Ταινία μέσα στο υποτιθέμενο έργο στο οποίο βασίζεται, με σωρεία χαρακτήρων που ξεπηδούν σαν μπάμπουσκες μέσα από τους ηθοποιούς που τους υποδύονται στο τηλεοπτικό θεατρικό που έγραψε ο ντελικάτος Εντ Νόρτον και αφηγείται ο βροντερός Μπράιαν Κράνστον, το «Asteroid City» εκτυλίσσεται στην αμερικανική έρημο το 1955, σε μια πόλη που κυριαρχείται από εναν αρχαίο κρατήρα, και ακριβώς δίπλα εκτελούνται πυρηνικές δοκιμές σε ημερήσια βάση. Ο Όγκι Στίνμπεκ (Τζέισον Σουάρτσμαν, πάντα ο muse του σκηνοθέτη) ξεμένει με τα τέσσερα παιδιά του όταν η μηχανή του αυτοκινήτου τους «πεθαίνει» και ο Ματ Ντίλον αδυνατεί να την επιδιορθώσει, τηλεφωνεί στον πεθερό του (Τομ Χανκς) να έρθει να τον βοηθήσει και να μαζέψει τα εγγόνια του, κι εκείνος τον επιπλήττει γιατί δεν βρήκε ακόμη το κουράγιο να τους πει πως η μητέρα τους (Μάργκο Ρόμπι, σε σύντομη εμφάνιση) είναι νεκρή εδώ και εβδομάδες.

 

Εκτός από τον μεγαλύτερο γιο του Όγκι, τον Γούντροου, στην πολίχνη έχουν μαζευτεί κι άλλες έφηβες διάνοιες, για να παρατηρήσουν το διάστημα με τη βοήθεια της δόκτορος Χινκελούπερ (Τίλντα Σουίντον), ανάμεσά τους και η κόρη της διάσημης, τόσο που όλοι ψελλίζουν ρυθμικά το όνομά της, ηθοποιού Μιτζ Κάμπελ, που ενσαρκώνει με αντιπαθή ηδυπάθεια η Σκάρλετ Τζοχάνσον. Ενώπιον όλων αυτών, και ακόμη περισσότερων, ακόμη και του πεντάστερου στρατηγού (Τζέφρι Ράιτ) που ήρθε να βραβεύσει τους νεαρούς φωστήρες για τις παράξενες εφευρέσεις τους, εμφανίζεται εξ ουρανού ένα διαστημόπλοιο, κι ένας ντροπαλός εξωγήινος, που στο θεατρικό τον ενσαρκώνει ακόμη πιο φευγαλέα ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ, κατεβαίνει, μαζεύει τον μικρό κομήτη-κόσμημα της περιοχής, ποζάρει στον φακό του φωτογράφου πολέμου Όγκι, και αναχωρεί τάχιστα προς άγνωστη κατεύθυνση! Μια συντέλεια-μπονζάι, γουεσαντερσονική το δίχως άλλο. Συνεπώς, όσοι κάτοικοι και επισκέπτες έγιναν μάρτυρες της στενής επαφής τρίτου τύπου, απαγορεύεται να εξέλθουν από τα όρια της πόλης. Και κάπως έτσι, ο βαρύς κι αναποφάσιστος Όγκι και η αλαβάστρινη νάρκισσος Μιτζ έρχονται πιο κοντά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο από τα παράθυρα των μικρών δωματίων τους, και ανταλάσσοντας ακίνητες ματιές και στιλβωμένες ατάκες, σαν κι εκείνες που γράφει με χαριτωμένη ειρωνεία ο Γουές Άντερσον.

 

Παίζουν κι άλλοι, ο Έιντριαν Μπρόντι, που είναι σκηνοθέτης και υποτίθεται το alter ego του Άντερσον, αν και ο τελευταίος το αρνείται, και η Χόουπ Ντέιβις, ο Ρούπερτ Φρεντ καουμπόης και ο Στιβ Καρέλ ρεσεψιονίστ, ο θίασος διευρύνεται, αλλά ο Σουόρτσμαν και η Τζοχάνσον είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, κάτι που δεν εξαρτάται τόσο από τη διάρκεια της εμφάνισής τους όσο από το ειδικό βάρος του πόνου και της μοναξιάς που θέλει να μεταφέρει η ταινία, μια πυκνή, περιφραστική μεταφορά της θλίψης και της απομόνωσης που πολύ πρόσφατα βίωσε όλος ο έγκλειστος πλανήτης, σε έναν μικρόκοσμο που περιμένει σημάδι από τα αστέρια και αυτοδηλητηριάζεται ανέμελος με ατομική ενέργεια. Ο Άντερσον, σε ένα ακόμη καρτποσταλικό σινεθέατρο που μοιάζει πιο προσωπικό από τα περισσότερα, αν και η όποια αυτοβιογραφική του αιχμή χάνεται σε έναν θεαματικό συνωστισμό, επιλέγει πάντα περίεργες ατραπούς για να βγάλει ένα κομμάτι ψυχής μέσα από το visual/λόγιο στυλιζάρισμά του, και δεν είναι πάντα ασφαλές πως όταν γίνεται συγκεκριμένος καταλήγει σε εύστοχο αποτέλεσμα −ο «Φανταστικός κύριος Φοξ», και το «Grand Budapest Hotel» είναι τα δυο αντιθετικά, λαμπρά του δείγματα. Στο πλαίσιο της ασπρόμαυρης πραγματικότητας των ηθοποιών και της παρασκηνιακής τους τριβής, το πνεύμα δεν κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον, επιστρέφοντας στην εσωστρέφεια και την καλλιτεχνική αυτοαναφορικότητά του.

 

Στην ερημική μέση του πουθενά, γίνεται ένα παστέλ πάρτι με εξουθενωτική συμμετρία (duh), συνεχή οπτικά ερεθίσματα και κοφτούς διαλόγους (εκτός από έναν απνευστί μονόλογο του πάντα άψογου Τζέφρι Ράιτ). Κάποιες από τις αλλοκοτιές του παραμένουν χαριτωμένες, άλλες όχι και τόσο (εκταφή τάπερ και αυτόματος πωλητής οικοπέδων, μικρά ανέκδοτα διακόσμησης, όπως και πολλοί χαρακτήρες άλλωστε…), οι συνδέσεις των προσώπων με την όποια πλοκή μάλλον κάποια σημασία θα έχουν για τον σκηνοθέτη, αλλά δεν είμαι σίγουρος πώς προκύπτει η επίμονη νουθεσία του Άντερσον περί συλλογικής αφύπνισης στο φινάλε του αντικαθρεφτισμένου του project. Σίγουρα πιο ενδιαφέρον και συνεκτικό από το «French Dispatch».