Μια συμβολική αναφορά στα ήθη της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με χαλαρές δραματουργικές αναφορές στη μυθολογία, επιθυμεί να κάνει ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος (επανέρχεται μετά από 15 χρόνια απουσίας) στη νέα ταινία του, την Πανδώρα, και χάνει το ρυθμό από την αρχή. Η δική του ηρωίδα ανοίγει το κουτί, ή το πιθάρι αν προτιμάτε, του αμερικάνικου ονείρου σε μια μικρή κοινότητα, μπερδεύει ερωτικά μια οικογένεια, προκαλεί σκάνδαλο, εμπλέκεται σε μια δολοφονία και φεύγει αφήνοντας πίσω της συντρίμμια και πολλές μνήμες στον Βασίλη, έναν 60άρη που ανακαλεί τα γεγονότα όταν αντικρίζει μετά από χρόνια το ερειπωμένο σπίτι του αδελφού του πατέρα του. Ενώ η πλοκή παραμένει κλασική στο ξετύλιγμά της, με τα φλασμπάκ να αποτελούν μια ασφαλή μετακίνηση στο χρόνο της μνήμης, η ίδια η ενέργεια της ταινίας βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Αργή και αναμενόμενη, βαδίζει τυπικά μέχρι το φιλόδοξο φινάλε και εκεί βουλιάζει, καθώς αναμιγνύει την αστυνομική πλοκή με το ερωτικό σασπένς, με πολύ πενιχρά αποτελέσματα. Η Πανδώρααπέσπασε το τρίτο βραβείο στα κρατικά (η Θεοδώρα Τζήμου τιμήθηκε για την ερμηνεία της), αλλά αυτό το γεγονός δηλώνει περισσότερα για τη φτώχεια του εγχώριου σινεμά παρά για τις αρετές της ταινίας.