Στον απόηχο της επιτυχίας του «Scream», ο σεναριογράφος Κέβιν Γουίλιαμσον ξεσκόνισε ένα παλιότερο σενάριό του, σύστησε τον Δολοφόνο με τον Γάντζο και γέννησε franchise μικρότερου βεληνεκούς, αρεστό στη νεολαία της εποχής του, αν και βραχύβιο. Χρειάστηκαν μόλις δύο συνέχειες για να το «σκοτώσει» ένας δολοφόνος πιο αποτελεσματικός από οποιαδήποτε αιμοδιψή φιγούρα είδαμε ποτέ στο πανί: οι χαμηλές εισπράξεις. 

 

Ως γνωστόν, στο σινεμά ο θάνατος σπάνια είναι μόνιμος. Οι παραγωγοί, παρακινημένοι από τα ευτυχή αποτελέσματα αντίστοιχων κινηματογραφικών επικλήσεων στη νοσταλγία, πήραν την απόφαση να αναστήσουν το τιτλοφορούμενο «I Know What You Did Last Summer», επιστρατεύοντας τη δοκιμασμένη πια συνταγή του «requel» − όρος που γέννησε το αντίστοιχης φιλοσοφίας πέμπτο «Scream». Ανάμεσα σε reboot και sequel, με νέους παίκτες και παλιούς επιζήσαντες, τα requels (ή legacy sequels, που είναι και πιο εύηχο) φιλοδοξούν να προσελκύσουν το νεανικό κοινό με τους πρώτους και τους φαν των παλιότερων δημιουργιών με τους δεύτερους. Η ανάγκη τους να συνδεθούν με το παρελθόν είναι συνήθως (εισπρακτική) ευχή αλλά και (δημιουργική) κατάρα, όπως πιστοποιεί κι αυτή η τέταρτη (;) ταινία της σειράς, που πασχίζει να εντάξει στη δραματουργία μέλη του original team με το στανιό.

 

Ο τόνος αυτήν τη φορά είναι πιο εύθυμος, εν αντιθέσει με τη straight-faced προσέγγιση της πρώτης ταινίας, σε μια προσπάθεια των δημιουργών να αντλήσουν λίγη από τη γοητεία του «Scream». Η δολοφονία ενός σεμνότυφου χαρακτήρα, εκεί που στο είδος ο θάνατος επικυρώνεται με το σεξ, είναι από τις λιγοστές meta στιγμές μιας ταινίας που θα κέρδιζε αρκετά από τον μεταμοντερνισμό, καθώς ο τελευταίος θα δικαιολογούσε τον τραγέλαφο της τρίτης πράξης και θα ενίσχυε την τελική ανατροπή, προσδίδοντας μια δευτερεύουσα, μα απείρως πιο γαργαλιστική διάσταση. Οι χαρακτήρες είναι αρκετά αντιπαθείς ώστε να θέλουμε να τους δούμε να πεθαίνουν με ευρηματικούς τρόπους, μα ευρήματα η ταινία δεν διαθέτει. Αν και προσφέρει μερικά νόστιμα στιγμιότυπα, αρκετά για να μη δυσανασχετήσει η γαλαρία των multiplex, διαπράττει το μεγαλύτερο αμάρτημα οποιουδήποτε slasher: γίνεται τρομακτικά ανιαρή.