Το όνομά της είναι συνώνυμο της ελευθερίας στον χορό, είναι η θρυλική δημιουργός που, αψηφώντας τις δυσκολίες και τους κανόνες της τέχνης της στην εποχή της, την ανανέωσε: υπερέβη κάθε εμπόδιο, ξεπέρασε τους περιορισμούς, άνοιξε νέους ορίζοντες. Όπως καμία άλλη χορογράφος, η Πίνα Μπάους έγραψε την ιστορία του χορού στον 20ό αιώνα με τις ποιητικές της εικόνες, με έργα στα οποία πειραματιζόταν διαρκώς, εξερευνώντας τα βασικά κίνητρα των ανθρώπων.
Με την ασυνήθιστη μουσική, με τη σύνθεση της ανθρώπινης κίνησης σε ελεύθερα κολάζ εμποτισμένα με έννοιες, ιδέες και ανθρώπινες πράξεις, μοιράστηκε με τους χορευτές και το κοινό αυτό που μας συγκινεί και μας συναρπάζει, τους φόβους, τις χαρές και τις αναζητήσεις μας, ακολουθώντας αυτά που έμαθε από τον δάσκαλό της Κουρτ Γιόος, πρωτοπόρο του επαναστατικού γερμανικού κινήματος Ausdruckstanz (εκφραστικός χορός) των δεκαετιών του 1920-1930, που ήθελε ειλικρίνεια στην προσέγγιση της πραγματικότητας και ακρίβεια στην ανάπτυξη της φόρμας.
Η Πίνα Μπάους παρατηρεί την καθημερινή ζωή και την ανυψώνει σε ονειρική ομορφιά. Όσα πρότεινε, το χιούμορ και το φαινομενικά άσχημο, που στην αρχή φαινόταν παράδοξο, έγιναν κατανοητά σταδιακά και, με την πάροδο των ετών, έγινε σαφές τι ακριβώς ήταν το χοροθέατρο, που δεν λειτουργούσε απλώς ως πρόκληση, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια της, ως «ένας χώρος όπου μπορούμε να συναντηθούμε».
Η Πίνα Μπάους είναι η πιο πολυσυζητημένη προσωπικότητα του χορού στον 20ό αιώνα και στον αιώνα που διανύουμε, γιατί εισήγαγε την έννοια του χοροθεάτρου, επηρεάζοντας με την προσέγγισή της όχι μόνο τις δυο τέχνες (χορό και θέατρο) αλλά και όλες όσες συνδέονται με αυτές. Έγινε μύθος γιατί δεν υπάρχει πιο ανθρωποκεντρική, γνήσια προσέγγιση στην κίνηση από αυτή που μας έμαθε να βλέπουμε στα έργα της. Όταν άλλαξε το όνομα του συνόλου της από «μπαλέτο» σε «Tanztheater» (χοροθέατρο) προκάλεσε αλληλοσυγκρουόμενα, ακραία συναισθήματα, μεγάλη ενόχληση ή γνήσιο ενθουσιασμό. Ωστόσο, επέμεινε να δουλεύει με συνδυασμούς χορευτικού και θεατρικού λεξιλογίου, δημιουργώντας μια σαφή χορογραφική γλώσσα που στόχο έχει να προκαλεί συναισθήματα.

Δημιούργησε μια καινοτόμο αισθητική, ποικίλους και αξεπέραστους ποιητικούς εικαστικούς χώρους και περιβάλλοντα, με τη σκηνή της όπερας ή του θεάτρου να μετατρέπεται σε τοπίο, επηρεάζοντας τις κινήσεις των χορευτών, με κοστούμια άλλοτε κομψά και άλλοτε παράλογα, με μουσικές και τραγούδια εμποτισμένα με μνήμες, αγωνίες και ήττες, με τη μεγαλοσύνη και τη μικρότητα, τα πάθη και τα βάσανα των ανθρώπων, υμνώντας την αγάπη και τη μοναξιά και πάνω απ’ όλα την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Η Πίνα Μπάους παρατηρεί την καθημερινή ζωή και την ανυψώνει σε ονειρική ομορφιά. Όσα πρότεινε, το χιούμορ και το φαινομενικά άσχημο, που στην αρχή φαινόταν παράδοξο, έγιναν κατανοητά σταδιακά και, με την πάροδο των ετών, έγινε σαφές τι ακριβώς ήταν το χοροθέατρο, το οποίο δεν λειτουργούσε απλώς ως πρόκληση, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια της, ως «ένας χώρος όπου μπορούμε να συναντηθούμε».
