«Μια αυγουστιάτικη νύχτα στην Αθήνα, ένας άνδρας γνωρίζει μια γυναίκα σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο»

«Μια αυγουστιάτικη νύχτα στην Αθήνα, ένας άνδρας γνωρίζει μία γυναίκα σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο» Facebook Twitter
Σκηνή από την ταινία «Φτηνά Τσιγάρα» με τον Ρένο Χαραλαμπίδη και την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους.
0



Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΦΟΡΑ
που είχα αυπνίες ήταν τον Μάιο του '20. Δεν μου είχε συμβεί ξανά και δεν ήξερα τι να κάνω. Την πρώτη μέρα πίεσα τον εαυτό μου να κοιμηθεί. Τη δεύτερη κατάλαβα ότι δεν γίνεται έτσι. Έπρεπε να βρω τρόπο να χαλαρώσω, κάπως να ηρεμήσω. Εφόσον ήταν περίοδος καραντίνας, δεν μπορούσα να ψάξω έξω, κάπου στην πόλη, αυτό που θα με ηρεμήσει. Αναγκαστικά θα ήταν κάτι κοντά μου. Ίσως μια ταινία στο λάπτοπ, ίσως η ταινία που με ηρεμεί περισσότερο απ’ όλες.  

Οι πρώτες νότες από το πιάνο του Καλαντζόπουλου, που μέσα τους χωράνε όλα τα νυχτερινά φώτα της Αθήνας. Η κόκκινη, φωσφορίζουσα επιγραφή της ΙNTERAMERICAN – αδυνάτισμα, αισθητική, αποτρίχωση. Μια φευγαλέα αίσθηση από τις πολυκατοικίες και τα μισοσκότεινα μπαλκόνια της πόλης. Δηλαδή γνώριμες εικόνες που έχουμε δει αμέτρητες φορές ενώ επιστρέφουμε σπίτι με το νυχτερινό λεωφορείο. Παράλληλα, όμως, μία φωνή μας μιλάει για όλες αυτές τις εικόνες που ονειρευόμαστε, που βλέπουμε μέσα μας, ενώ φανταζόμαστε όλες αυτές τις αμέτρητες, ιδιαίτερες, κρυφές ιστορίες και εικόνες που υπάρχουν κάπου κρυμμένες μέσα σε αυτήν την πόλη. Κι ενώ κοιτάζουμε τις ίδιες φωτεινές επιγραφές της INTERAMERICAN, τις ίδιες κίτρινες λάμπες των δρόμων, τις παντα ίδιες κατεβασμένες τέντες των πολυκατοικιών, εμείς βλέπουμε κάτι μεγαλύτερο, κάτι πιο ζωηρό, κάτι πιο ρευστό – βλέπουμε φοβερές ιστορίες, αμέτρητες και κρυφές.  

Κάποιοι λένε ότι η παρηγορητική τέχνη είναι «κακή» τέχνη, αλλά αν κάτι ανακουφίζει έστω κι έναν άνθρωπο πώς μπορεί να είναι κακό; Γιατί πρέπει να απομακρύνουμε τα πράγματα τόσο πολύ από εμάς, ώστε πια να μη μας ακουμπάνε και να μη μας ενδιαφέρουν; Γιατί αυτή η απόσταση από το συναίσθημα του αναγνώστη ή του θεατή θεωρείται στοιχείο ποιότητας;  

Την άφησα να παίζει στο λάπτοπ και ξάπλωσα. «Χθες έγινα 30 και πήγα να τη βρω». Ξαπλωμένος άκουγα τον Θανάση να παραδέχεται ότι απέτυχε και σιγά-σιγά μέσα μου κάτι ηρεμούσε και μαλάκωνε. Τον άκουγα να ομολογεί πως είναι κι αυτός όπως όλοι μας και όπως πέρασαν τα χρόνια μέχρι τα 30 του, έτσι θα περάσουν και μέχρι τα 40  και τότε όλο και κάποια δύναμη μεγαλύτερη από αυτόν θα βρεθεί να του ρίξει δυο μπουνιές. Ξαπλωμένος άκουγα τη φωνή του Ιατρόπουλου να ζητάει απεγνωσμένα τη Βάσω και μαζί της τον 16χρονο εαυτό του, άκουγα τις κραυγές του να τρέχουν από τα ηχεία του λάπτοπ, να βγαίνουν έξω, στο μπαλκόνι, να διασχίζουν τον ακάλυπτο και να πετάνε πάνω από τα απλωμένα ρούχα όλης της πολυκατοικίας, να φτάνουν μέχρι τον αττικό ουρανό και μισοκοιμισμένος φανταζόμουν πως ένα βράδυ του Αυγούστου όλοι οι Αθηναίοι θα βγουν στο μπαλκόνι και εκστασιασμένοι, όπως ο Howard Beale στο «Network», θα φωνάξουν με μία ντουντούκα το όνομα της εφηβικής τους καψούρας. «Ξέρεις τι είναι να είσαι Β’ Λυκείου και να είσαι καψούρης;» 

