Τι συμβαίνει όταν μια νύχτα ένα νέο παιδί, μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη ενός ανθρώπου, ο οποίος το είχε παλιότερα βιάσει, εξομολογείται κάποια τραυματικά περιστατικά από το παρελθόν του στην κολλητή του; Γιατί τα θύματα βιασμού –ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία ή σεξουαλικότητα– που βρίσκουν το κουράγιο να καταφύγουν στη Δικαιοσύνη υποχρεώνονται συχνά να βιώνουν ξανά και ξανά τον βιασμό τους στην αίθουσα του δικαστηρίου; Μήπως επειδή τα φέρνει σε αυτήν τη θέση η έως και αντιδεοντολογική συμπεριφορά της υπεράσπισης του θύτη, με την ανοχή ή και τη «σύμπνοια» της έδρας κάποιες φορές;
Πώς είναι να προσπαθούν να αποφύγουν τη μία «νάρκη» μετά την άλλη σε μια επιχείρηση αντιστροφής των ρόλων θύματος-θύτη, δεχόμενα επίμονες ερωτήσεις τύπου «τι ώρα πήγες εκεί», «γιατί πήγες», «τι φόραγες», «γιατί ήσουν έξω τέτοια ώρα» κ.λπ.; Με αφορμή την παράσταση Μέσα στο ναρκοπέδιο μού είπαν πως θα μάθω να χορεύω, ρωτώ αρχικά τον Ιώκο πώς ξεκίνησε η ιδέα αυτή για τη συνεργασία με τη δημοσιογράφο-σεναριογράφο Μαρία Λούκα, και συγγραφέα του έργου, και τη σκηνοθέτιδα (και καλή ποιήτρια) Παυλίνα Μάρβιν και αν σε αυτό υπάρχουν και κάποια βιώματα δικά του ή οικείων σε αυτόν προσώπων. «Όχι, και όσο για το περιβάλλον μου, ακόμα και αν υπήρχαν τέτοια βιώματα, δεν θα μπορούσα, δεν θα μου επιτρεπόταν να τα εκθέσω», απαντά.
«Πολλές φορές δεν λέμε oύτε στον κολλητό μας ότι μας πλήγωσε αυτό που μας είπε, πόσο μάλλον να εξομολογηθούμε κάτι τόσο τραυματικό. Μιλώντας γι' αυτό, το θετικό είναι ότι μπορείς κάπως να μάθεις να κάνεις το τραύμα πετούμενο πουλί».
Η ιδέα, λέει, προέκυψε μετά από πρόταση των δύο γυναικών που τον είχαν δει πέρσι στις «Θρυλικότητες» (σ.σ. η εν λόγω παράσταση ανεβαίνει ξανά φέτος στις 20/11 στο Baumstrasse): «Υπήρξε μια ωραία συνεννόηση μεταξύ μας, ένιωσα εγγύτητα και ασφάλεια. Η Μαρία και η Παυλίνα έκαναν εξαιρετική δουλειά, ήταν τρυφερές και προσεκτικές στην προσέγγισή τους, συζητήσαμε επίσης αρκετά πάνω στο πώς θα μπορούσε να αποδοθεί όσο γίνεται πιο ζωντανά ένα τέτοιο κείμενο. Πολύ καλή “χημεία” υπήρξε εξάλλου και με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης».
 Αναφερόμαστε στις πολυάριθμες περιπτώσεις θυμάτων βιασμού τα οποία, παρότι βρήκαν το θάρρος να καταγγείλουν και να οδηγήσουν τους βιαστές τους στο δικαστήριο, βρέθηκαν τα ίδια «κατηγορούμενα», τρόπον τινά, επειδή, για παράδειγμα, κυκλοφορούσαν έξω «λάθος ώρα» ή φορούσαν «λάθος ρούχα», είτε λόγω των συνεχών αναβολών αποθαρρύνθηκαν και δεν εμφανίστηκαν στη δίκη.