Η παράσταση-σταθμός όπως την οραματίστηκε η Πίνα Μπάους
Ένας τέτοιος χώρος είναι το Kontakthof, παράσταση-σημείο αναφοράς στο έργο της, που στοχεύει στη δημιουργία μιας στοιχειώδους εμπειρίας ζωής στην οποία κάθε θεατής καλείται να συμμετάσχει μαζί με τους χορευτές. Αποτελεί και σήμερα παράδειγμα μιας χορογραφικής γλώσσας γενναιόδωρης και απόλυτα γοητευτικής, που προσκαλεί τους θεατές να συμφιλιωθούν με τη ζωή και να εμπιστευτούν το θάρρος και τη δική τους δύναμη για να συνεχίσουν να ζουν.
Το Kontakthof, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1970, όταν η Πίνα Μπάους εδραίωσε τη θέση της στο σύμπαν του χορού παρουσιάζοντας τον κόσμο και τους ανθρώπους μέσα σε αυτό με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο, ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο από τις 17 Δεκεμβρίου, σε σύμπραξη με το Pina Bausch Foundation, 37 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του στην Ελλάδα, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, τον Σεπτέμβριο του 1988. Η ιστορική σκηνική αναβίωση της εμβληματικής παράστασης γίνεται για πρώτη φορά με ελληνικό θίασο, ταλαντούχους ερμηνευτές και ερμηνεύτριες από την Ελλάδα που επιλέχθηκαν ειδικά γι' αυτή την παραγωγή υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση των Τζόζεφιν Αν Έντικοτ, μέλους του αρχικού θιάσου του χοροθεάτρου του Βούπερταλ, και του Δάφνι Κόκκινου, σε συνεργασία με τον Σκοτ Τζένινγκς και την Aν Mάρτιν, διευθυντές προβών του Pina Bausch Foundation.

Το Kontakthof αποτελεί μία από τις πιο συναρπαστικές παραστάσεις του παγκόσμιου χοροθεάτρου και κομβικό παράδειγμα της μακροχρόνιας συνεργασίας της Πίνα Μπάους με τον Ρολφ Μπόρτσικ, διαμορφωτή του εικαστικού της σύμπαντος στα πρώτα, καθοριστικά χρόνια του Tanztheater Wuppertal. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1978 στο Opernhaus Wuppertal με τους χορευτές του Tanztheater Wuppertal, ενώ στη συνέχεια, επιχειρώντας να δώσει νέα διάσταση στο ερώτημα «Τι σημαίνει “επαφή” σε κάθε ηλικία;», ανέβηκε το 2000 ως εκδοχή με «κυρίες και κυρίους άνω των 65 ετών» και το 2008 με ερασιτέχνες εφήβους από 14 έως 18 χρόνων.
Ως παράδειγμα του έργου της Πίνα Μπάους, δημιουργημένου σε μια εποχή που αυτό άρχιζε να λαμβάνει διεθνή αναγνώριση, προσκαλεί τους ανθρώπους να γνωριστούν και να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Είναι ένα έργο που παραμένει απαλλαγμένο από ιδεολογίες και δόγματα και κοιτάζει τον κόσμο με όσο το δυνατόν λιγότερες προκαταλήψεις, ερευνώντας τη ζωή σε όλες τις πτυχές της, με μικρές σκηνές και πολλούς χορευτές να συναρμολογούν μια παγκόσμια εικόνα τεράστιας πολυπλοκότητας, γεμάτη εκπληκτικές ανατροπές.


«Το Kontakthof», έλεγε η Πίνα Μπάους, «είναι ένας τόπος όπου συναντιούνται άνθρωποι που αποζητούν επαφή. Να δείξεις τον εαυτό σου, να τον αρνηθείς. Με φόβους. Επιθυμία. Απογοητεύσεις. Απελπισία. Πρώτες εμπειρίες. Πρώτες απόπειρες. Τρυφερότητα και ό,τι προκύπτει απ’ αυτή – αυτό ήταν σημαντικό θέμα στο έργο. Ένα άλλο, για παράδειγμα, ήταν το τσίρκο. Να αποκαλύπτεις πτυχές του εαυτού σου, να ξεπερνάς τον εαυτό σου». Η χορογράφος που έλεγε πως δεν ενδιαφερόταν μόνο «για το πώς κινούνται οι άνθρωποι αλλά και για το τι τους κινεί», τα συναισθήματα, την επιθυμία, την ανασφάλεια, την ανάγκη για επικοινωνία, τη μοναξιά, ονόμασε το έργο της Kontakthof, λέξη που παραπέμπει σε αυλές όπου οι γυναίκες περίμεναν να τις προσεγγίσουν άνδρες για συντροφιά.
Τοποθετεί άνδρες με σκούρα κοστούμια και γυναίκες με βραδινά φορέματα και ψηλοτάκουνα παπούτσια σε μια σκηνή που θυμίζει μια πληκτική αίθουσα χορού. Φορούν ρούχα ασυνήθιστα για χορευτές, ποιητικά και στενά συνδεδεμένα με την καθημερινότητα. Σε αυτό το έργο είναι καθοριστικός ο ρόλος του συντρόφου της και συνδημιουργού του έργου Ρολφ Μπόρτσικ, που έφυγε από τη ζωή το 1980, στον οποίο αδιαμφισβήτητα οφείλουμε το πρόσωπο που κατάφερε να δώσει στο χοροθέατρο τα επτά χρόνια που συνεργάστηκαν. Ο Μπόρτσικ έδωσε μια εντελώς νέα οπτική στους χώρους και στα ρούχα χορού, που είναι βγαλμένα από την καθημερινή ζωή, αλλά ταυτόχρονα κομψά και πολυτελή − το έργο του παραμένει επιδραστικό για χρόνια μετά τον θάνατό του.

Η Πίνα Μπάους χρησιμοποιούσε συχνά ποπ και λαϊκά τραγούδια και στίχους για να αποτυπώσει συγκεκριμένες διαθέσεις. Εδώ χρησιμοποιεί γερμανικά δημοφιλή τραγούδια της δεκαετίας του 1930, τζαζ και τάνγκο με απατηλά γοητευτικούς και γλυκανάλατους πολλές φορές στίχους, για να αποτυπώσει τις διαθέσεις των ανθρώπων που συναντιούνται στη σκηνή και την επιθυμία για αγάπη, τη μάταιη ελπίδα ότι το άλλο άτομο μπορεί να εκπληρώσει τις ανικανοποίητες επιθυμίες μας, έναν αγώνα που εκτυλίσσεται στις τελετουργίες του Kontakthof.
Σήμερα σε αυτές τις συναντήσεις των ανθρώπων διακρίνουμε κι άλλες ποιότητες, πιο περίπλοκες, εκτός από τη λαχτάρα για οικειότητα, την ωμή και μερικές φορές παράλογη φύση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μαζί με τον στοχασμό πάνω στην ερωτοτροπία, μαζί με τις σχέσεις ανδρών και γυναικών κάτω από την επιφάνεια της ευγένειας, τη βία, τη ζήλια, τη διεκδίκηση, τα παιχνίδια εξουσίας και την αντιπαλότητα, την αποπλάνηση και την απομάγευση. Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις είναι γεμάτος χιούμορ αλλά και ανελέητος, συμβαίνει με έναν τρόπο βαθιά οικείο και ενοχλητικό, με μια αλληλουχία κινήσεων και μια σειρά σκηνών που λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένος μηχανισμός που μπορεί να σκοντάφτει αλλά καταφέρνει τελικά να επαναλαμβάνει συνεχώς τα βήματά του.

Στο Kontakthof, η Πίνα Μπάους πειραματίζεται με τα συναισθήματα πιο συχνά ίσως από όσο σε κάθε άλλο έργο της. Την τάση της να επαναλαμβάνει σκηνές και χειρονομίες την αιτιολογεί λέγοντας: «Η επανάληψη δεν είναι επανάληψη. Η ίδια πράξη σε κάνει να νιώθεις κάτι εντελώς διαφορετικό στο τέλος. Επαναλαμβάνω κάτι και μετά από τρεις φορές το άτομο πρέπει να αντιδράσει». Ως άτομο εννοεί τόσο τον χορευτή όσο και τον θεατή. Τους χορευτές της τους έχει αγαπήσει πολύ. «Νομίζω ότι είναι όμορφοι», λέει. «Δεν εννοώ την εξωτερική ομορφιά, προσπαθώ να δείξω πόσο όμορφοι είναι εσωτερικά. Εκθέτουν τις πραγματικές ψυχικές τους πληγές στη σκηνή, κάτι που μπορεί να φαίνεται άσχημο, αλλά για μένα είναι όμορφο». Ακόμα και σήμερα, χορευτές από όλο τον κόσμο ονειρεύονται να ενταχθούν στην ομάδα της.
