Κιόκου σημαίνει αναμνήσεις, και ήταν η μικρού μήκους του Κωστή Χαραμουντάνη που σκαρώνει παιχνιδιάρικους, αν και διόλου αυθαίρετους τίτλους στα ιαπωνικά· σειρά έχει το feature Κιούκα, που πάει να πει διακοπές, και έχει ήρωες δυο ενήλικα δίδυμα αδέλφια, τον Κωνσταντίνο (Γεωργόπουλο) και την Έλσα (Λεκάκου), που όντως φεύγουν για διακοπές στον Πόρο με τον μπαμπά τους (Συμεών Τσακίρης) και το οικογενειακό ιστιοφόρο, και εκεί τους περιμένει η έκπληξη της μητέρας (Έλενα Τοπαλίδου) που, όπως λένε και οι ίδιοι, πήγε για τσιγάρα και δεν γύρισε ποτέ, όταν τα παιδιά ήταν ακόμη μωρά, χωρίς να τα γνωρίσει ή να τη γνωρίσουν ποτέ στο ενδιάμεσο. Όποιος νομίζει πως τα πρώτα 40 περίπου λεπτά της ταινίας είναι ενδεικτικά πλανάται σοβαρά· είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, ελαφριά σαν το άγγιγμα στο πρόσωπο μιας ηλιαχτίδας το αποκαλόκαιρο, και δραματική όσο και η αναίτια εγκατάλειψη ανηλίκου. Το Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού ξεκινά σαν ασέξουαλ, ανώδυνο Αγκίστρι, με μια βόλτα στα μεσοπέλαγα του Σαρωνικού και ιλαρές κουβέντες για σκαφάτες αγγαρείες και «τσουτσούνια» για δόλωμα. Συνεχίζει με τα αδέλφια βασικά να βαριούνται και τον πατέρα να κυβερνάει το σκαφάκι του και να ψαρεύει μάλλον μάταια, σαν να κρέμεται η ζωή του από το αποτέλεσμα, ένα ζουρνάλ ραστώνης σε σχεδόν τετράγωνο φορμάτ και AGFA χρωματική αισθητική. Διακόπτει τον ρομερισμό του με ένα γκονταρικό break, όταν ο Μπάμπης, ο μπαμπάς, μιλά ανορθόδοξα στην Άννα, την εξαφανισμένη πρώην του και ουδέποτε μητέρα των παιδιών τους, με το που πατούν στεριά. Και εξελίσσεται σε κάτι πολύ βαθύτερο από ένα τυχαίο ραντεβού που στράβωσε, μια εξερεύνηση των ορίων και των απωθημένων, της φύσης και των αρχών μας, με γνώμονα τη δοτική αγάπη και τους μηχανισμούς άμυνας σε ένα μοντέλο οικογενειακό που δεν μοιάζει ακριβώς με όσα βλέπουμε συχνά. Το Κιούκα είναι προσωπικό, φαίνεται βίντατζ, στάζει χειροποίητο ανεξάρτητο σινεμά και δεν μπαίνει εύκολα σε κατηγορίες, ευτυχώς ωστόσο αποφεύγει το πολύ mumblecore (αν και όχι εντελώς, υπάρχει διάσπαρτο self indulgence εν είδει νατουραλισμού) και δεν γυρίζει χαρωπά την πλάτη του στην ψυχική απώλεια – την ψάχνει με δημιουργική αφαίρεση.
Αν ο Κωστής Χαραμουντάνης είναι ο φυσικός αγωγός των εικαστικών αναφορών και του κινηματογραφικού παιχνιδιού με τις πολλαπλές αναφορές και τη φιλόδοξη ανάπτυξη, ο δραματικός αυτουργός της ευάλωτης μετάβασης από το πατριαρχικό αρχέτυπο στην αγωνιώδη, άτσαλη και πολύπλοκη αποδόμησή του είναι ο Συμεών Τσακίρης, επίσης στο ντεμπούτο του σε μεγάλου μήκους ταινία. Η ερμηνεία του, μία από τις πληρέστερες που έχουμε απαντήσει στο ελληνικό σινεμά εδώ και χρόνια, είναι μια μπάμπουσκα γεμάτη εκπλήξεις, επώδυνη και αστεία, δύσκολη, ένα επίτευγμα από μόνο του. Το ότι αγνοήθηκε από τις υποψηφιότητες των βραβείων Ίρις στην κατηγορία πρώτου ανδρικού ρόλου που μόλις ανακοινώθηκαν, η οποία λόγω ισοψηφίας χώρεσε 7 ηθοποιούς(!), ενώ το Κιούκα απέσπασε 6 συνολικά, θα πρέπει να ανησυχήσει πολλά μέλη της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τα κριτήρια και το γούστο τους, εκτός αν δεν διέκριναν τον ρόλο που ουσιαστικά αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ταινίας.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0