Η είδηση με το Τι απέγινε η Έλι είναι ότι πρόκειται για μια ταινία που προέρχεται από το Ιράν, είναι φτιαγμένη από Ιρανό, με Ιρανούς ηθοποιούς και τεχνικούς, δεν είναι κινηματογραφικά αντιστασιακή ή πολιτικά αντικαθεστωτική, αλλά δεν μοιάζει καθόλου με το πολιτικό σινεμά του Κιαροστάμι, των Μαχμαλμπάφ και των επιγόνων τους, ούτε ωστόσο με την εναλλακτική πρόταση του Ματζίντ Ματζίντι, τον ποιητικό και τρυφερό απολογισμό μιας αθώας εθνικής ψυχής που στριμώχνεται σε δυο κόσμους.

Κι ενώ ο Φαραντί σκηνοθετεί μια ταινία που διαθέτει το DNA των συμπατριωτών του, η ταινία αποφεύγει αβίαστα το διανοητικό και αισθητικό φολκλόρ και θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε αλλού - εντέλει μόνο η γλώσσα φαρσί προδίδει την καταγωγή της. Χρησιμοποιεί έξυπνα τον σκελετό της Περιπέτειας του Αντονιόνι, αλλά μόνο σε περιγραμματικό επίπεδο. Όπως και στο αφαιρετικό αριστούργημα που εισήγαγε τον Ιταλό σε ένα ελάχιστα υποψιασμένο με τον μοντερνισμό διεθνές κοινό, μια γυναίκα εξαφανίζεται με φόντο το νερό.

Στο Τι απέγινε η Έλι υπερισχύει η πλοκή και η αφηγηματικότητα, χωρίς το έργο να γίνεται εύκολο ή προφανές. Η ομώνυμη ηρωίδα μπαίνει εμβόλιμα αλλά όχι και καταχρηστικά σε μια παρέα παραθεριστών, που οδεύουν σε ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα. Ζευγάρια με τα παιδιά τους, ως επί το πλείστον, βλέπουν με συμπάθεια την ντροπαλή νέα και ο μοναδικός εργένης της ομήγυρης, ο Αχμέντ, που μόλις χώρισε από τη Γερμανίδα γυναίκα του, ομολογεί μεταξύ αστείου και σοβαρού πως τσιμπήθηκε μαζί της. Κι ενώ όλα κυλάνε ομαλά, οι γυναίκες καλαμπουρίζουν, τα πιτσιρίκια τρέχουν αμέριμνα, οι άντρες καπνίζουν ναργιλέ και παίζουν βόλεϊ στην παραλία, η Έλι μειδιά και προσαρμόζεται στο χαλαρό πνεύμα των διακοπών, ρίχνοντας σιγά-σιγά τις άμυνές της, ένα από τα παιδάκια βρίσκεται αναίσθητο μέσα στη θάλασσα και μολονότι το σώζουν την τελευταία στιγμή από βέβαιο πνιγμό, ανακαλύπτουν πως η νέα φίλη τους είναι άφαντη. Δεν είναι σίγουροι αν έχει πνιγεί προσπαθώντας να κολυμπήσει πίσω από το παιδί που ξεμάκραινε από την ακτή, ή αν απλά έφυγε χωρίς να τους πει αντίο. Τη θλίψη και τις ενοχές ακολουθεί η άμεση συνειδητοποίηση πως η Έλι τούς είναι τελείως άγνωστη: δεν ξέρουν το επώνυμό της, δεν έχουν το τηλέφωνό της, δεν γνωρίζουν την οικογενειακή της κατάσταση. Η μουσαφίρισσα γίνεται καταλύτης. Πυροδοτεί εντάσεις και ρίχνει φως στον χαρακτήρα του καθενός από τους επίσης άγνωστους σε μας.

Ο Φαραντί έντεχνα ρίχνει το βάρος από τη μυστηριώδη (;) νέα γυναίκα σε ένα μπαράζ πληροφοριών, ελλείψεων και υποθέσεων, ταυτόχρονα με το ξεδίπλωμα των ψυχολογικών εντάσεων και της αναπόφευκτης τριβής. Η γαλήνη της ραστώνης διακόπτεται από ένα κύμα οικογενειακής βίας, λεκτικής και σωματικής. Ο Φαραντί δεν διστάζει να βάλει τους ηθοποιούς του σε μια διαδικασία ξεγυμνώματος με νατουραλιστικά μέσα, παρακολουθώντας στενά τη διαδρομή προς την κάθαρση. Η γνωριμία με την Έλι, έστω και βραχεία, δεν αναιρεί την ευθύνη της φιλοξενίας σε μια νοοτροπία ανθρώπων που οφείλουν να νοιάζονται. Δεν θα σας πω τι απέγινε η Έλι, γιατί κυρίως σημασία έχει για τον θεατή να διαπιστώσει τη στάση, συλλογική και προσωπική, μιας ομάδας ανθρώπων που δεν αντέδρασαν σωστά όταν έπρεπε και αναγκάστηκαν να έρθουν σε σύγκρουση με τα συναισθήματα και τις αδυναμίες τους.