ΟΤΑΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ Ο τρίτος κύκλος της σειράς And Just Like That αργότερα αυτό το μήνα, θα μάθουμε αν η Κάρι Μπράντσοου θα συνεχίσει τη σχέση της με τον Έινταν, τον πιο επιφανή ανταγωνιστή του αείμνηστου Mr.Big για την καρδιά της. Υπήρξαν φυσικά και διάφοροι άλλοι στην διαδρομή του Sex and the City, οι περισσότεροι φευγαλέοι.. Ένας όμως έχει αφήσει ένα μόνιμο αποτύπωμα: Ο Αλεξάντρ Πετρόφσκι, γνωστός και ως «ο Ρώσος», τον οποίον ως γνωστόν υποδύθηκε ο 77χρονος σήμερα Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ένας από τους μεγαλύτερους χορευτές στην ιστορία και ηγετική φυσιογνωμία των διάσημων μπαλέτων Κίροφ. Για τον Κλάιβ Μπαρνς, τον πρώην κριτικό χορού των New York Times, ο Μπαρίσνικοφ ήταν «ο τέλειος χορευτής».
Ο ίδιος φαίνεται να διασκεδάζει με το γεγονός ότι άνθρωποι που δεν τον έχουν δει ποτέ να χορεύει επί σκηνής τον αναγνωρίζουν στον δρόμο. «Τουλάχιστον θυμούνται κάτι από μένα, αν και συχνά δεν θυμούνται το πραγματικό μου όνομα. Λένε, “α, είναι ο Αλεξάντερ Πετρόφσκι”», είχε δηλώσει στην Telegraph, σημειώνοντας ότι οι θαυμαστές του Sex and the City τον πλησιάζουν πιο συχνά από τους θαυμαστές οτιδήποτε άλλου έχει κάνει. «Είναι ειρωνικό να δουλεύεις στη σκηνή για 40, 50 χρόνια και να σε θυμούνται μόνο από μια τηλεοπτική σειρά. Δεν πειράζει όμως, το καταλαβαίνω... Αυτή είναι η Αμερική!».
Ο Μπαρίσνικοφ εντάχθηκε στο Εθνικό Μπαλέτο του Καναδά, αλλά σύντομα πήρε το δρόμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τέσσερα χρόνια ήταν πρώτος χορευτής στο American Ballet Theater και το 1978 εντάχθηκε στο New York City Ballet και εξελίχθηκε σε κάτι σαν εμμονή για μια χώρα που βρισκόταν ακόμα βαθιά μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου, και τον παρουσίαζε σαν ένα πολύτιμο τρόπαιο.
Ο Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας. Ο πατέρας του ήταν ένας αυστηρός στρατιωτικός με τον οποίο δεν ένιωθε ιδιαίτερα συνδεδεμένος, ενώ η μητέρα του ήταν μοδίστρα η οποία αυτοκτόνησε όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών. Εκείνη αγαπούσε ιδιαίτερα την τέχνη και του εμφύσησε το πάθος για το μπαλέτο. Ο Μπαρίσνικοφ ξεκίνησε να χορεύει σε ηλικία επτά ετών και στα 16 του χρόνια σπούδαζε κοντά στον Αλεξάντερ Πούσκιν, έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους μπαλέτου της Σοβιετικής Ένωσης. Στα 19 του εντάχθηκε στα Μπαλέτα Κίροφ του Θεάτρου Μαρίνσκι, τον πιο διάσημο χορευτικό θίασο στον κόσμο μαζί με τα θρυλικά Μπαλέτα Μπολσόι.