Ο Ιώκο έχει υπόψη του αυτές τις υποθέσεις, κάποιες από τις οποίες είχαν κιόλας λάβει μεγάλη δημοσιότητα, αλλά παρότι η παράσταση εμπνέεται από αληθινή ιστορία –από την οποία ελήφθησαν κάποια στοιχεία με τη συγκατάθεση του θύματος–, καθώς επίσης από συλλογικές εμπειρίες σεξουαλικής βίας, λέει πως δεν «φωτογραφίζει» συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις· δεν χρειάζεται άλλωστε. Η κουβέντα πάει αναπόφευκτα στο πόσο πιο δύσκολο είναι ειδικά για ένα αγόρι ή έναν άντρα να καταγγείλει έναν βιασμό, καθώς αυτό αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο κοινωνικό ταμπού. Ένα αρσενικού γένους άτομο θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερη φυσική δύναμη, άρα, αν δεν μπόρεσε να αποφύγει έναν βιασμό, πιθανότατα συναίνεσε λίγο-πολύ σε αυτόν, ειδικά αν είναι γκέι ή στο φάσμα του queer – η κοινωνία είναι πιο ανάλγητη σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, έχει γίνει αρκετός λόγος για τους «εκδικητικούς» βιασμούς όχι μόνο γυναικών αλλά και ανδρών στη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων ή επιδρομών συμμοριών ιδίως στην Αφρική (αρκετά τέτοια περιστατικά έχουν καταγγελθεί και στον άγριο εμφύλιο που συνεχίζεται στο Σουδάν). Πέρα από το προσωπικό κόστος, το στίγμα που φέρουν τα εν λόγω θύματα συνεπάγεται την απομόνωση ακόμα κι από τις ίδιες τις οικογένειες ή τις κοινότητές τους.
«Νομίζω ότι όλο αυτό σχετίζεται με μια βαθιά προβληματική νοοτροπία που παραπέμπει σε ανθρώπους της εποχής των σπηλαίων», θα πει ο Ιώκο. «Μια νοοτροπία που δεν έχουμε, φαίνεται, αποτινάξει, παρά τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης που έχουν μεσολαβήσει. Τύποι που επειδή η εξέλιξη των γεννητικών τους οργάνων έτυχε να είναι αυτή που είναι νομίζουν ότι μπορούν να γαμήσουν όλο τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ένα δεινό ον που έχει κάθε δυνατότητα να κάνει τον κόσμο να ανθήσει, κάποιοι όμως επιλέγουν να καταστρέφουν τους άλλους επειδή ο μπαμπάκας και η μαμάκα τους δεν τους αγάπησαν ποτέ. Όμως πρέπει κάπως, κάποτε, να σταματήσει αυτό το κακό ανέκδοτο! Και αν δεν συζητάμε τόσο για τα αγόρια θύματα βιασμών, είναι επειδή είναι τόσο έντονη η αυτοενοχοποίηση ώστε κάποια ντρέπονται να εμφανιστούν στο δικαστήριο ακόμα κι αν έχουν μηνύσει τον βιαστή τους. Άλλα φοβούνται, άλλα “εξαφανίζονται”, άλλα πάλι δεν τολμούν να το ομολογήσουν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό – τη θέση αυτής της μνήμης καταλαμβάνει ένα κενό», συνεχίζει.
Όμως ο βιασμός δεν αφορά μόνο τον βίαιο εξαναγκασμό ενός ατόμου σε μια σεξουαλική πράξη, αφορά επίσης παραβιαστικές πράξεις ή πρακτικές μεταξύ ανθρώπων που έχουν αρχικά συναινέσει να συνευρεθούν ερωτικά. Ακόμα και μέσα σε μια σχέση ή έναν γάμο μπορεί να υπάρξει βιασμός, κάτι που στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκε μόλις το 2006, θυμάται ο Ιώκο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο βιασμός είναι σε μεγάλο βαθμό ταμπού ακόμα και μέσα στην γκέι κοινότητα, παρότι ούτε εκεί είναι άγνωστος ως πρακτική. Η πατριαρχία και γενικότερα οι εξουσιαστικές, κυριαρχικές συμπεριφορές ανιχνεύονται σε όλο το κοινωνικό φάσμα.
