Ο σκηνοθέτης Στιβ Σάινμπεργκ μοίρασε ευγενικά χάδια και χαστούκια στη Γραμματέα πριν από μερικά χρόνια, και δεν δείχνει πρόθυμος να εγκαταλείψει τον ανεξάντλητο κόσμο των φετίχ. Το ψυχαναλυτικό πάπλωμα έπεσε βαρύ σαν πέλεκυς στο Πορτρέτο. Η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση της φωτογράφου Ντιαν Άρμπους εξηγείται στη ροδαλή ταινία απλά και πρωτοφροϊδικά, με τη σημειολογία της τρίχας. Η Άρμπους μεγάλωσε στο σπίτι ενός γουναρά και βρήκε την απάντηση στο πρόβλημα (και την κλίση) της μετά από μια συνάντηση με έναν άνθρωπο γεμάτο τρίχες σε όλο του το σώμα, τον Λάιονελ, που θυμίζει επικίνδυνα τον Τσουμπάκα από τον Πόλεμο των Άστρων. Η πρώτη της έντονη οπτική εντύπωση δεν ήταν επιδερμική, και αποδείχθηκε κομβική όταν στον πάνω όροφο του διαμερίσματός της εισέβαλε, διστακτικά και δειλά, στη ζωή ενός περιθωριακού που γεννήθηκε και μεγάλωσε προβληματικά, με τη σπάνια ασθένεια της ακραίας και καθολικής υπερτριχοφυίας. Μέχρι τότε, το κόλλημά της με τα τριχώματα ήταν λανθάνον, όπως και οι καλλιτεχνικές της τάσεις, παραμένοντας η ίδια βοηθός και στη σκιά του φωτογράφου μόδας συζύγου της. Οι τακτοποιημένες πόζες χαμογελαστών μοντέλων για τη Vogue, που συνεπιμελείτο, την έκαναν να πλήττει σε βαθμό ναυτίας, και η τάση επιδειξιμανίας που εκδήλωνε στα μπαλκόνια για τους τυχερούς γείτονες έσπρωχνε το φιλελεύθερο πνεύμα του συζύγου, τη δεδομένη αγάπη του γι’ αυτή αλλά και κάποια ενοχή που εκείνη κουβαλούσε λόγω της ανατροφής της. Η γνωριμία της με τον Λάιονελ άνοιξε το φακό της σε μια πλειάδα εξαιρετικών φωτογραφικών στόχων, τσιρκολάνων και δύσμορφων απόκληρων της κοινωνικής δικτατορίας της ομοιομορφίας. Για πρώτη φορά, η Άρμπους αισθάνθηκε ελεύθερη και ωραία. Παράτησε την οικογένεια και ακολούθησε υπνωτισμένη το χτύπο της φωτογραφικής της μηχανής, με μοναδική εξαίρεση τον Λάιονελ – το πορτρέτο του οποίου αντιστεκόταν, μέχρι τη στιγμή που και οι δύο θα ξεγυμνώνονταν από οτιδήποτε τους κρατούσε προσκολλημένους στην παλιά τους ζωή. Η εύθραυστη ισορροπία της, ψυχολογικά και κοινωνικά, απειλήθηκε αμετάκλητα, όπως αμτάκλητος ήταν και ο δρόμος που ακολούθησε η φημισμένη για την τολμηρή ματιά της σ’ αυτό που θεωρείτο μέχρι τότε φωτογραφικό πορτρέτο.
