Μικρός, στα ’70s, με μεγαλύτερο αδελφό και εντελώς μουσικόφιλες παρέες, εν μέσω βινυλιακής τρικυμίας και μίλια μακριά από το εγχώριο μεταδικτατορικό έντεχνο: οι Led Zeppelin ήταν μονόδρομος, όχι μόνο για ’μένα – δεν μπορούσε κανείς να τους αποφύγει ή να τους αγνοήσει, λόγω της έντασης, της σκληρότητας και της σαρωτικής μεταλλικότητας του ήχου τους και, για να μην ξεχνιόμαστε, με τα 6,5 από τα 8 συνολικά λεπτά που διαρκεί το οργασμικό «Stairway to Heaven» ως το απόλυτο μελωδικό ξεκάρφωμα για μια ολόκληρη γενιά, και βάλε. Πριν ανακαλύψω τη soul, τους λάτρευα, ειδικά μετά την κινηματογραφική μυσταγωγία του «The song remains the same» στο καλλιπολίτικο Σινέ Αρμονία, τη δεύτερη ροκ μαρτυρία στις αίθουσες της εποχής, μετά το Woodstock φυσικά.
Μια σειρά από μυθικών διαστάσεων πληροφορίες συνόδευαν τη σχεδόν ετήσια κυκλοφορία των άλμπουμ τους: η εμπλοκή στον αποκρυφισμό του μονίμως προσηλωμένου στη δίλαιμη Gibson, στο ασυνήθιστο δοξάρι, στο θέρεμιν και στο σιτάρ του κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ, το παρ’ ολίγον μοιραίο αυτοκινητικό ατύχημα του ξανθού «Ραφαήλ» τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ με τις ατελείωτες κορόνες στις καλοκαιρινές του διακοπές στη Ρόδο και, βέβαια, η τραγική απώλεια του Τζον Μπόναμ, του γρανιτένιου, βαριά αλκοολικού ντράμερ του συγκροτήματος αμέσως μετά την κυκλοφορία του τελευταίου studio album, του πιο μεταβατικού και ασταθούς «In through the out door» το 1979. Οι Zeppelin δεν συνήλθαν ποτέ από τον θάνατο του «Μπόνζο», διαλύθηκαν οριστικά, προς τιμήν του, παραμένοντας ορκισμένη ομάδα που δεν πρόδωσε την αρραγή ενότητά της για περαιτέρω κέρδη, με δυο εξαιρέσεις για επετειακά reunions· επιδίωξαν να ακολουθήσουν άλλα καλλιτεχνικά μονοπάτια. Ο Πλαντ είναι ο μόνος που ξεκόλλησε από το παρελθόν με το bluegrass κομψοτέχνημα στο πλευρό της Άλισον Κράους.
Ο βασικός κορμός του ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» είναι ό,τι ακριβώς υπαγορεύει ο τίτλος, δηλαδή το background των τεσσάρων μελών μέχρι τη συνάντησή τους, τα ταπεινά εφηβικά τους χρόνια, η προϋπηρεσία τους σε μεροκάματα πίσω από τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ και κυρίως στους σωστούς, αν και μονότονους Yardbirds, πριν αυτονομηθούν.
Το 2021 είδα το ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» στην επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα του στη Sala Grande του Φεστιβάλ Βενετίας. Βρήκα εισιτήριο κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από τη γενναιοδωρία συναδέλφου που μου παραχώρησε τη σειρά του και έτυχε να βρω βελούδινη θέση ακριβώς δίπλα στον Πέιτζ, ο οποίος αποθεώθηκε οπαδικά τη στιγμή που ο προβολέας στράφηκε πάνω του, και δεν σταμάτησε να χαμογελά και να χειροκροτάει ρυθμικά μετά από κάθε «παράσταση» του συγκροτήματος στις παρατεταμένες, χορταστικές σεκάνς της ταινίας του Μπέρναρντ ΜακΜάχον, σκηνοθέτη που ο Πέιτζ εμπιστεύτηκε αφού παρακολούθησε το «American Epic», έχοντας δεχθεί «χάλια προτάσεις» από άλλους, όπως είχε δηλώσει. Χωρίς να το γνωρίζουμε, όσοι από εμάς το είδαμε στη μοναδική του προβολή εκείνον τον Σεπτέμβριο, το ντοκιμαντέρ αποδείχθηκε work in progress, ένα ακόμη προϊόν της τελειομανίας του Πέιτζ, διαβόητου για τις δεύτερες και τρίτες σκέψεις που έκανε για οτιδήποτε δημιουργικό επέβλεπε. Χρειάστηκαν περίπου τέσσερα χρόνια για να εμπλουτιστεί το ήδη υπάρχον υλικό με ακόμη πιο σπάνιες μαγνητοσκοπήσεις και ηχογραφήσεις από το παρελθόν, και να κυκλοφορήσει πρόσφατα σε λίγες αίθουσες, κάποιες από αυτές Imax, και βασικά σε πλατφόρμες – στη χώρα μας από την CosmoteTv και στο Movies Club.