«Θα επιμείνω ότι η στάση μας απέναντι σε παραβιαστικές συμπεριφορές είναι θέμα εκπαίδευσης, συναισθηματικής καταρχάς. Μόνο έτσι μπορούμε να αποφύγουμε τέτοια καρκινώματα στις ζωές μας. Αλλά τι να λέμε, εδώ δεν έχουμε ουσιαστική σεξουαλική εκπαίδευση στα σχολεία μας! Όσο απουσιάζει η παιδεία πάνω στα θέματα αυτά στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα, δεν βλέπω να αλλάζει κάτι. Είτε κάποιοι άνθρωποι που μοιραζόμαστε τα ίδια ιδανικά θα συσπειρωθούμε προσπαθώντας, όχι να γίνουμε παράδειγμα για τους άλλους, αλλά να δούμε πώς μπορεί να αλλάξει όλο αυτό είτε θα γίνει ένα “θαύμα” και πολιτεία και θεσμοί θα δώσουν προτεραιότητα στην παιδεία», λέει ο Ιώκο.
Θα πρέπει μήπως να αυστηροποιηθεί η νομοθεσία; «Δεν γνωρίζω», απαντά, «αν το ζήτημα είναι να αυστηροποιηθούν οι νόμοι. Ακόμα και οι σκληρότεροι νόμοι δεν φέρνουν αποτέλεσμα αν δεν υπάρχει παιδεία και κοινωνική δικαιοσύνη. Συχνά στις πρόβες σκεφτόμουν την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Γιατί μπορεί να μην έχει καμία σχέση η υπόθεση αυτής της τραγωδίας με το έργο που παίζουμε, όμως το δίπολο Αντιγόνη - Κρέοντας, το δίπολο ηθική - νόμος δηλαδή, είναι κι εδώ ορατό. Γιατί τόσο ο Κρέοντας όσο και η Αντιγόνη είναι πιστοί σε αυτό που θεωρούν καθήκον και συνιστά το ιδανικό τους. Όμως ο Κρέοντας υπηρετεί κάτι το οποίο φτιάχτηκε για να υπηρετεί τους πολίτες και, ως τέτοιο, οφείλει να εξελίσσεται. Δεν γίνεται, ας πούμε, να έχουμε θεσπίσει τον γάμο αλλά να μην αναγνωρίζουμε την πιθανότητα του βιασμού εντός αυτού, πράγμα που ισχύει για κάθε μορφή θεσμοθετημένης συμβίωσης. Ό,τι συνδεόταν με το σεξ το μαθαίναμε είτε εμπειρικά, βλέποντας και κάνοντας, με όλα τα ρίσκα που συνεπαγόταν αυτό, είτε μέσα από συζητήσεις με την παρέα μας φτιάχναμε ένα παζλ για το τι συνιστά σεξουαλική ζωή».
 Αλλά πώς μπορούν να τεθούν όρια στη χαρά του σώματος που συνευρίσκεται ελεύθερα με ένα άλλο σώμα; «Όρια σαφώς και υπάρχουν, αυτά είναι που δίνουν και νόημα στην ελευθερία, γιατί από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα, ή μάλλον μπορεί να σημαίνει πολλά, από το καλύτερο ως το χειρότερο. Δύο άνθρωποι που συναντιούνται θέτουν ταυτόχρονα τα όριά τους –ή συναινούν να τα υπερβούν– ώστε να καταφέρουν να φτάσουν στο επιθυμητό και από τους δύο επίπεδο ευτυχίας».
Λέμε στο πλαίσιο της συναίνεσης ότι το «ναι» σημαίνει «ναι» και το «όχι», «όχι». Υπάρχει ωστόσο ο αντίλογος ότι καμιά φορά στο φλερτ –στο αβίαστο φλερτ, εννοείται– το «όχι» μπορεί να σημαίνει ή να προτίθεται να καταλήξει στο «ναι», κι αυτό θεωρείται ok μέσα στο ερωτικό παιχνίδι.