Η ταινία του Σάιμπεργκ δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας – το imaginative του αγγλικού τίτλου βάζει τα πράγματα στη θέση τους με το καλημέρα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν πείθει ούτε στιγμή στο ψέμα που σκαρώνει. Το σύμπαν στο οποίο μεταβαίνει η Άρμπους ανεβαίνοντας στο ρετιρέ του Λάιονελ δεν διαφέρει δραματικά από το στημένο σαν glossy περιοδικό σπίτι στο οποίο ζει. Ο χώρος του ανθρώπου-τρίχωμα είναι ένα χρωματιστό ντεκόρ παιδικής παράστασης, αναληθοφανές ακόμη και για έναν πολυεκατομμυριούχο ιδικτήτη τσίρκου – ούτε φελινικό ούτε ποιητικό, για να παραπέμψει, έστω και σε ασφαλή απόσταση φόρου τιμής, στην ευθεία αναφορά στην Πεντάμορφη και το Τέρας, του Κοκτό φαντάζομαι. Η παιδικά αργόσυρτη προσέγγιση των δύο τραυματισμένων ψυχών, του Λάιονελ και της Ντιαν, φετιχοποιείται επιφανειακά και παραμένει στο επίπεδο της περιέργειας, εξαντλώντας το ασυνήθιστο του θεάματος σε λίγα λεπτά. Η αναπαράσταση της δεκαετίας του ’50 δεν λειτουργεί καθόλου. Μένει σ’ ένα στεγνό, στατικό στάδιο εκτέλεσης παραγωγής, με απούσα σκηνοθεσία. Εφόσον η επιλογή είναι κόντρα σε οτιδήποτε σκοτεινό, ο καθένας θα περίμενε μια ανατροπή στη φωτεινότητα και τη στημένη αξιοπρέπεια, μια ειρωνική ματιά στις διαστάσεις και τις αντιλήψεις περί κλασικής ομορφιάς, ή, για πιο δυνατούς λύτες, στην ψυχική διαστρωμάτωση των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων που κρύβουν κάτω από την κοινωνική σύμβαση έναν ανομολόγητο ζόφο – ο πιο καθαρός χαρακτήρας είναι ο σύζυγος Άλαν Άρμπους. Κάπου εδώ το μπαλάκι πέφτει στη συνεχιζόμενη ανεπάρκεια της Κίντμαν να συλλάβει οποιοδήποτε συναίσθημα, όταν ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει και πώς να της το εξηγήσει. Στις Ώρες και τη Γέννηση, οι δημιουργοί αξιοποίησαν αποτελεσματικά την έλλειψη κανονικότητας που έχει φυτέψει στην ακίνητη μάσκα του προσώπου της, κλέβοντας με το φακό τους τη φωτογένεια της à volonté. Παρενθετικά, η Κίντμαν δύσκολα πλέον μπορεί να αφεθεί στην απόλαυση ενός ρόλου, όπως απίθανο είναι να υποδυθεί μια νοικοκυρά, μια ειλικρινώς ερωτευμένη, μια γήινη, μια γυναίκα όπως είναι οι γυναίκες που ξέρουμε τέλος πάντων. Η πραγματική Ντιαν Άρμπους ήταν Εβραία, κοντή, μελαχρινή, μάλλον συνηθισμένη. Ακόμη κι αν δεν ξέραμε πώς έμοιαζε εμφανισιακά και μπαίναμε στη θέση του σκηνοθέτη (το imaginative, που λέγαμε), δεν είναι δυνατόν μια γυναίκα με το άκαμπτο στήσιμο, τη ρομποτική συμπεριφορά και την ελλειμματική γοητεία της Κίντμαν-Άρμπους να στέκει σε οποιοδήποτε πλάνο. Πρόκειται για ένα από τα πιο ολέθρια λάθη σε κάστινγκ που έχουν γίνει ποτέ, αντίστοιχο του Τζον Γουέιν ως Ρωμαίου εκατόνταρχου. Δεν διαθέτει την περιέργεια ενός φωτογράφου με ροπή στο στραβό, την αυθάδεια μιας ξένης που εισβάλλει σε έναν κόσμο διαφορετικό, την ευλύγιστη πονηριά μιας γυναίκας που απατά τη ζωή της με τη βουτιά στην ψύχωση που την καταδιώκει. Το Πορτρέτο κρέμεται σε μια κλωστή ζαχαρένιας ονειροφαντασίας και τελειώνει βασανιστικά και ενοχλητικά, ενώ υποτίθεται ότι είναι η συναρπαστική κατάδυση στην ενοχλητική μας ταυτότητα. Ευτυχώς, τα πορτρέτα της Άρμπους θα μας θυμίζουν πώς, χωρίς λόγια, η κόρη του γουναρά ξύρισε με ένα κλικ το τομάρι που τη στοίχειωνε.