Με ύψος μόλις 1,65 μέτρα, μικρότερο από μια μπαλαρίνα σε στάση en pointe, φαινόταν προορισμένος για δευτερεύοντες ρόλους – τουλάχιστον στο πλαίσιο του άκαμπτου σοβιετικού συστήματος. Αλλά οι διεθνείς περιοδείες τον έκαναν να αρχίσει να αναρωτιέται αν βρισκόταν στο σωστό μέρος για να αναπτύξει πλήρως την τέχνη του. Ένιωθε ότι δεν ταίριαζε στην αυστηρή συμβατικότητα της σοβιετικής σχολής μπαλέτου και άρχισε να αναρωτιέται αν πραγματικά ανήκε εκεί. Όπως θα δήλωνε αργότερα, για τον ίδιον δεν ήταν πολιτικό ζήτημα – ήταν αυστηρά καλλιτεχνικό. Δεν θα ήταν ο πρώτος που θα εγκατέλειπε τη χώρα του: τη δεκαετία του 1960, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ είχε ζητήσει άσυλο στο Παρίσι και μια δεκαετία αργότερα, η Ναταλία Μακάροβα δεν επέστρεψε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση μετά από μια παράσταση στο Λονδίνο. Ούτε και ο τελευταίος: Ο Αλεξάντερ Γκοντούνοφ, ο κύριος χορευτής των Μπολσόι, θα γινόταν αργότερα πρωτοσέλιδο με την αποστασία του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ίδιος υποστήριζε πάντα ότι δεν ήταν μια προγραμματισμένη απόδραση, αλλά μάλλον μια παρορμητική απόφαση. «Στη Ρωσία δεν ήμουν ποτέ [...] πολιτικός αντιφρονών», δήλωνε στο περιοδικό People χρόνια αργότερα. Ήμουν δημόσιος υπάλληλος. Τα Μπαλέτα Κίροφ χρηματοδοτούνταν γενναιόδωρα από την κυβέρνηση. Είχα όλα τα προνόμια και τα υλικά αγαθά που ήθελα. Αρκετά χρήματα, ένα αυτοκίνητο, ένα όμορφο διαμέρισμα. Σύχναζα στα ίδια μέρη με γιους υπουργών. Αλλά δεν μπορούσα να ταξιδέψω στο εξωτερικό όταν ήθελα, δεν μπορούσα να δουλέψω με τους ανθρώπους που ήθελα».
Η αυτομόλησή του δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι προηγούμενες αποδράσεις άλλων χορευτών είχαν ενεργοποιήσει την KGB και η παρακολούθηση ήταν αυστηρή. Κατά τη διάρκεια μιας κοινής περιοδείας στον Καναδά από αστέρες των Μπαλέτων Μπολσόι και Κίροφ, μια ομάδα Καναδών φίλων προσέφερε τη βοήθειά της. Στις 29 Ιουνίου 1974, στις 6:30 μ.μ., λίγο πριν από την τελευταία παράσταση, ο Μπαρίσνικοφ συναντήθηκε με έναν δικηγόρο στο Τορόντο και υπέγραψε τα απαραίτητα έγγραφα. Ο δικηγόρος τον συμβούλευσε να μην επιστρέψει στο θέατρο, αλλά ο Μπαρίσνικοφ δεν ήθελε να βλάψει τον θίασο και αποφάσισε να δώσει την τελευταία του παράσταση. Όσοι ήταν μάρτυρες είπαν ότι τα χέρια του έτρεμαν καθώς κρατούσε την παρτενέρ του.
«Η όλη επιχείρηση ήταν σαν θρίλερ - με κωμική όμως τροπή», θα δήλωνε αργότερα στο People. «Είχε κανονιστεί μυστικά μέσω φίλων. Εγώ άρχισα να τρέχω προς το αυτοκίνητο διαφυγής που περίμενε μερικά τετράγωνα μακριά την ώρα που έπρεπε να επιβιβαστούμε στο πούλμαν της ομάδας. Η KGB μας παρακολουθούσε. Ήταν πραγματικά αστείο. Οι θαυμαστές με περιμένουν έξω από την πόρτα της σκηνής, κι εγώ αρχίζω να τρέχω, και τρέχουν κι εκείνοι ξωπίσω μου για αυτόγραφο. Εκείνοι γελούσαν, ενώ εγώ έτρεχα για τη ζωή μου».

Ο Μπαρίσνικοφ εντάχθηκε στο Εθνικό Μπαλέτο του Καναδά, αλλά σύντομα πήρε το δρόμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τέσσερα χρόνια ήταν πρώτος χορευτής στο American Ballet Theater και το 1978 εντάχθηκε στο New York City Ballet και εξελίχθηκε σε κάτι σαν εμμονή για μια χώρα που βρισκόταν ακόμα βαθιά μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου, και τον παρουσίαζε σαν ένα πολύτιμο τρόπαιο. Ο Τύπος τον λάτρευε και σύντομα άρχισε να τον φλερτάρει ο κόσμος του κινηματογράφου. Ήταν δημοφιλής όχι μόνο για το χορό του αλλά και για την εμφάνισή του, την προφανή εύθραυστη φύση του, το μελαγχολικό του ύφος και τα γαλάζια μάτια του.
