοητευτικό στην πορεία των σχολικών μου χρόνων. Κάτι που λέω συχνά είναι πως όταν κάναμε εργασίες και χώριζαν τα παιδιά σε ομάδες, η δασκάλα που είχαμε με έβαζε πάντα σε μια ομάδα μόνο με μετανάστες. Αν και δεν θα έπρεπε να δίνω σημασία, αυτό με καθόρισε, το ότι με ξεχώριζαν εξαιτίας της καταγωγής μου».

Τα πράγματα άλλαξαν όταν η Μαριάμ μπήκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Εκεί ένιωσα αμέσως ότι η καταγωγή μου ήταν όπλο, και όχι εχθρός μου. Στις εξετάσεις μού ζητήθηκε να τραγουδήσω στα γεωργιανά, να χορέψω, και αγκάλιασαν την καταγωγή μου, ένιωσα ότι μπορεί να με βοηθήσει η καταγωγή μου, ότι μπορεί να ενδιαφερθεί κάποιος για μένα χάρη σ’ αυτήν, οπότε βίωσα πολύ όμορφα το κομμάτι της διαφορετικότητας. Στη συνέχεια, είδα στον χώρο του θεάτρου και της τέχνης ανθρώπους να γνωρίζουν τον πολιτισμό της Γεωργίας – υπάρχει μια εκτίμηση στον “ξένο” και το υπόβαθρό του. Εγώ δεν μεγάλωσα εκεί, αλλά κάτι κουβαλάω. Έχω ζήσει σχεδόν όλη μου τη ζωή στην Ελλάδα και νιώθω μέρος αυτού του τόπου που επέλεξα για να ζήσω και να δημιουργώ».
Δεν σταμάτησε να ασχολείται ποτέ με τη μουσική. Μπορεί να σπούδασε θέατρο, αλλά ήταν σε χορωδίες για πολλά χρόνια και έχει εκπαιδευτεί πλήρως στη θεωρία και την αρμονία, ενώ αργότερα άρχισε να μαθαίνει κι άλλα μουσικά όργανα. «Όσο ήμουν στη σχολή, έκανα κιθάρα, ακορντεόν, κρουστά, έγραφα μουσική και όταν αποφοίτησα η μουσική ήταν εφόδιο που μου έδωσε πολλές δουλειές. Τώρα πια στον χώρο του θεάτρου σού ζητείται να κάνεις τα πάντα και αν έχεις δεξιότητες στη μουσική, τραγουδάς, παίζεις ένα μουσικό όργανο, είναι πολύ βοηθητικό. Με έχει βοηθήσει πολύ η μουσική σε ό,τι κάνω».
Η Μαριάμ έχει φτιάξει το συγκρότημα «Πενταγώνια» που το αποτελούν πέντε κορίτσια τα οποία κάνουν πενταφωνίες με βάση το παραδοσιακό τραγούδι. «Το ενδιαφέρον σε αυτό το σχήμα είναι πώς όλες είμαστε ηθοποιοί, οπότε όλο αυτό το κομμάτι της εκφραστικότητας, της μουσικής και της παράδοσης δεν βγαίνει από πέντε τραγουδίστριες αλλά από ηθοποιούς που μπορούν να ερμηνεύσουν. Οι πρόβες μας είναι μια διαδικασία θεατρικής πρόβας», λέει.
Μια σημαντική στιγμή στη διαδρομή της είναι η πρώτη της σκηνοθεσία το 2023. «Εκεί ένιωσα ότι κάτι αλλάζει και ότι υπάρχουν κι άλλες δυνατότητες πέρα από το να είμαι ηθοποιός. Σκηνοθέτησα μαζί με τον Πάνο Ζυγούρο την παράσταση “Πατούσες”. Τα κάναμε όλα μόνοι μας, ήταν κάτι χειροποίητο, από τα κείμενα και τη μουσική μέχρι την παραγωγή. Αφοσιωθήκαμε σε αυτό με όλες μας τις δυνάμεις και τα μέσα. Βλέποντας το αποτέλεσμα, νομίζω ότι ήταν μια στιγμή που άλλαξε την πορεία μου ως καλλιτέχνιδας. Κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει και η σκηνοθεσία και αυτό το καλοκαίρι σκηνοθετήσαμε μια παράσταση στο πλαίσιο του “Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός” με τον Πάνο Ζυγούρο σε κείμενο του Κωνσταντίνου Ζωγράφου, στο νεκρομαντείο του Αχέροντα, την “Επιστροφή στο μέλλον”. Ήταν εξαιρετική εμπειρία και εκεί είδα πόση ανάγκη έχουν οι άνθρωποι έξω από την Αθήνα, πόσο διψούν να δουν θέατρο».



Μιλώντας για τη γενιά της μέσα στο θέατρο, λέει ότι βλέπει να υπάρχει ελπίδα, κατανόηση και αλληλεγγύη. «Χαίρομαι πολύ να δουλεύω με νέους ανθρώπους στο θέατρο, και δεν εννοώ μόνο την ηλικία αλλά και τη νεανικότητα στο βλέμμα, στην αντιμετώπιση. Τότε ξέρεις ότι θα περάσεις καλά σε μια δουλειά. Δεν υπάρχει λόγος να υποφέρουμε πηγαίνοντας να κάνουμε πρόβα. Νομίζω ότι όλη αυτή η δουλειά που κάνουμε έχει σκοπό να κάνει τη ζωή μας, και τη δική μας και των ανθρώπων που έρχονται να μας δουν, λίγο καλύτερη. Το να βρίσκομαι σε μια γενιά ανθρώπων που φέρνουν κάτι καινούργιο, οι οποίοι λένε κάτι που μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά και τολμούν να πουν καινούργια πράγματα, είναι εξαιρετικό. Το θέατρο και η τέχνη γενικότερα δεν γίνεται μόνο για την τέχνη αλλά γιατί υπάρχει μια ανάγκη στους ανθρώπους να πουν κάτι, να αλλάξουν κάτι και να επικοινωνήσουν με τους άλλους».
Για το τέλος αφήνει κάτι σημαντικό, μια δραστηριότητα που αγαπά πολύ. Έχει μια θεατρική ομάδα αποτελούμενη από παιδιά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου που είναι όλα μετανάστες από τη Γεωργία. Δουλεύουν μαζί εδώ και τρία χρόνια. «Θέλω να δημιουργήσω ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήθελα να έχω υπάρξει κι εγώ ως παιδί», λέει. «Κάποια παιδιά δεν μιλούν ελληνικά και ξέρω καλά πώς είναι αυτό. Είναι πολύ συγκινητικό το πώς αλλάζει η ζωή αυτών των παιδιών μέσα από το θέατρο και πώς μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα».