Η ταινία της Κάρλα Σιμόν, που έφυγε με τη Χρυσή Άρκτο από το περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου, ξεκινά με τρία παιδιά που παίζουν σε έναν οπωρώνα. Το παιχνίδι τους διακόπτεται από την έλευση φορτηγών. Στη γη, την οποία η οικογένεια Σολέ καλλιεργούσε από γενιά σε γενιά χωρίς έγγραφο τίτλο, πρόκειται να τοποθετηθούν φωτοβολταϊκά από τον τυπικά νόμιμο ιδιοκτήτη. Οι νομικοί στο κοινό σίγουρα θα αναρωτηθούν αν υφίσταται ο θεσμός της έκτακτης χρησικτησίας στην ισπανική έννομη τάξη. Όπως διευκρίνισε η Σιμόν σε συνέντευξη που μας έδωσε, το ερεύνησε κι αποφάσισε να μην μπλέξει τους θεατές με τεχνικά ζητήματα – πρόκειται περί μυθοπλασίας άλλωστε. 

 

Όπως και στην πρώτη ταινία της Κάρλα Σιμόν, το Summer 1993, στον θεματικό πυρήνα βρίσκονται η απώλεια, η αλλαγή και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, όλα τους κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού, το τέλος του οποίου θα φέρει τη μετάβαση στη νέα εποχή. Αν όμως εκεί όλα ήταν προσαρμοσμένα και ιδωμένα μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού, εδώ μας αφορούν όλα τα μέλη της οικογένειας, καθένα από τα οποία αντιδρά διαφορετικά στην επικείμενη αλλαγή. Ο παππούς μοιάζει χαμένος στις σκέψεις του, κινείται ανάμεσα στη θλίψη και στην οργή. Ο πατέρας βρίσκεται σε καθεστώς μόνιμης άρνησης, την οποία εκδηλώνει με επιθετικότητα. Οι έφηβοι μοιάζουν να καίγονται λιγότερο, τα θέλω τους δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με τις ανάγκες της οικογενειακής επιχείρησης – αυτό έλειπε, σε αυτή την ηλικία. Και τα μικρότερα παιδιά είναι εκείνα που προσαρμόζονται γρηγορότερα και βρίσκουν τρόπο να συνεχίσουν το παιχνίδι τους – «ο άνεμος λυσσομανά και η βροχή πέφτει καταρρακτωδώς, αλλά τα παιδιά αντέχουν και προσαρμόζονται», για να παραφράσουμε την ατάκα με την οποία κλείνει το Night of the Hunter. 

 

Όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας πλην ενός –η αδελφή της Σιμόν– είναι ερασιτέχνες, μια επιλογή που στόχο είχε να υπηρετήσει καλύτερα τον τύπο κινηματογραφικού ρεαλισμού που εκπροσωπεί η Ισπανίδα δημιουργός. Δεν βάλαμε το επίθετο «κοινωνικός» ηθελημένα, καθώς το δράμα της εργατικής τάξης, δηλαδή των μεταναστών που εργάζονται στις ροδακινιές, δεν μοιάζει να αφορά ιδιαίτερα τη δραματουργία. Υπό μια έννοια, όμως, η ταινία αφουγκράζεται ένα άλλο δράμα, αυτό της μεσαίας τάξης κατά τα χρόνια της μεγάλης κρίσης, όταν έκλεισε η συντριπτική πλειοψηφία των παραδοσιακών οικογενειακών επιχειρήσεων. 

 

Οι θερινοί χρόνοι της ταινίας –θερινοί με την έννοια της νωχελικότητας– και η σχολαστική κατάδειξη της διαδικασίας –πχ. η συλλογή των ροδάκινων– προς όφελος του ρεαλισμού ενδέχεται να ξενίσουν ένα μη φεστιβαλικά εκπαιδευμένο κοινό. Δεν είναι, επίσης, μια ταινία που θα ανταμείψει τον υπομονετικό θεατή με το κρεσέντο της, αν και η Σιμόν γνωρίζει τη δραματουργική και σημειολογική σημασία ενός γενικού πλάνου, το οποίο θα φυλάξει έξυπνα για το τέλος. Γενικότερα, δεν είναι μια ταινία στην οποία χρειάζεται να κάνει υπομονή ο θεατής μέχρι να του αποκαλυφθεί η γενικότερη εικόνα. Το Alcarras ανοίγει τα χαρτιά τoυ νωρίς, μοιράζοντας το κοινό σε αυτούς που θα ενδιαφερθούν και σε εκείνους που θα παρακαλούν να κάνουν τα ροδάκινα κομπόστα και να τα μοιράσουν δωρεάν στα σχολεία για να λήξει το πανηγύρι μια ώρα αρχύτερα. Από εκεί και πέρα, επιτυγχάνει την απόδοση των συνεπειών της κατάστασης για όλους τους χαρακτήρες και τη μετάδοση της αίσθησης του χρόνου και της παρόδου του, μέσω του ρυθμού του. Αρετή αυτό για μια ταινία με αντικείμενο ένα τέλος εποχής.