H αναβίωση της παράστασης στο Εθνικό

Στη σκηνή του Τσίλερ, ένα δυναμικό ensemble από 23 ερμηνευτές/-τριες από 21 έως 55 χρονών συναντιέται, συγκρούεται, αναζητά οικειότητα και στοργή, με τη σκηνική τους παρουσία να προκαλεί μια συνεχή πίεση για αυτοπροβολή. Τεντώνουν τα χέρια, χτενίζουν τα μαλλιά τους, δείχνουν τα δόντια τους, σαν να μετρούν την «αγοραστική» τους αξία, προτού παραδοθούν σε υπερβολικές χειρονομίες, υστερικά γέλια, στην «ανταμοιβή» του χλιαρού χειροκροτήματος, στην εξάντληση. Μέσα από την ανάγκη τους για σύνδεση, με τον φόβο της έκθεσης και της απόρριψης, τη μέγιστη ακρίβεια και ειλικρίνεια, δοκιμάζουν τι φέρνει τον καθένα πιο κοντά στην ευτυχία και τι τον απομακρύνει από αυτήν.
Το Kontakthof, όπως πολλά έργα της Πίνα Μπάους, δημιουργήθηκε με τους χορευτές να συνεισφέρουν χειρονομίες και ιδέες. Απέναντί μου κάθονται η Τζόζεφιν Αν Έντικοτ, μέλος της αρχικής διανομής του 1978 και επί χρόνια βοηθός της Πίνα, ο Δάφνις Κόκκινος, μέλος του Tanztheater Wuppertal από το 1993, η Αν Μάρτιν, επίσης μέλος της αρχικής διανομής, και ο Σκοτ Τζένινγκς, διευθυντής προβών του ιδρύματος, που έχουν αναλάβει και την καλλιτεχνική διεύθυνση της παράστασης στο Εθνικό Θέατρο.
Όταν ρωτώ πόσο έτοιμοι είναι μου απαντούν: «Δεν λέμε ότι είναι έτοιμο, λέμε ότι είναι στον σωστό δρόμο». Ωστόσο δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για την ομάδα που επέλεξαν, λέγοντας ότι «είναι μια εξαιρετική εμπειρία να είμαστε εδώ με όλους αυτούς τους ηθοποιούς με την απίστευτη ενέργεια». Η αρχική συζήτηση –μια πρώτη ιδέα να έρθει η παράσταση στην Αθήνα– ανάμεσα στη Δηώ Καγγελάρη και τον Δάφνι Κόκκινο πήρε σάρκα και οστά όταν η καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού, Αργυρώ Χιώτη, ανέλαβε να πείσει τους ανθρώπους του Ιδρύματος Πίνα Μπάους να αναβιώσουν στο Εθνικό Θέατρο το Kontakthof ως μέρος μιας κληρονομιάς στην οποία εκείνοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους, όπως και στον τρόπο με τον οποίο κρατούν αυτή την κληρονομιά ζωντανή, σύγχρονη και σχετική με την εποχή μας.
«Αυτό σημαίνει να βλέπεις το έργο και να μην καταλαβαίνεις πόσα χρόνια έχουν περάσει από την εποχή που δημιουργήθηκε», λέει η Τζόζεφιν Αν Έντικοτ. «Έχουμε κάνει την παράσταση με teenagers και seniors, είπαμε “γιατί όχι και με ηθοποιούς;” Κάναμε επί τρείς ημέρες ακροάσεις και πήραμε ηθοποιούς που δεν υποκρίνονταν, δεν θέλαμε να δούμε υποκριτική. Μας άρεσε πολύ ο κόσμος που διαλέξαμε, ταίριαξε απόλυτα στους ρόλους για τους οποίους τους επιλέξαμε. Η δουλειά είναι στο επίπεδο που θέλουμε, συνεπώς πρόκειται για μια εξαιρετική εμπειρία».



