Η Τίλντα Σουίντον είναι η Έμα, μια Ρωσίδα που παντρεύτηκε τον γιο ενός βιομήχανου κλωστοϋφαντουργίας στην Ιταλία κι εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, αποδεχόμενη τον ρόλο της μητέρας τριών παιδιών που βρίσκονται στο τέλος της εφηβείας, της τέλειας οικοδέσποινας και της αξιοπρεπούς συζύγου. Παγιδευμένη σε μια φαμίλια δεινοσαύρων, ζει αποτραβηγμένη από τις επιθυμίες της και ακολουθεί μια χαμηλόφωνη ρουτίνα, εναρμονίζοντας το ύφος της με την ιεροτελεστία της οικογένειας του συζύγου. Ο παππούς/πατριάρχης αφήνει τα ηνία της επιχείρησης στον σύζυγο και τον μεγάλο γιο από κοινού, ξαφνιάζοντας τους πάντες, με μια κίνηση ενδεικτική του αυτοθαυμασμού του, ανακοινώνοντας πως τη θέση του δεν θα μπορούσε να πάρει μόνο ένας, άνδρας εννοείται. Η Έμα έχει αδυναμία στον μεγάλο γιο και την κόρη, κάνοντας ένα άτυπο κόμμα μαζί τους (οι τρεις τους πιστεύουν πως ο μικρός γιος και ο σύζυγος δεν θα τους καταλάβαιναν ποτέ). Το κοινό τους στοιχείο είναι η συναισθηματική προσωπικότητα.

Η κόρη είναι λεσβία και το λέει πρώτα στον αδελφό της και μετά στη μητέρα της. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνει δεν προδίδεται. Ο γιος είναι σχεδόν αρραβωνιασμένος και προβληματισμένος από τη νέα του ευθύνη. Στο μεταξύ, η μητέρα, σε λήθαργο εδώ και χρόνια, ξυπνάει σταδιακά από την παρουσία ενός καλού φίλου του μεγάλου γιου, του Αντόνιο, ο οποίος είναι μάγειρας, μπαίνει στο σπίτι για να μαγειρέψει στα επίσημα δείπνα και ονειρεύεται να ανοίξει ένα εστιατόριο στο κτήμα του πατέρα του. Ο γιος τον ενθαρρύνει και θέλει να πείσει πρώτα τον πατέρα του Αντόνιο και μετά τον δικό του πατέρα να χρηματοδοτήσει το σχέδιο. Η θέα του παθιασμένου Αντόνιο σε συνδυασμό με τη γεύση του γεμάτου μεράκι φαγητού του αλλάζουν τη στάση της Έμα. Η έλξη είναι αναπόφευκτη, ένας μονόδρομος που θα την οδηγήσει σε μια σειρά από κινήσεις που δεν θα περίμενε ποτέ η ίδια και θα φέρουν σε πλήρη σύγχυση μια οικογένεια βαθιά συντηρητική, που δεν ανέχεται στραβοπατήματα.

Ο Λούκα Γκουαντανίνο μεταχειρίζεται την ιστορία του ως ένα saga εντελώς διχασμένο: το Μιλάνο της οικογένειας Ρέκι είναι μπαρόκ, πένθιμο, σκοτεινό, με επίκεντρο μια θηριώδη έπαυλη που κρύβει μυστικά. Το αγρόκτημα του Αντόνιο, εκεί όπου καλλιεργεί και συλλέγει τους καρπούς, είναι ένα ειδυλλιακό τοπίο, θερινό και βουκολικό, ανοιχτό και θερμό. Στη μέση βρίσκεται το ουδέτερο Λονδίνο των μεγάλων αποφάσεων, εκεί όπου ο πατέρας και ο Εντοάρντο παλεύουν να σώσουν την οικογενειακή επιχείρηση από την πώληση σε έναν πάμπλουτο Ινδο-αμερικανό. Ο Ιταλός σκηνοθέτης απομακρύνεται συνεχώς από το focus στα πρόσωπα με περίτεχνες κινήσεις της κάμερας, χορογραφώντας στυλιστικά όταν πρέπει να σταματήσει επιτέλους και να συναισθανθεί τι ακριβώς γίνεται με αυτούς που περιγράφει. Με παρατεταμένη έμφαση στην εσωστρέφεια και την ευνουχισμένη, ευγενική υποκρισία, εξαντλεί γρήγορα τη βισκοντική οικογένεια (ο σύζυγος ονομάζεται Τανκρέντι).Και πάλι λόγω της πολυπλοκότητας των πλάνων, η περίφημη ερωτική αφύπνιση που υπόσχεται ο τίτλος, μέσω της γεύσης και του βλέμματος, δεν έρχεται φυσικά, αλλά βεβιασμένα και λίγο αυθαίρετα.

Κι ενώ ο Γκουαντανίνο κάνει επίδειξη κινητικότητας, η ταινία παραμένει ένα ακαταμάχητο θέαμα λόγω της απαράμιλλης καλαισθησίας της (ένα μπιμπελό με δυσβάχταχτα πολλή μουσική) και κυρίως της δύναμης της φύσεως που λέγεται Τίλντα Σουίντον. Ενώ οι περισσότερες συνάδελφοί της φέρνουν τους ρόλους στον λόγο, άντε και τα χέρια τους, εκείνη, μαθημένη στα δύσκολα από μικρή (βλέπε Τζάρμαν), σωματοποιεί την απάθεια και την επίθεση και την εκδηλώνει με βουβή αριστοκρατικότητα και ζωώδη πειθώ αντίστοιχα. Είναι μια φοβερή ηθοποιός που πήρε το Όσκαρ για λάθος ρόλο, ενώ στην Τζούλια του Ζονκά, που δεν παίχτηκε δυστυχώς στην Ελλάδα, δείχνει με μεγαλοπρέπεια τι σημαίνει να ασφυκτιά και να εκλύει, αντί να υποκρίνεται πως πνίγεται. Η τελική σκηνή της αποχώρησής της, εν στάσει, λέει τα πάντα, σε ένα έργο ελαφρώς παρασυρμένο από την ομορφιά του.