Από τις αρχές των ‘60s στην Τσεχοσλοβακία υπήρξε από το Κουμμουνιστικό Κόμμα μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των κοινωνικών ηθών, η οποία κορυφώθηκε το 1968 για να καταπνιγεί βίαια τον Αύγουστο εκείνου του έτους και να οδηγήσει σε ακόμα σκληρότερη καταστολή σε σχέση με το παρελθόν.

 

Μέσα σε αυτό το διάστημα οι εγχώριοι καλλιτέχνες βρήκαν ελεύθερο το πεδίο και σχημάτισαν μια σειρά από ταινίες που η Θεωρία ομαδοποίησε υπό την ετικέτα του «Τσέχικου Νέου Κύματος». Αισθητικά οι ταινίες δεν έμοιαζαν απαραίτητα μεταξύ τους, κάποιες ήταν πιο κλασικότροπες, κάποιες επιχειρούσαν μοντερνισμούς, κάποιες ανήκαν στο κίνημα του σουρεαλισμού. Αν υπήρχε ένα κοινό σημείο ανάμεσά τους, είναι ότι αντλούσαν έμπνευση ευθέως ή πλαγίως από την Ιστορία, από το πρόσφατο παρελθόν της χώρας τους και της Ευρώπης, αξιοποιώντας δραματουργικά και σημειολογικά το συλλογικό τραύμα.

 

Από όλους τους επιφανείς τίτλους του εν λόγω ρεύματος, το «Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού» είναι, πιθανότατα, ο πλέον προσβάσιμος στο ευρύ κοινό. Ήταν, δε, από τις πρώτες ταινίες που έστρεψαν τον φακό τους σε ένα από τα ανείπωτα εγκλήματα του 20ού αιώνα, το Ολοκαύτωμα, εστιάζοντας στους ανώνυμους, τραγικούς πρωταγωνιστές του.

 

Στην ταινία ένας άνδρας αναλαμβάνει με απευθείας ανάθεση από τη ναζιστική κατοχική διοίκηση τη διαχείριση του επίμαχου μαγαζιού, το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία μιας ηλικιωμένης Εβραίας χήρας. Σταδιακά αναπτύσσεται μια φιλία μεταξύ τους, που σύντομα θα τον φέρει μπροστά σε ένα αβάσταχτο ηθικό δίλημμα και εμάς μπροστά σε μια συγκλονιστική τρίτη πράξη που ολοκληρώνεται με ένα αξέχαστο φινάλε. 

 

Ανθρώπινες ερμηνείες και από τους δύο πρωταγωνιστές, με την εξαιρετική Ίντα Καμίνσκα να ενσαρκώνει μια αγνή, καλοσυνάτη ύπαρξη που περισσότερο από την κατάσταση, μοιάζει να αδυνατεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν το Κακό να θεριεύει ανενόχλητο γύρω της.

 

Η Καμίνσκα έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ, με την Ακαδημία να επικυρώνει τα όσα σπουδαία συνέβαιναν στο σινεμά της περιοχής, επιβραβεύοντας την ταινία με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Toν μεθεπόμενο χρόνο θα ακολουθούσε και δεύτερη τσεχοσλοβάκικη νίκη στην κατηγορία για τον «Άνθρωπο που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν».