Ο Παλαιστήςείναι ένα καλοφτιαγμένο μελό, σαν κι αυτά που έσπερναν τα στούντιο στις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50, με γνώση στη δομή, φροντίδα στον σταρ που τα παράγγελνε για όχημα ερμηνείας, και καθαρότητα στη γραμμική αφήγηση. Προσαρμοσμένο στο σήμερα και γυμνό από λάμψη, το φιλμ παρακολουθεί τον Ράντι Ρόμπινσον, γνωστό και ως Ραμ, στην απέλπιδα προσπάθειά του να συνεχίσει μια καριέρα που έχει τελειώσει, να φτιάξει μια σχέση με τη στρίπερ που γουστάρει και να αποκαταστήσει τη χαμένη επαφή του με την εχθρική, προφανώς λεσβία κόρη του που τον έχει ξεγράψει λόγω της παρατεταμένης ανευθυνότητάς του.

Ραμ σημαίνει κριάρι και ο παλαιστής με τα μαδημένα κέρατα είναι το φάντασμα ενός δημοφιλούς κατσέρ, που ακόμη και σήμερα παραμένει αγαπητός στους συμπαίχτες του, εκείνη την ιδιαίτερη φυλή των ανδρών που χτυπιούνται σε στημένα ματς, υποδυόμενοι ρόλους που το φωνακλάδικο κοινό αποδέχεται και διαιωνίζει πληρώνοντας να δει χορογραφημένες κλοτσοπατινάδες. Η χρυσή εποχή του Ραμ έχει περάσει, αλλά είκοσι χρόνια μετά τα δοξασμένα ‘80s λαμβάνει μέρος σε αγώνες βετεράνων και τρέφεται από τη νοσταλγία και την άδολη αγάπη κάποιων λίγων αλλά φανατικών θαυμαστών του. Μια καρδιακή προσβολή τον υποχρεώνει να αποσυρθεί. Αισθάνεται ξοφλημένος και μετατρέπει τη αμηχανία του σε επιθετικότητα, σε μια ωραία, υπομονετική σκηνή πίσω από τον πάγκο ενός σούπερ μάρκετ, όπου έχει αναγκαστεί να δουλέψει για το μεροκάματο. Προσπαθεί ειλικρινά να προσεγγίσει την κόρη του και να κάνει μια νέα αρχή, αλλά μυρίζεται τη δυσπιστία και αποκαρδιώνεται.

Η μόνη που τον καταλαβαίνει είναι η στρίπερ Κάσιντι, μια όμορφη και ταλαιπωρημένη 40άρα που μαζεύει λεφτά για να την κάνει με το παιδί της και αρχικά δεν θέλει πολλά πολλά με τους πελάτες. Ο Ραμ είναι ωστόσο ειδική περίπτωση. Η ήττα που έχει υποστεί γράφει τρυφερά στο παλιοκαιρισμένο πρόσωπό του, και η μεγάλη του αγάπη, η πάλη δηλαδή, τον καθιστά ευάλωτο σαν μικρό παιδί στα μάτια μιας γυναίκας που πάντα αναζητά την παιδικότητα σε έναν σκληροτράχηλο άνδρα. Αυτή η αγάπη του είναι η άμυνά του σε έναν κόσμο που τον ξερνά ως απόβλητο.

Όλο αυτό το κλισέ, ο Ντάρεν Αρονόφσκι το αντιμετωπίζει χωρίς ειρωνεία και το επικεντρώνει σοφά στην προσωπικότητα του Μίκι Ρουρκ. Ας μην παρασυρθούμε από τη γνωστή νοσταλγία: ο Ρουρκ ποτέ δεν υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Ένας ποζέρ ήταν, που πούλαγε τις λάγνες ματιές και τη μωρουδίστικη μαγκιά του και έπειθε τον κόσμο που είδε στο πρόσωπό του τον νέο Μπράντο πως ήταν ηθοποιός κλάσης και απαιτήσεων. Είχε την τύχη να παίξει δίπλα σε μεγάλους ηθοποιούς και να ταυτιστεί με καλούς σκηνοθέτες όπως ο Κόπολα, αν και όχι στην πιο δημιουργική τους φάση. Η φούσκα έσκασε γρήγορα, κατά σύμπτωση μετά την πιο καλή του ερμηνεία, στο Δαιμονισμένο Άγγελο - οι υπόλοιπες ήταν στο The Pope of Greenwich Villageκαι στην Έξαψη. Και μετά, ακολούθησε ο γνωστός αυτοκαταστροφικός κατήφορος, που τον έβγαλε εκτός χάρτη (Άγρια Ορχιδέα) και παραλίγο να τον σκοτώσει εντελώς (πλαστικές, πρέζα και βρωμόξυλο).

ΣτονΠαλαιστή είναι συγκλονιστικός, χάρη στην εμπιστοσύνη και την απλότητα του Αρονόφσκι, που φημίζεται για την ώθηση που δίνει στους ηθοποιούς του - ας θυμηθούμε τη Έλεν Μπέρστιν στο Ρέκβιεμ. Επέρχεται κάθαρση με ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό τρόπο. Προβάλλει μια πιθανή εκδοχή του τσιρκολάνου Ρουρκ, έτσι που σείεται στην αρένα, με τα extensions, το πορτοκαλί μαύρισμα από το σολάριουμ και τους κακοφορεμένους μυς στο πληγωμένο σώμα του. Μια θλιβερή ιστορία τελειώνει αμφίσημα αλλά λυτρωτικά, επειδή ο ήρωας διεκδικεί και βιώνει την απώλεια με πλήρη συνείδηση και συναίσθηση. Ο Ρουρκ είναι επιτέλους ξύπνιος και πονάει ή τουλάχιστον βρήκε τα αποθέματα ηθοποιίας που έκρυβε τόσα χρόνια. Η Κάσιντι (εντυπωσιακά σέξι και κορμάρα η Τομέι στα σαράντα τέσσερά της χρόνια), κυνηγάει τον Ραμ για να του σταθεί, αλλά εκείνος βουτάει χαμογελώντας στο λάκκο που του ταιριάζει περισσότερο. Ποιο θα είναι το μέλλον του; Όχι χειρότερο από το παρελθόν του πάντως.