Η 75χρονη Έντικοτ που κατάγεται από την Αυστραλία έχει περάσει περισσότερη από τη μισή ζωή της σε αυτή την ομάδα, από το 1973 συγκεκριμένα, όταν πρωτοσυναντήθηκε στο Λονδίνο με την Πίνα Μπάους, που τότε ξεκινούσε το Χοροθέατρο στο Βούπερταλ. «Με ακούμπησε στον ώμο, με ρώτησε αν ήθελα δουλειά και γύρισα και την κοίταξα. Τα μάτια της ήταν τόσο γαλάζια, δεν είχα δει καμία πιο όμορφη από την Πίνα, με τα μακριά της χέρια, τα μακριά της μαλλιά και τα μακριά της πόδια. Εγώ τότε δεν ήμουν ένας μίσχος, ήμουν διαφορετική, λίγο χοντρή, λίγο πιο σκουρόχρωμη, αλλά της άρεσα ακριβώς όπως ήμουν. Και έφτασα σε μια πόλη που δεν ήξερα πού βρισκόταν, για να δουλέψω με μια χορογράφο που δεν μπορούσα να προφέρω το όνομά της. Έμεινα εκεί γιατί με γοήτευσε από την αρχή και για πολλά χρόνια είχαμε μια σχέση αγάπης- μίσους. Το Kontakthof ήταν το πρώτο έργο στο οποίο δούλεψα με την Πίνα και κάθε στιγμή είναι γραμμένη στη σάρκα μου, δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει μέσα μου».
Την ίδια επίδραση είχε το έργο της Πίνα Μπάους στον νεότερο της ομάδας των διευθυντών προβών, τον 37χρονο Σκοτ Τζένινγκς, που αποφάσισε να γίνει χορευτής στα 14, φοίτησε σε καλλιτεχνικό σχολείο και σε ηλικία 23 ετών είδε τα δέκα έργα της Πίνα Μπάους που είχαν ταξιδέψει στο Λονδίνο στο πλαίσιο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. «Έστειλα το βιογραφικό μου χωρίς να βάλω ηλικία γιατί ήμουν μικρός –και ίσως όχι ώριμος ως χορευτής– και με κάλεσαν να κάνω οντισιόν στο Βούπερταλ. Όλα ήταν αβέβαια, αλλά ήξερα ότι ήθελα να ζω μέσα σε αυτόν τον κόσμο», λέει.
Για τους ανθρώπους που κάθονται απέναντί μου και όλοι έχουν χορέψει το «Kontakthof», αυτή δεν είναι μια δουλειά, είναι όλη τους η ζωή. «Αγαπάμε αυτό που κάνουμε, με θυσίες, με το να δουλεύουμε πολύ για το κομμάτι που διδάσκουμε, αλλά αυτό κρατά το πνεύμα μας ζωντανό», λέει η Έντικοτ. «Δεν πρόκειται μόνο για διδασκαλία χορού, είναι μια διαδικασία, μαθαίνεις να ενθαρρύνεις τους νέους ανθρώπους να βγουν από το κουτί τους, γιατί οι νέοι αυτοί άνθρωποι αλλάζουν το κομμάτι με την ενέργειά τους και όταν γίνει η πρεμιέρα αυτοί είναι που θα το πάρουν μαζί τους, είναι η περιουσία τους. Πρέπει να το νιώσει ο καθένας· αν δεν το αγαπήσεις, δεν μπορεί να το κάνεις. Όλοι εμπλεκόμαστε, είμαστε μέρος αυτού του κόσμου, συνδημιουργοί, τηρώντας αυτό που έλεγε η Πίνα “να κοιτάξεις και να νιώσεις”».


Η Aν Mάρτιν, μία ακόμα εμβληματική χορεύτρια του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ, επισημαίνει ότι «σε παλιά κομμάτια, το να διδάξεις τις κινήσεις και το σχήμα της παράστασης δεν σημαίνει τίποτα. Το έργο αυτό σχετίζεται με αισθήματα και με την ανθρώπινη κατάσταση, κάτι που δεν παλιώνει ποτέ».
Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα πολύ μικρό χωριό της Ελβετίας, ξεκίνησε χορό αργά, στα 17 της, όταν είδε την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Μπεζάρ και είπε: «Θα χορέψω ή θα πεθάνω». Όλοι της έλεγαν: «Είσαι πολύ αδύνατη, πολύ ψηλή και πολύ μεγάλη για να κάνεις χορό». Όταν ζήτησε δουλειά, η Πίνα Μπάους –την είχε δει όταν πήγε στο Νανσί με τα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα και έχασε τον ύπνο της για μια εβδομάδα–, της είπε απλώς: «Α, είσαι η ψηλή κοπέλα με τα κοντά μαλλιά» και την πήρε στην ομάδα, όπου έμεινε δώδεκα χρόνια.
