Γεννημένος στη Σεούλ και μεγαλωμένος στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ και στο Λούιβιλ του Κεντάκι, ο Νοτιοκορεάτης Κογκονάντα είχε διακριθεί ως βιντεο-δοκιμιογράφος, μετατρέποντας τη θεωρητική ανάλυση σε οπτική αφήγηση πριν από το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία του «Columbus» με τον Τζον Τσο, ενός ονειρικού ρομάντζου στην πόλη-Μέκκα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, που διόλου τυχαία είναι ταυτόχρονα οικεία στην προσωπική του ματιά ως κινηματογραφιστή. Με το «Μετά τον Γιανγκ» εξερευνά τη σημασία της ζωής, διασκευάζοντας ένα διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν.

 

Ο πρωταγωνιστής είναι ένα ελαφρώς μεταχειρισμένο ανδροειδές που ο Τζέικ (Κόλιν Φάρελ) και η Κίρα (Τζόντι Τέρνερ Σμιθ) αγοράζουν για να κρατήσει συντροφιά στην κόρη τους Μίκα, μια πρακτική που συνηθίζεται στο κοντινό μέλλον του φιλμ, ειδικά για υιοθετημένα παιδιά ασιατικής καταγωγής. Το πρόβλημα με τον «τεκνοσάπιεν γιο» της οικογένειας είναι πως βρίσκεται στα τελευταία στάδια της λειτουργίας του και στην προσπάθειά του να τον θεραπεύσει, ο Τζέικ ανακαλύπτει πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερο μοντέλο εκτός σειράς και επίσημης εγγύησης που έχει τη δυνατότητα να καταγράψει επιλεγμένες μνήμες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες.

 

Από τις εικόνες που βρίσκει στο λειτουργικό του γεννιέται ένα τρυφερό ημερολόγιο που όχι μόνο φανερώνει αισθήματα πρωτόγνωρα για ένα απρόσωπο ρομπότ αλλά και μια συλλογή στιγμών που αφορούν το ζευγάρι και το παιδί τους, υπενθυμίζοντας αναδρομικά μια ζωντανή και όχι διακοσμητική παρουσία του το διάστημα που έμεινε μαζί τους. Πάνω σε μουσικά θέματα του σπουδαίου Ριγιούτσι Σακαμότο και του Aska, ο ελεγειακός τόνος της ταινίας παραπέμπει περισσότερο σε μελαγχολικό, υπαρξιακό στοχασμό στο ύφος του Δένδρου της Ζωής παρά σε ένα τυπικό science fiction, όπως και το σύγχρονο γουέστερν, μια πλατιά έννοια κινηματογραφικού είδους που εδώ χρησιμεύει περισσότερο ως φόντο τεχνολογίας παρά ως χρονικό πεδίο δράσης και τρόμου.

 

Το βλέμμα της κοινωνίας απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον (οι αντιδράσεις ποικίλλουν, χωρίς να δηλώνουν ανοιχτή εχθρότητα ή παρανοϊκό φόβο) και η σταδιακή, αναδρομική αφομοίωση ενός ξένου στοιχείου ως αποκατεστημένου μέλους μιας οικογένειας προκαλεί την ανθρωπιά που αναζητά το στόρι. Ωστόσο, η αφήγηση πάσχει από αιχμή και δραματικότητα.

 

Στις σύντομες και περιεκτικές βιντεοϊστορίες του για τους σκηνοθέτες που θαυμάζει, είτε πραγματεύεται τα χέρια στο σινεμά του Μπρεσόν, είτε την πειραματική απορία για την ουσία του νεορεαλισμού με το split screen σε διαφορετικές ταχύτητες των δύο εκδοχών του «Stazione Termini» του Βιτόριο ντε Σίκα, είτε το αστραπιαίο οπτικό χρονικό της περίφημης κεντρικής προοπτικής του Κιούμπρικ (όλα είναι διαθέσιμα στο YouTube), ο Κογκοντάντα πετυχαίνει διάνα τον στόχο του. Στις απόπειρές του για μυθοπλασία το όραμά του πλατειάζει και οι χαρακτήρες ευθυγραμμίζονται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και χάνονται μέσα στα επιμελημένα πλάνα του.