Αν θες να ειρωνευτείς την Αθήνα, όπως και την ποίηση, είναι πολύ εύκολο. Είναι εύκολο να την κοιτάς επικριτικά, να λες αυτός ο στίχος και αυτή η πόλη δεν βγάζει νόημα. Είναι εύκολο να κοιτάς υποτιμητικά τον τύπο στην καφετέρια που διαβάζει τρεις αθλητικές εφημερίδες τη μέρα, είναι εύκολο να κοιτάς καχύποπτα κάποιον που θέλει να δωρίσει το σπέρμα του στην επιστήμη. Το δύσκολο είναι να διαβάσεις ξανά και ξανά τον στίχο, να τον φανταστείς και να τον συμπληρώσεις με όσα κάποτε θέλησες μα δεν κατάφερες. Το δύσκολο είναι να μη δυσανασχετήσεις από τις απίστευτες μαλακίες που ακούς στις καφετέριες, μα να μπορείς να δεις πόσα διαφορετικά σύμπαντα στριμώχνονται στον ίδιο χώρο, κάθονται δίπλα-δίπλα, μιλάνε διαφορετικά και κουνάνε τα χέρια τους αλλιώς, μα θέλουν το ίδιο πράγμα – κάποιον να τους ακούσει, κάποιον να καταλάβει πόση πολλή γυμναστική και προσπάθεια χρειάζεται για μονάχα μια στιγμή ηδονής κι απόλαυσης. Είναι εύκολο να κατηγορείς την πόλη για τον αφόρητο καύσωνα του Ιουλίου, αλλά δύσκολο ν’ ακούς ότι χιονίζει μες την καρδιά του καλοκαιριού. «Και όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διεύλευση της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ ότι εφλέγετο ο δρόμος». Γιατί όταν φοράς τα ακουστικά και ακούς το πιάνο του Καλαντζόπουλου, όλα αυτά στους δρόμους της Αθήνας δεν είναι ταξί, αυτοκίνητα και άνθρωποι που περπατούν, αλλά συγχρονισμένες κινήσεις στη μελωδία μιας πόλης – όλα αυτά γύρω δεν είναι βιτρίνες και καφετέριες, είναι οι αντανακλάσεις μας πάνω στο γυαλί της Αθήνας.  

Ξαπλωμένος και μισοκοιμισμένος άκουγα τα καρτοτηλέφωνα να δέχονται κλήσεις και θυμόμουν ένα βράδυ του Ιουλίου, όταν πρωτοείδα την ταινία. Με μία κοπέλα, σε μία παραλία. Μια υπαίθρια προβολή στον Πειραιά. Καθυστερήσαμε και προλάβαμε μόνο τα τελευταία είκοσι λεπτά. Όσο πετάχτηκα να πάρω δύο μπίρες από το μπαρ, εκείνη ρώτησε έναν κύριο αν η ταινία τελειώνει. Όταν γύρισα με τις μπίρες τη βρήκα να μιλάει με τον Ρένο. «Αλήθεια λέει; Αυτός είναι ο σκηνοθέτης;». Ξαπλωμένος άκουγα ότι όλα τα ωραία ταξίδια πρέπει να τελειώνουν με τους ήρωες να χάνονται στο διάστημα και θυμάμαι ότι το ίδιο βράδυ χάσαμε το τελευταίο τραμ και περπατήσαμε όλη την απόσταση από τον Πειραιά έως τη Νέα Σμύρνη. Στη διαδρομή, εκείνη έγραψε μ’ ένα μπλε στιλό «η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι» πάνω σ’ ένα μπουκάλι Φιξ και εγώ, ενώ περνούσαμε έξω από ένα 24ωρο βενζινάδικο της Shell στην Αχιλλέως, της είπα «ευτυχώς είμαστε ακόμα νέοι». Ξαπλωμένος, άκουγα τον Νάτσιο να μας απαγγέλει για το υπερωκυάνιο που τραγουδά και πλέχει και με την ηχώ των αναμνήσεων, πλησίαζα σιγά-σιγά στον ύπνο.  

