Ένα πόστερ του Long Goodbye (1973) στον τοίχο του διαμερίσματος των δύο φίλων προοικονομεί την εμπλοκή τους σε ένα μυστήριο που, ως εναλλακτικοί Φίλιπ Μάρλοου –όπως εναλλακτική ήταν και η κατά Ρομπερτ Άλτμαν εκδοχή του ήρωα‒, θα πασχίσουν να επιλύσουν, ερχόμενοι σε συναντήσεις με αλλόκοτους χαρακτήρες, οι οποίες θα δικαιώσουν εκείνα τα ωραία καβαφικά περί ταξιδιού. Υπάρχει μια καρκινική υποπλοκή που επί της ουσίας παραμερίζεται, ενώ (υποτίθεται πως) είναι το έναυσμα για το ταξίδι, υπάρχει κάπου στο υλικό και μια ταινία για τη (straight) αρσενική ανάγκη μυθολόγησης του θηλυκού, το «σύνδρομο» του λευκού ιππότη, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η Μόνα Λίζα χαμογελά γιατί έχει εσένα στο μυαλό της ‒ο Νιλ Τζόρνταν την έχει κάνει αυτή την ταινία‒, μα δεν είναι αυτή η ταινία που είχε στο μυαλό του ο δημιουργός και, όσο κι αν φαντάζει ελκυστικό να μιλάς για την ταινία που φαντάστηκες, το ορθό είναι να γράφεις για εκείνη που παρακολουθείς. H οποία, αν και επεισοδιακή και αποσπασματική, έχει μια δημιουργική παλαβομάρα που σου κρατά το ενδιαφέρον, ακόμα κι όταν κυνηγάει την ουρά της.

 

Το φλερτ με το φανταστικό και το αποδραστικό σινεμά βοηθούν τα «μπλιμπλίκια» στο μουσικό score του Γιώργου Μπουσούνη, που γεννά την αίσθηση μιας ’80s φούσκας, πριν κι αυτό ταξιδέψει από το συρτάκι ως την επικότητα αλά Μορικόνε, όπως ακριβώς η ταινία περιπλανιέται αναρχικά (και άναρχα) ανάμεσα στα είδη – σκέψου πως υπάρχει ολόκληρη σεκάνς ασπρόμαυρου γοτθικού τρόμου. Τα οπτικά κωμικά ευρήματα διασκεδάζουν την μερική αστοχία των διαλογικών, ο Μιχάλης Σαράντης αποδεικνύει για ακόμα μία φορά, μετά τον Απόστρατο, ότι αποτελεί ευτυχή περίπτωση ενός (πολύ) κινηματογραφικού πρωταγωνιστή, βρίσκει ελκυστικό κώδικα επικοινωνίας με τον πάντοτε αξιόπιστο Μάκη Παπαδημητρίου και σηκώνουν στις πλάτες τους τη Λώρα Ντουράντ με τη δυναμική κολλητών που αναπτύσσουν.

 

Χρειάζεται να παραβλέψεις αρκετά, οφείλεις να αναγνωρίσεις όμως ότι, χάρη (και) στις ιδιαιτερότητές της, που την κάνουν να ξεχωρίζει εντός του εγχώριου κινηματογραφικού τοπίου, η ταινία θα αποκτήσει τους φαν που της αναλογούν μέσα στα χρόνια.