Στα γερμανικά, η νοσταλγία για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Österreich) ονομάζεται Οstalgie, ενδεχομένως υπονοώντας την εξιδανίκευση μιας πιο τακτοποιημένης ζωής που προηγήθηκε της αγχώδους ενοποίησης. Μια διάχυτη «οσταλγία» πρωταγωνιστεί στο σκηνικό του Κάποια μέρα θα πούμε τα πάντα ο ένας στον άλλον, στη συνήθως ηλιόλουστη βουκολική ζωή μιας ήσυχης, μονιασμένης αγροτικής οικογένειας στο μεταβατικό 1990, που φιλοξενεί τη Μαρία, τη φιλενάδα του ξετρελαμένου μαζί της γιου, του Γιοχάνες.

 

Εκτός από τα ερωτικά τους ιντερλούδια, η όμορφη νέα γυναίκα περιπλανιέται, κάνει κοπάνα, γιατί βαριέται να πάει σε ένα σχολείο που ούτως ή άλλως έχει βαρέσει διάλυση, και διαβάζει λογοτεχνία, κυρίως Ντοστογιέφσκι, ειδικά τους Αδελφούς Καραμάζοφ. Ο Γιοχάνες ενδιαφέρεται βασικά για το σεξ και για τη φωτογραφία, και με τα πρώτα χρήματα που έρχονται από τους Δυτικούς συγγενείς αγοράζει μια ακριβή μηχανή, επιλέγοντας να βλέπει την αγαπημένη του μέσα από τον φακό, όπως εκείνη πλέον του παραπονιέται. Ωστόσο, ένας συγχωριανός από μια κοντινή φάρμα, με φήμη πότη και γυναικά, φαίνεται πρόθυμος να μοιραστεί μαζί της τις λογοτεχνικές της ανησυχίες αλλά και το σώμα της, παρότι στην πρώτη τους σημαντική ευκαιρία για στενή επαφή κάνει πίσω και την προτρέπει να υποχωρήσει. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται η βαριά σκιά ενός απαγορευμένου δεσμού: αν ο θεατής το θέλει πολύ, μπορεί να αντλήσει μια πολιτικότερη αλληγορία για το δυσοίωνο μέλλον, αν και οποιαδήποτε απόπειρα εμβάθυνσης είναι αυθαίρετη, με δεδομένο πως μετά το πρώτο σερί των συναντήσεών τους η ταινία της ιρανικής καταγωγής Έμιλι Ατέφ (Τρεις ημέρες στην Κιμπερόν, με επίκεντρο το «χαμένο σαββατοκύριακο» της Ρόμι Σνάιντερ) επαναλαμβάνεται και πελαγοδρομεί προς ένα αναμενόμενο φινάλε.

 

Ωστόσο, η αίσθηση μιας χώρας το καλοκαίρι της μεγάλης αλλαγής, με ανοιχτό ορίζοντα και αβέβαιες προοπτικές, όπως αποτυπώνονται σε ανθρώπους μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων, παρουσιάζει ενδιαφέρον και δείχνει το κινηματογραφικό ένστικτο της Ατέφ στο περιθώριο της αφήγησης της ιστορίας της.