Κάποιοι λένε ότι η παρηγορητική τέχνη είναι «κακή» τέχνη, αλλά αν κάτι ανακουφίζει έστω κι έναν άνθρωπο πώς μπορεί να είναι κακό; Γιατί πρέπει να απομακρύνουμε τα πράγματα τόσο πολύ από εμάς, ώστε πια να μη μας ακουμπάνε και να μη μας ενδιαφέρουν; Γιατί αυτή η απόσταση από το συναίσθημα του αναγνώστη ή του θεατή θεωρείται στοιχείο ποιότητας;  

Ένας φίλος, σ’ ένα λεωφορείο, μου είπε ότι αυτή η ταινία έχει κάνει πολύ κακό. Έταξε σε όλους τους νέους της Αθήνας πως ένα βράδυ του Αυγούστου θα περπάτησουν μ’ έναν άγνωστο και θα καταλήξουν να κλείνει ο ένας τα μάτια του άλλου σε μια καντίνα, στον Λυκαβηττό. Και ίσως έχει δίκιο. Μάλλον η ταινία λέει ψέματα, όταν μας προκαλεί να εμπιστευτούμε τη ζωή, όταν λέει πως δεν χρειάζεται να κοπιάζουμε, να πασχίζουμε, να προσπαθούμε και να πονάμε, όταν μας ψιθυρίζει να χαλαρώσουμε, να αφήσουμε τον χρόνο να κυλάει, γιατί έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Βέβαια, εμείς κάθε Αύγουστο συνειδητοποιούμε πως τα πράγματα δεν συμβαίνουν έτσι, κι εμείς κάθε καλοκαίρι δεν καταφέρνουμε να πιάσουμε την ομορφιά. Αλλά ίσως αυτό να μην έχει σημασία. Ίσως σημαντικότερο από το τι συμβαίνει να είναι αυτό που ελπίζουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ταινία σε κάνει να νιώθεις ότι ο κόσμος είναι χαοτικός, αποσπασματικός, τυχαίος και ασυνεχής, αλλά, στο βάθος όλων, όμορφος. Γεμάτος σπάνιες, αλλόκοτες εκλάμψεις ομορφιάς. Ίσως αυτό που έχει σημασία είναι πως κάθε Δεκαπενταύγουστο που ξεμένουμε στην Αθήνα και διασχίζουμε ξημερώματα την Ακαδημίας εμείς ονειρευόμαστε ότι στον επόμενο δρόμο θα συναντήσουμε μια όμορφη γυναίκα που θα μιλάει εκνευρισμένη στο τηλέφωνο. Σημασία έχει πως ανυπομονούμε να φτάσουμε στην επόμενη στροφή, γιατί εκεί μπορεί να γνωρίσουμε έναν άνδρα ή μία γυναίκα, που μαζί θα περπατήσουμε μέχρι να ξημερώσει. Κι αν δεν συμβεί αυτό το καλοκαίρι, θα υπάρχει πάντα το επόμενο, γιατί η ανάγκη μας για ομορφιά είναι αιώνια και ανεξάντλητη, γεννιέται κάθε καλοκαίρι και δεν πεθαίνει ποτέ, την κουβαλάμε μαζί μας σε λεωφορεία, καφέ, υπόγειες στοές, άδεια τρόλεϊ, καντίνες με βρόμικο, άδεια μπαρ και 24ωρα φαγάδικα. Την κουβαλάμε πάντα μαζί μας κι ελπίζουμε. Αν θα συμβεί ή όχι, ίσως δεν έχει τόση σημασία. Σημασία έχει ότι εμείς προχωράμε και ελπίζουμε, «κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων, του προορισμού που πάει και πάει, μα δεν στέκει». 

Όπως δεν στέκουν τα χαράματα 
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη 
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα 
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών 


Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε. 

 Απαγγελία Εμπειρίκου από την ταινία «Φτηνά Τσιγάρα»

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Βιβλίο / Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Μια νέα βιογραφία αναζητεί τα ίχνη του Έλληνα φιλοσόφου: κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις της αστικής τάξης της αρχαίας Αθήνας.
THE LIFO TEAM
Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