Αν ο κινηματογραφικός ιστορικός του μέλλοντος έβγαζε πόρισμα από τα social media, θα πίστευε ότι η Ντέιζι Έντγκαρ-Τζόουνς είναι η μεγαλύτερη σταρ των καιρών μας τόσο συχνά που εμφανίζονται στο newsfeed καρέ από το «Normal People». Κι όμως, αν ρωτήσεις εκατό ανθρώπους, ζήτημα να ξέρουν οι πέντε πώς τη λένε, οι υπόλοιποι θα σου απαντήσουν «το κορίτσι του "Normal People"».

 

Αυτό ενδέχεται να αλλάξει τώρα που πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική μεταφορά του best seller Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες. Η φυσιογνωμία της έχει μεν ευγενή και αθώα χαρακτηριστικά, δίνοντας την εντύπωση ενός ανιδιοτελούς χαρακτήρα, αλλά το παίξιμό της συχνά φανερώνει μια εσωτερική διεργασία, μιας υποδόρια ένταση, μια καλή σχέση με πιο ενστικτώδεις μορφές έκφρασης που τη βοήθησε στις σαρκικές σκηνές της σειράς και την καθιστά ιδανική για να ενσαρκώσει χαρακτήρες που απαιτούν κάτι πιο σύνθετο από μια απλή έκφραση της αθωότητας.

 

Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο και γνωρίζουν περισσότερα για την πλοκή της ταινίας, φανταζόμαστε ότι αντιλαμβάνονται γιατί πρόκειται για εμπνευσμένο casting.

 

Αντίστοιχα, ο καρατερίστας Ντέιβιντ Στράδερν έχει την κοψιά σταρ παλιότερης εποχής, αποπνέει ακεραιότητα, καλοσύνη, όχι όμως και αδυναμία. Αν δούλευε στα '40s και στα '50s, θα έκανε τα ρεπό του Τζέιμς Στιούαρτ και του Χένρι Φόντα. Το φιλμ τού δίνει τη δυνατότητα να υποδυθεί έναν τέτοιο χαρακτήρα, έναν δικηγόρο που, όχι τυχαία, φορά λευκό κουστούμι, έναν ευγενικό πλην προσηλωμένο στα ιδανικά του υπερασπιστή της δικαιοσύνης.

 

Αν οι Καραβίδες ήταν ένα τέτοιο δικαστικό δράμα παλιάς κοπής, ο Στράδερν θα είχε βρει τον ρόλο και την ταινία που πάντα περίμενε. Αλλού όμως στοχεύουν το έργο και η κατάληξή του, η οποία, αν και δοσμένη με τέτοια αρμονία που προσυπογράφει σκηνοθετικά όσα δηλώνει περί φύσης, τον αφήνει έκθετο.

 

Είτε η Ντέλια Όουενς, που έγραψε το βιβλίο, και η Λούσι Μπάλιβαρ, που το διασκεύασε, δεν καταλαβαίνουν τον αντιδραστισμό αυτού που λένε και είναι προσανατολισμένες στην έκπληξη είτε, ακόμα χειρότερα, καταλαβαίνουν πλήρως και το ασπάζονται. Όπως και να ’χει, παραμένει προβληματικό φύσει και θέσει, με έμφαση στο «φύσει». Στο πλαίσιο μιας κριτικής που δεν θέλει να αποκαλύψει τα μυστικά της ταινίας, δεν θα επεκταθούμε περισσότερο.

 

Κατά τα λοιπά, πρόκειται για ένα ανά στιγμές ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο θέαμα, με τις βαλτώδεις τοποθεσίες της Βόρειας Καρολίνας να μετατρέπονται σε έναν πανέμορφο, σχεδόν μυστικιστικό χώρο.

 

Η «ενορατική» αυτή κινηματογράφηση με τα νωχελικά travelings και τα γκρο πλαν της πανίδας συμπληρώνεται από το score του Μάικλ Ντάνα, οι oriental παρορμήσεις του οποίου συνήθως δίνουν μια πνευματικότητα, μια θρησκευτική νότα στα δρώμενα, όποτε χρειάζεται.

 

Πρόκειται για ένα καλογυαλισμένο περιβάλλον, ίσως λιγότερο βρόμικο σε σχέση με τις σελίδες του βιβλίου, όπως μας το επιβεβαίωσαν –ο υπογράφων το παράτησε στις πρώτες σελίδες–, αλλά θεμιτά καλογυαλισμένο, αφού το ζητούμενο είναι η κινηματογραφική τεχνητότητα.

 

Η Κάια, η ηρωίδα, εγκαταλείπεται σε πολύ νεαρή ηλικία από μητέρα και αδελφούς, μένει μόνη της με τον πατέρα της και μαθαίνει από νωρίς τον τρόπο της (αρσενικής) βίας. Μια μέρα ο πατέρας της εξαφανίζεται χωρίς εξήγηση και αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη της.

 

Οι κάτοικοι της πόλης την απορρίπτουν, με την καλοσύνη ενός μαύρου ζεύγους που διατηρεί παντοπωλείο κι ενός αγοριού που εκδηλώνει ενδιαφέρον να είναι οι μοναδικοί της σύνδεσμοι με την ανθρωπότητα. Ο βάλτος, με τη χλωρίδα του και τα πλάσματα που σουλατσάρουν, γίνεται η οικογένειά της.

 

Με τον συνδυασμό όσων αναφέραμε, η Ολίβια Νιούμαν καταφέρνει να μετατρέψει το περιβάλλον όπου ζει η Κάια σε ακόμα έναν χαρακτήρα κι αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να της πιστώσουμε, ακόμα κι αν βρίσκουμε την αφήγηση περιστασιακά σπασμωδική ή τη διαχείριση του ρομάντζου αναιμική – δεν είναι ρομάντζο η ταινία άλλωστε.

 

Η καλή εισπρακτική πορεία της, πάντως, μαρτυρά ότι υπάρχει ακόμα ένα κοινό για μεταφορές best seller λαϊκής κατανάλωσης, πρόθυμο να επισκεφτεί μια αίθουσα για να τις παρακολουθήσει, εκεί που η τηλεόραση και το format της σειράς μοιάζουν να έχουν την πρωτοκαθεδρία. Αν γεννήσει και πάλι σχετικό κινηματογραφικό trend αντίστοιχων μεταφορών, μπορεί να κάνει καλό στο σινεμά, γιατί καμιά φορά τέτοια βιβλία πέφτουν στα χέρια του Φίντσερ και προκύπτουν ταινιάρες.