Πώς ξεχωρίζει ακόμα κι ένα έντονο, αλλά όχι φορτικό φλερτ από το παραβιαστικό, το κακοποιητικό; «Αυτό σχετίζεται ξεκάθαρα με το πόσο είμαστε εντάξει με την πάρτη μας, και εδώ ξαναμπαίνει το ζήτημα της εκπαίδευσης. Δεν είναι κιόλας δύσκολο να γίνει η διάκριση που αναφέρεις, η γλώσσα του σώματος δεν ψεύδεται, υπάρχει έπειτα η ενσυναίσθηση», απαντά κι έχει βέβαια δίκιο. «Νομίζω καθένας και καθεμιά μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποιο άτομο ανταποκρίνεται στο φλερτ μας, και όχι, δεν θα πάθουμε τίποτα φοβερό αν μας απορρίψει, κάποιο άλλο άτομο μπορεί να είναι πιο δεκτικό. Επιπλέον, ακόμα και στην ερωτική πράξη μπορεί κάποιος/-α να θέλει να προχωρήσει μόνο μέχρι ένα σημείο, κι αυτό πρέπει να είναι απολύτως σεβαστό. Γι’ αυτό και έχει σημασία η συναίνεση. Μιλάμε, ξέρεις, τόσο συχνά για το σεξ λες κι έχουμε ξεπεράσει όλα τα άλλα – εδώ δεν ξέρουμε να συμπεριφερθούμε σαν άνθρωποι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πράξη! Θα μου πεις, διδάσκεται η ενσυναίσθηση; Πιστεύω πως ναι».
Το στοίχημα, συνεχίζει, είναι να αφηγηθεί μια τέτοια ιστορία πάνω στη σκηνή σαν να ήταν δικιά του και να είναι πειστικός σε αυτό. Αλλά και το πώς θα έχει «μια λεπτότητα και μια ανθρωπιά ως προς το τι λέω και πώς το λέω γιατί μπορεί ανάμεσα στους θεατές να βρίσκονται άνθρωποι που έχουν υποστεί βιασμό, κάποιοι μάλιστα από αυτούς μπορεί να το κρύβουν και από τον εαυτό τους. Και η συγκεκριμένη πράξη έχει το φορτίο της ασχήμιας. Δεν μπορώ να το αγνοήσω αυτό, να την καλλωπίσω, να παίξω φλώρικα ή με μια πρόθεση ψεύτικης προστασίας προς το κοινό. Υπάρχουν εκεί έξω άτομα που έχουν κάνει μαραθώνιο δουλειάς για μήνες ή και χρόνια σε ψυχολόγους, θεραπευτές κ.λπ. γι’ αυτό που τους έκανε κάποιος άλλος, παραβιάζοντας το σώμα τους, και οφείλω να το σεβαστώ αυτό».
Τι συμβουλή, τι οδηγία χρήσης θα έδινε ο ίδιος σε έναν θεατή; Είναι, αποκρίνεται, μια παράσταση σίγουρα δύσκολη, αλλά είναι ταυτόχρονα «μια παράσταση μοιρασιάς». Ναι, είναι ψυχοπλακωτικό το κομμάτι που αναφέρεται στην αναβίωση του βιασμού στη συνθήκη του δικαστηρίου, είναι όμως σημαντικό το ότι ένας νέος άνθρωπος μοιράζεται ένα προσωπικό θέμα το οποίο τον διέλυσε: «Δεν είναι κάτι που κάνουμε συχνά στη ζωή μας, πολλές φορές δεν λέμε ούτε στον κολλητό μας ότι μας πλήγωσε αυτό που μας είπε, πόσο μάλλον να εξομολογηθούμε κάτι τόσο τραυματικό. Το θετικό είναι ότι μιλώντας γι' αυτό μπορείς κάπως να μάθεις να κάνεις το τραύμα πετούμενο πουλί», λέει, καταλήγοντας με μια έκκληση: «Πηγαίνετε τους ανθρώπους σας σε θέατρα, σινεμά, εκθέσεις –ακόμα κι αν δεν σας αρέσουν–, βάλτε τους μουσικές, μοιραστείτε στιγμές μαζί τους και ιστορίες δικές σας ή δικών σας ανθρώπων. Είναι η μόνη πιθανότητα να συνδεθούμε με τους άλλους».