«Εμείς θέλουμε να αναδείξουμε τις ποιότητες των ερμηνευτών», λέει. «Δεν πρέπει να τους συγκρίνουμε με την αύρα των πρώτων χορευτών που διαρκεί και υπάρχει για πάντα. Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν μέσα στον ρόλο τους, έτσι μόνο μπορεί να συμβεί αυτή η διαδικασία και να είναι ζωντανή αυτή η κληρονομιά, αλλιώς θα ήταν μια αντιγραφή».

«Η Πίνα ζητούσε από εμάς να είμαστε ο εαυτός μας», λέει ο Δάφνις Κόκκινος, που έφτασε στο Βούπερταλ έχοντας δει στο Ηρώδειο, ως μαθητής στην Κρατική Σχολή Χορού, την Ιεροτελεστία της Άνοιξης, το Café Müller με την Πίνα Μπάους και το Kontakthof, και αποφάσισε ξετρελαμένος να πάει στο Βούπερταλ και πουθενά αλλού. Όταν τον οδήγησαν στην Πίνα, είπε: «Γεια σας, είμαι χορευτής από την Κρήτη και αγαπώ τη δουλειά σας». Η Πίνα σηκώθηκε και αγκάλιασε το αδύνατο, ντυμένο στα μαύρα φοβισμένο αγόρι, του επέτρεψε να κάνει μαθήματα, να γυμνάζεται και να βλέπει τις πρόβες της και όταν έκανε οντισιόν, τον πήρε στην ομάδα.
Ήταν η πρώτη και τελευταία οντισιόν που έκανε στη ζωή του. Βασικό στέλεχος του Χοροθεάτρου του Βούπερταλ από το 1993, βοηθός της θρυλικής χορογράφου από το 2002 μέχρι τον θάνατό της, λέει ότι «με την Πίνα το έμαθα πολύ καλά αυτό: πώς μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. Αυτό μας κάνει σίγουρα πλούσιους ως ανθρώπους. Η πολυμορφία και η διαφορετικότητα είναι πλούτος – και τη δουλέψαμε πάρα πολύ αυτήν τη διαφορετικότητα του καθενός. Μας ενδιέφερε όπως ακριβώς ήταν, με τις δυνατότητες που είχε, όλοι μας ανακαλύπταμε πράγματα που ούτε καν ξέραμε ότι υπήρχαν μέσα μας. Αυτό κάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας στην πρόβα. Η Πίνα με βοήθησε πολύ να ανακαλύψω όλα αυτά που αγνοούσα ότι διέθετα: τον δικό μου ρυθμό, τις δικές μου δυνατότητες. Δουλεύουμε πολύ πάνω σε αυτό, στο να ανακαλύψει ο καθένας από τους ερμηνευτές δικά του πράγματα και να τα κάνει όσο πιο αληθινά μπορεί. Αυτό που μπορεί να ακούγεται πολύ θεωρητικό, είναι ένα πολύ βασικό μέρος της δουλειάς. Δεν ζητάμε να παίξουν ένα ρόλο, αλλά να υπάρχουν και να αισθάνονται».
«Kontakthof», Pina Bausch
Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή Κτιρίου Τσίλερ
Πρεμιέρα: 17/12/25
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Josephine Ann Endicott, Δάφνις Κόκκινος
Διεύθυνση δοκιμών: Scott Jennings, Anne Martin
Προσαρμογή σκηνικού: Gerburg Stoffel
Προσαρμογή κοστουμιών: Petra Leidner
Προσαρμογή φωτισμών: Jo Verlei
Σύμβουλος ήχου: Karsten Fischer
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Μετάφραση των κειμένων στα ελληνικά: Γιώργος Δεπάστας
Ερμηνεύουν: Θ. Ακοκκαλίδης, Α. Βαρδαξόγλου, Β. Βολιώτη, Κ. Γεβετζή, Δ. Γεωργιάδης, Μ. Δάρα, Δ. Δρακοπούλου, Ν. Ζιάζιαρης, Ν. Καλογεροπούλου, Δ. Κολλιός, Μ. Κόντη, Ν. Κουσούλης, Κ. Κοντογεωργόπουλος, Ν. Λεκάκης, Έ. Μάγκου, Δ. Μανδρινός, Ι. Μπάστας, Α. Όσπιτση, Ε. Παντελάκη, Π. Θεοφανόπουλος, Έ. Σίσκου, Β. Σκοπετέα, Σ. Στριμπάκου