Το Μια απροσδόκητη σχέση είναι μια ταινία με καλούς ‒ό,τι κι αν σημαίνει αυτό‒ ανθρώπους που τους συνέβησαν άσχημα πράγματα. Ο Ντάνιελ ήταν αστυνομικός στο Νιού Τζέρζι, κάποτε βίαιος λόγω αλκοολισμού (με έναν γιο, τον Νέιθαν, που έχει χάσει εκ γενετής, όπως αρχικά μαθαίνουμε, την ακοή του), πλέον πράος και συνταξιοδοτημένος, που βασικά ασχολείται με τα τρενάκια τα οποία φτιάχνει μόνος του, επαναπροσδιορίζοντας δημιουργικά τις χαμένες στιγμές του παρελθόντος του, και με την εγγονή του που απέκτησε από την κόρη του, τη Ράιαν. Η έφηβη έχασε και τους δυο της γονείς σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα· οδηγούσε η αρραβωνιαστικιά του Νέιθαν, η Άλισον, σε μια εξόρμηση στην πόλη για πρόβα νυφικού και θέατρο. Η Άλισον βγαίνει από το νοσοκομείο, επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας της (ο πατέρας τις έχει εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια, αφήνοντάς της μόνο το ακριβό του ρολόι) και εθίζεται σε οπιούχα φάρμακα, αν και σε πρώτη φάση αδυνατεί να το συνειδητοποιήσει. Όταν η μητέρα της διακόπτει τη συνταγογράφηση, εκείνη αναζητά μια γρήγορη λύση, οπουδήποτε, ακόμη και σε ένα μπαρ, παρέα με παλιούς της συμμαθητές που ανέκαθεν σνόμπαρε, οι οποίοι για εκδίκηση τη βάζουν να τους πει κατάμουτρα πως είναι τζάνκι. Σε ένα από τα πολλά γυρίσματα της μοίρας, καταφεύγει σε ένα κέντρο ανώνυμων αλκοολικών και εθισμένων σε ουσίες, όπου συναντά τον γηραιό Ντάνιελ, και από εκεί γνωρίζει καλύτερα την ατίθαση, εύλογα θυμωμένη Ράιαν, για να γίνει το πρώτο βήμα της κατά μέτωπο αντιπαράθεσης με την αλήθεια που έχει απωθήσει. Κι ενώ η δραματική επιστροφή στη σκηνοθεσία του Ζαν Μπραφ (Garden State) ξεκινά με τα στάδια του πένθους για τα αγαπημένα μας πρόσωπα και της απώλειας της αυτοπεποίθησης και του προσωπικού προσανατολισμού, με την Άλισον να έχει εγκαταλείψει τον Νέιθαν και το προσοδοφόρο επάγγελμά της, η Απροσδόκητη Σχέση σταδιακά εξελίσσεται σε ένα μάθημα ζωής με κεντρικό θέμα τον κίνδυνο της παρατεταμένης άρνησης και κυρίως την ανάληψη της ευθύνης, μια δύσκολη αποστολή που ακούγεται πιο ευχάριστη, και ανακουφιστικά μελωμένη, όταν την αφηγείται ο Μόργκαν Φρίμαν στο λυκόφως της πάντα βελούδινης φωνής του. Σαν απόηχος του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά της δεκαετίας 1995-2005, κάτι σαν τις mainstream απόπειρες του πολύ πιο αποτελεσματικού Γκας Βαν Σαντ, το φιλμ ξεπερνά τις δυνατότητες του Μπραφ, κάτι που φαίνεται σε μια εντελώς άσφαιρη σεκάνς κλιμακούμενης έντασης με όπλα, μέθη, ναρκωτικά και πιθανό overdose, εντελώς παράταιρη σε σχέση με το γλυκό ύφος που προηγείται, η οποία επιχειρεί να ξυπνήσει την πλοκή από την τηλεοπτική της διαδρομή προς τη στρογγυλεμένη κάθαρση. Το σενάριο του Μπραφ είναι σπαρμένο με αγκάθια που η σκηνοθεσία του επιμελώς λιμάρει μέχρι την καθόλου αναπάντεχη, σχεδόν παραμυθένια τελική πράξη.