Χωρίς εμφανείς διαφορές, ο βασικός κορμός του «Becoming Led Zeppelin» είναι ό,τι ακριβώς υπαγορεύει ο τίτλος, δηλαδή το background των τεσσάρων μελών μέχρι τη συνάντησή τους, τα ταπεινά εφηβικά τους χρόνια, η προϋπηρεσία τους σε μεροκάματα πίσω από τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ και κυρίως στους σωστούς, αν και μονότονους Yardbirds, πριν αυτονομηθούν με το σαρκαστικό αυτό όνομα που σβήνει το a από το «lead» και αλλάζει το μπαλόνι σε ζέπελιν, προεξοφλώντας μια τρομερή αποτυχία, όπως το θεαματικό αερόπλοιο που κοσμεί το ιστορικό, πρώτο τους εξώφυλλο. Το μουσικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ συναρπάζει με την ίδια δόνηση που απογειώθηκε όταν κυκλοφόρησε – ένα καυτό μολύβι με πολλές εκπλήξεις στην καρδιά των συνθέσεων και μαεστρία στις λεπτομέρειες.
Στο μεσοδιάστημα, το σενάριο ταξιδεύει πίσω στον χρόνο και βάζει στο τραπέζι τις ροκ συνθήκες και τις βρετανικές περιστάσεις της δημιουργίας του συγκροτήματος. Οι τρεις Ζεπ που ζουν σήμερα κάθονται αναπαυτικά και αναπολούν με κρυστάλλινη, δεδομένων των καταχρήσεων, ακρίβεια τον δρόμο προς το συμβόλαιο με την Atlantic και τον Τζέρι Γουέξλερ, ακούγοντας συγκινημένοι τη φωνή του αγαπημένου τους εκλιπόντος Μπόναμ σε μία από τις ελάχιστες καταγεγραμμένες συνεντεύξεις του, στην Αυστραλία. Δεν αναλύονται σε περιττά κλάματα, μοιάζουν χορτασμένοι από την κοινή τους πορεία, σαν να έζησαν το θαύμα τους μονοιασμένοι, χωρίς απωθημένα και έριδες (αυτό, εκείνοι το γνωρίζουν αληθινά), και με το πνεύμα του αδελφικού τους συνεργάτη να παραμένει μαζί τους, εκκωφαντικά παρόν, σαν τα δυναμικά του τρίηχα στην «μπότα» και το βαθύ της ντραμς.

Πριν από την επέλαση της ροκ του κομμωτηρίου (Bon Jovi, ξέρετε…), η δεκαετία του ’30 ανήκει στον Μπινγκ Κρόσμπι, του ’40 στον Σινάτρα, του ’50 στον Πρίσλεϊ και του ’60 στους Beatles· τα ’70s μάλλον καταχωρίζονται στους Zeppelin (με αναπληρωματικούς μνηστήρες τον Έλτον Τζον και τους Eagles) λόγω του φοβερού εκτοπίσματος και της ανυπολόγιστης επιρροής που είχαν στη heavy metal και την κλασική ροκ γενικότερα, μετεξελίσσοντας το βρετανικό μπλουζ σε αυτό που τότε αποκαλούσαμε hard rock. Δεν συμφωνούσαν άπαντες με τη βαβούρα τους, και το «Rolling Stone», που με τον τρόπο του απολογήθηκε αργότερα, έθαψε κανονικά το ντεμπούτο τους, στάθηκε με αρνητική αμηχανία απέναντι στα δυο επόμενα και μόνο μετά το χαρακτηριστικά άτιτλο «ΙV», το τέταρτο και αστρονομικά ευπώλητο ακόμη και σήμερα, βρήκαν κάτι καλό να γράψουν, αν και είχαν ένα απόθεμα διορατικότητας για να διακρίνουν πως η μπάντα ήταν και hard και art rock με τον πρωτότυπο τρόπο της, καθώς και με το υψηλών ντεσιμπέλ πάθος που αποτυπώνεται ανάγλυφα στις πρώτες, γεμάτες ενέργεια εμφανίσεις που παρακολουθούμε χωρίς διακοπή στην ταινία.

Χωρίς αμφιβολία, το «Becoming Led Zeppelin» στοιχίζει μεν τις προσωπικές ιστορίες με μια απίθανη μουσική συγκυρία, αλλά απευθύνεται στους φαν, ταυτόχρονα στερώντας τους την απόλαυση της φάσης της απόλυτης δόξας. Το χρονικό σταματά με την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους και ουσιαστικά κορυφώνεται στην περίοδο ενός έτους. Ωστόσο, μετά το 1970 ξεκίνησε ο μεγάλος χαμός και η επικράτησή τους. Θα υπάρξει δεύτερο μέρος; Και σε περίπτωση που το becoming γίνει being, θα είναι διατεθειμένοι οι τρεις τους να εκτεθούν σε πεδία λιγότερο αγιογραφικά; (Χλωμό)
Το τρέιλερ του Becoming Led Zeppelin