Η πρώτη του ταινία ήταν η «Κρίσιμη καμπή» (The Turning Point) του 1977, ένα δράμα με φόντο τον κόσμο του μπαλέτου, στο οποίο πρωταγωνίστησε μαζί με τη Σίρλεϊ Μακλέιν και την Αν Μπάνκροφτ και μάλιστα έλαβε και υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου, μία από τις 11 υποψηφιότητες της ταινίας του Χέρμπερτ Ρος. Παρά την άμεση αποδοχή, του πήρε άλλα οκτώ χρόνια για να επιστρέψει στο Χόλιγουντ, πρωταγωνιστώντας στην ταινία «Λευκές νύχτες» (White Nights) του 1985, μια ιστορία αυτομόλησης χορευτών παρόμοια με τη δική του. Προηγουμένως, είχε λανσάρει ένα άρωμα και μια συλλογή ρούχων με το όνομά του ενώ σύχναζε στο Studio 54, συναναστρεφόμενος με προσωπικότητες όπως η Μάρθα Γκράχαμ, ο Άντι Γουόρχολ, η Λίζα Μινέλι και ο Μικ Τζάγκερ. Ωστόσο, ο ίδιος επιμένει ότι δεν ήταν ποτέ τακτικός θαμώνας. «Πώς θα μπορούσα να είμαι εκεί μέχρι τις 6 το πρωί, όταν έπρεπε να είμαι στις 10 το πρωί στο μάθημα χορού. Συνολικά, δεν πρέπει να είχα πάει πάνω από τρεις φορές».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ειδύλλιό του με την ηθοποιό Τζέσικα Λανγκ τον είχε τοποθετήσει στα εξώφυλλα των σκανδαλοθηρικών μέσων. Ήταν νέοι, όμορφοι και διάσημοι. Χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Λανγκ θα έλεγε στο Vanity Fair ότι γνωρίστηκαν το 1976 στο Χόλιγουντ χάρη στον σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ο σεναριογράφος Μπακ Χένρι. «Θυμάμαι ότι τον είδα να στέκεται στην πισίνα. Δεν είχα δει ποτέ κανέναν τόσο εκτυφλωτικά λευκό. Ήταν σαν να ήταν διάφανος». Η σχέση τους δεν ήταν μονογαμική και η Λανγκ γνώριζε τη φήμη του γυναικοκατακτητή. Ο χορευτής είχε συνδεθεί ρομαντικά με πολλές διάσημες γυναίκες, όπως η Ούρσουλα Άντρες, η Λίζα Μινέλι ή η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, αλλά οι φήμες δεν την ενοχλούσαν.

Όλα άλλαξαν όμως όταν η Τζέσικα Λανγκ έμεινε έγκυος στην κόρη τους και μετακόμισε στο σπίτι του Μπαρίσνικοφ. Ήλπιζαν ότι ο ερχομός του παιδιού τους θα τους έφερνε πιο κοντά, κατέληξε όμως να τους απομακρύνει. Η Λανγκ ερωτεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Σαμ Σέπαρντ, ενώ ο Μπαρίσνικοφ συνδέθηκε με τη χορεύτρια Λίζα Ράινχαρτ με την οποία παραμένει παντρεμένος ενώ έχουν μαζί και τρία παιδιά.
Αφού θριάμβευσε για δεκαετίες στις πιο διάσημες θεατρικές σκηνές του πλανήτη σε όλο τον κόσμο, η καριέρα του ως χορευτής αποτελεί πλέον μακρινή ανάμνηση, κυρίως λόγω των τραυματισμών που υπέστη. «Κακοποίησα το σώμα μου», ομολογεί σήμερα. «Έφτασα στα άκρα. Έκανα δώδεκα εγχειρήσεις». Οι κύριες ασχολίες του είναι το θέατρο, η φωτογραφία και το Baryshnikov Arts, το καλλιτεχνικό ίδρυμα που φέρει το όνομά του.
Την περασμένη εβδομάδα, βρέθηκε στο πλευρό του Ισπανού σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ σε ένα αφιέρωμα που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης. ενώ την Τρίτη που μας πέρασε, ήταν εκείνος που εκφώνησε το μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Χορού 2025. «Λέγεται συχνά ότι ο χορός μπορεί να εκφράσει το ανείπωτο», είπε. «Η χαρά, η θλίψη και η απελπισία γίνονται με τον χορό ορατές – ενσαρκωμένες εκφράσεις της κοινής μας εύθραυστης υπόστασης».
Με στοιχεία από El Pais