Η προεξέχουσα μύτη του Συρανό ντε Μπερζεράκ από τον δέκατο ένατο αιώνα δεν προβάλλει κανένα δραματικό ζήτημα στις προτεραιότητες και τα προβλήματα των ανθρώπων του εικοστού πρώτου. Ο πανέξυπνα γραμμένος ερωτικός παιάνας του Εντμόν Ροστάν βρίσκει τη σύγχρονη θέση του με το ανάστημα που ορθώνει ο Πίτερ Ντίκλατζ σε μια διασκευή της συζύγου του Έρικα Σμιτ πρώτα στις off Broadway θεατρικές σκηνές προ διετίας και τώρα στην κινηματογραφική της μεταφορά, πάντα με φόντο το Παρίσι του δέκατου έβδομου αιώνα κατά τη διάρκεια του γαλλοϊσπανικού πολέμου.

 

Το μεγαλοπρεπές μιούζικαλ εποχής του Τζο Ράιτ δεν προδίδει την εγγύτητα που οφείλουν να έχουν μεταξύ τους οι τρεις πρωταγωνιστές, ο ευγενής, γενναίος στρατιώτης και ποιητής Συρανό, η παιδιόθεν αγαπημένη του Ρωξάνη και ο όμορφος, ορμητικός αλλά «πεζός» Κριστιάν, η αφορμή της δραματουργικής παρεξήγησης που ο πικραμένος παράνυμφος θρέφει και συντηρεί θυσιάζοντας τα πλούσια αισθήματά του και η ερωτοχτυπημένη, αν και πλανεμένη διεκδικούμενη δεσποινίς απολαμβάνει, την ίδια στιγμή που απορρίπτει με περίσσιο θράσος τις επίμονες κρούσεις για γάμο από τον γλοιώδη, δολοπλόκο και εκδικητικό Δούκα ντε Γκις.

 

Το βασικό σχήμα είναι το ίδιο, με τη μεγάλη διαφορά ότι ο μεγάρρινος ήρωας έχει αντικατασταθεί από έναν νάνο ιππότη. Το μικρό δέμας του εκμοντερνισμένου Συρανό είναι το μεγάλο του όπλο. Απορρίπτοντας το εύρημα του εσωτερικευμένου τραύματος ενός άνδρα που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει την εικόνα ασχήμιας που έχει ο κόσμος γι’ αυτόν, ο Πίτερ Ντίνκλατζ αποκαθιστά την πραγματική φύση του μυθιστορηματικού ήρωα.

 

Αντί να γίνεται υπερευαίσθητος και νευρικός ακόμα και στην υποψία κουτσομπολιού, αμύνεται βεβαίως όποτε χρειάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τη ζωή των άλλων, επιδεικνύοντας μια αλά Έρολ Φλιν δεξιοτεχνία στην ξιφομαχία, αλλά κυρίως προκαλεί ολομέτωπα τους κάλπηδες, έχοντας σκοπό να κυνηγήσει την αλήθεια και να ξεσκεπάσει τους πονηρούς και δόλιους ‒ δεν είναι θέμα των τύπων αλλά ζήτημα τιμής, που δυστυχώς σκοντάφτει στην καταπιεσμένη του επιθυμία και στον σεβασμό του στην αχίλλειο πτέρνα του, τη Ρωξάνη.

 

Ο Λάνιστερ του Game of Thrones, ένας ηθοποιός με καρδιά, αμεσότητα, στοχαστικό και ραγισμένο βλέμμα, αντιπροτείνοντας γνήσια κινηματογραφική αντίληψη απέναντι στη θεατρική οπτική των διάσημων προκατόχων του στον ρόλο, καθόλα άξιων Χοσέ Φερέρ από το 1950 και Ζεράρ Ντεπαρντιέ από το 1990 αντίστοιχα, κουβαλάει στις πλάτες του την ψυχή και τη χαμένη ηθική μιας ταινίας με τραγούδια γραμμένα από τους δίδυμους Άαρον και Μπράις Ντέσνερ του συγκροτήματος The National ‒σωστά στη δράση, αν και όχι αξιοπρόσεκτα‒ και τη σκηνοθετική επιμέλεια του Τζο Ράιτ, που εδώ δεν εγείρει το ενδιαφέρον όσο επιτακτικά το προκάλεσε στην Εξιλέωση και την Υπερηφάνεια και προκατάληψη.